Κλοντ Μονέ: «Ο Σταθμός Σεν-Λαζάρ»
Ο Γάλλος ζωγράφος Κλοντ Μονέ συγκαταλέγεται στους θεμελιωτές του ιμπρεσιονισμού. Γεννήθηκε στο Παρίσι στις 14 του Νοέμβρη 1840 και έφυγε από τη ζωή στις 5 του Δεκέμβρη 1926 στο Ζιβερνύ της Νορμανδίας. Ο ιμπρεσιονισμός είναι καλλιτεχνικό ρεύμα που αναπτύχθηκε στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.
Ο Γάλλος ζωγράφος Κλοντ Μονέ συγκαταλέγεται στους θεμελιωτές του ιμπρεσιονισμού. Γεννήθηκε στο Παρίσι στις 14 του Νοέμβρη 1840 και έφυγε από τη ζωή στις 5 του Δεκέμβρη 1926, στο Ζιβερνύ της Νορμανδίας. Ο ιμπρεσιονισμός είναι καλλιτεχνικό ρεύμα που αναπτύχθηκε στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.
Ο πίνακας του Μονέ «Ο Σταθμός Σεν-Λαζάρ» φιλοτεχνήθηκε το 1877 και φυλάσσεται στο Μουσείο Ορσέ στο Παρίσι. Ζωγραφίστηκε με λαδομπογιά πάνω σε ανοιχτόχρωμο φόντο και αποτελεί τμήμα μιας σειράς δώδεκα κομματιών, αλλά είναι σχεδόν ένας κόσμος ολόκληρος από μόνος του, όλος ζωή μέσα στον φρενήρη ρυθμό της γαλλικής πρωτεύουσας.
Ο κόσμος των σταθμών, που τον εξερεύνησαν επίσης ο Μανέ και ο Καϊγμπότ, ανήκει στα λιγότερο συνηθισμένα θέματα της ιμπρεσιονιστικής ζωγραφικής, η οποία προτιμούσε να απεικονίζει φυσικά φαινόμενα ή ομάδες ανθρώπινων μορφών σε πόλη με την φύση.
Γι’ αυτό τον λόγο οι πίνακες αυτοί είναι πολυτιμότατα αριστουργήματα, ως ξεχωριστός κύκλος. Για τον Μονέ αντιπροσωπεύουν το κατεξοχήν θέμα της σύγχρονης ζωής· στη συνέχεια θα αφοσιωθεί σχεδόν μόνο στη φύση.
Ενώ οι δύο προηγούμενοι καλλιτέχνες αναπτύσσουν το θέμα του σιδηρόδρομου ως υπόβαθρο, ο Μονέ το μετατρέπει σε πρωταγωνιστικό:
Ο σιδηρόδρομος και οι σταθμοί άρχισαν να επιβάλλονται στην καθημερινή ζωή, όντας βασικά προϊόντα της νέας βιομηχανίας, της νέας κοινωνίας, του συλλογικού φαντασιακού των μέσων του 19ου αιώνα. Έτσι ο Μονέ επικεντρώνεται ακόμα και στις μεταλλικές δομές της κατασκευής, απτό σημάδι του μέλλοντος που ήδη είναι παρόν.
Μια μηχανή τρένου εισέρχεται καπνίζοντας στο σταθμό και αφήνει πίσω μια ομιχλώδη ατμόσφαιρα ανάμεσα στην πραγματικότητα και στο όνειρο: ένα νέο τέρας κυριαρχεί τώρα στις πεδιάδες.
Σχεδόν απτή η φυσική αλήθεια αυτού του ατμού: η μηχανή ξεφυσά και ελευθερώνει στον αέρα γαλάζιους καπνούς που χάνονται ψηλά. Ο Μονέ ενδιαφέρεται για το φως και την ατμόσφαιρα. Ο ήλιος φωτίζει τα πάντα, και πράγματι οι αντανακλάσεις αποδίδονται με ώχρα και κίτρινο.
Ο Μονέ δεν έχει ακόμα αρνηθεί για λόγους αρχής τη χρήση του μαύρου, αλλά το χρησιμοποιεί με έναν τρόπο που ξέφευγε από την καθιερωμένη ακαδημαϊκή χρήση, ενώνοντας το με σκούρους τόνους για να προβάλει τα σχήματα των μορφών κατά μήκος του πεζοδρομίου. Οι μορφές αυτές έχουν ζωγραφιστεί κατά προσέγγιση, με ένα πρόχειρο σχεδίασμα: οι μικρές πινελιές στο χρώμα της ώχρας χρησιμεύουν για να δώσουν την ιδέα της πλαστικότητας των προσώπων. Εκ φύσεως αντίθετος στη λεπτομερή περιγραφή με την έννοια του ακριβούς σχεδίου, ο Μονέ δίνει απόλυτη προτεραιότητα στο χρώμα, που είναι υπεύθυνο για το κτίσιμο των σχημάτων και των όγκων, ακόμα και στους ενδιάμεσους τόνους όπως το απαλό μοβ ή το απαλό κίτρινο, που για καιρό ήταν παραμελημένα. Η πινελιά δεν είναι δοσμένη έτσι ώστε να γίνεται αισθητή η κατεύθυνση του πινέλου, παρά με ένα impasto (παχιά εναπόθεση χρώματος) πηκτό αλλά ντελικάτο.
(Στοιχεία για τον πίνακα από ArtBook, Monet, εκδ. Electa – Ημερησία)