Κραυγή στον καμβά – Η ζωή του Έντβαρντ Μουνκ
Η συνεχιζόμενη δημοφιλία του καλλιτέχνη οφείλεται αναμφίβολα στην ταύτιση με το αίσθημα αβεβαιότητας και κενού που αισθάνονται οι άνθρωποι στον απρόβλεπτα μεταβαλλόμενο κόσμο του όψιμου καπιταλισμού.
Αγωνία, νοσηρότητα, αισθησιασμός, φόβος θανάτου, απειλή είναι λίγα μόνο απ’όσα εκπέμπουν οι πίνακες του Έντβαρντ Μουνκ, του γνωστότερου Νορβηγού ζωγράφου ως σήμερα. Με έργα διαχρονικά, που συνομιλούν με τα άγχη του θεατή, κατοχύρωσε το πολύ προσωπικό, παρότι ενταγμένο στα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής του, ζωγραφικό του ιδίωμα ως ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα μεταξύ των συγχρόνων του.
Γεννήθηκε το 1863 και μεγάλωσε στη Χριστιάνια, το σημερινό Όσλο. Συγγενείς του ήταν ο διάσημος στη χώρα του ζωγράφος Γιάκομπ Μουνκ και ο ιστορικός Πέτερ Μουνκ. Μεγάλωσε με τον πατέρα του, αφού έχασε τη μητέρα του από φυματίωση σε μικρή ηλικία, γεγονός που επηρέασε αργότερα τον πίνακά του “Το άρρωστο παιδί” (1886). Ο πατέρας του έπασχε από ψυχική ασθένεια, κάτι που επηρέασε τον τρόπο ανατροφής των παιδιών του, αλλά και τη ζωγραφική του Μουνκ, που διακρίνεται από ενασχόληση με τις σκοτεινές πτυχές της ανθρώπινης ψυχής. Σύντομα πέθανε τόσο ο πατέρας του, όσο και ο αδερφός του. “Η αρρώστεια, η τρέλα κι ο θάνατος” έλεγε “ήταν οι μαύροι άγγελοι που με φύλαγαν στην κούνια και με συνόδευαν σε όλη μου τη ζωή”.
Το 1885 ταξίδεψε στο Παρίσι, όπου επηρεάστηκε ιδιαίτερα από τον ιμπρεσιονισμό του Κλωντ Μονέ και του Εντουάρ Μανέ και τους μεταϊμπρεσιονιστές Βίνσεντ βαν Γκονγκ, Τουλούζ Λωτρέκ, Πωλ Σεζάν και Πωλ Γκογκέν.
Από μικρός έδειξε κλίση στη ζωγραφική, χωρίς να λάβει ιδιαίτερη εκπαίδευση σε αυτή. Επηρεάστηκε όμως από τη μποέμ σκηνή της πόλη τους, που προπαγάνδιζε τον ελεύθερο έρωτα και τον αντικονφορμισμό προς την αστική ηθική. Ο ζωγράφος Κρίστιαν Κρογκ λειτούργησε ως μέντορας του Μουνκ, ενθαρρύνοντάς τον στα πρώτα του βήματα.
. Επιπλέον, μέσω του Δανού φίλου του ποιητή Εμάνουελ Γκόλντσταιν ήρθε σε επαφή με τη γαλλική συμβολιστική ποίηση, που του εμφύσησε μια νέα ιδέα για την τέχνη και μια πανθεϊστική αντίληψη περί σεξουαλικότητας. Γύρω στο 1892 αποκρυσταλλώνεται το προσωπικό του ύφους. Τα περιγράμματά του εμφανίζονται επηρεασμένα έντονα από την Αρ νουβώ, αλλά σε αντίθεση με αυτό το στιλ δεν έχουν διακοσμητικό χαρακτήρα, αλλά στοχεύουν στην ανάδειξη των ψυχικών βασάνων των εικονιζόμενων. Οι πίνακές του προκάλεσαν σκάνδαλο, χάρη στις αντισυμβατικές τους εικόνες, τη βιαιότητα των συναισθημάτων, τη σκοτεινή και τολμηρή απεικόνιση της σεξουαλικότητας, η οποία σχεδόν πάντα διαπλέκεται με απειλητικούς ή πεισιθάνατους συνειρμούς.
Πολλοί κριτικοί επέκριναν επίσης την τεχνική του, θεωρώντας την «ημιτελή». Οι επικρίσεις στην πραγματικότητα ενίσχυσαν τη φήμη του ζωγράφου, που από το 1892 ως το 1908 ζούσε στο Βερολίνο και στο Παρίσι.
Γνωστοί πίνακες αυτής της περιόδου είναι «Το φιλί», όπου οι μορφές των δύο εραστών χάνουν τα περιγράμματά τους και εμφανίζονται σαν να έχουν λιώσει ο ένας μέσα στον άλλον σε έναν θερμό εναγκαλισμό, σε μια προσπάθεια να αποτυπωθεί το αίσθημα προσωρινής απώλειας της ατομικότητας κατά την ερωτική ένωση.
Έντονη εικόνα είναι η «Μαντόνα» όπου έκσταση και επιθανάτια αγωνία υπονοούνται εξίσου στην έκφραση της γυμνής μορφής με την πλούσια κόμη. Η στάση του Μουνκ απέναντι στις γυναίκες ήταν έντονα αμφίθυμη, αφού ελκύεται από αυτές και παράλληλα τις αντιμετωπίζει ως απειλή του εγώ του και της καλλιτεχνικής του δημιουργικότητας. Σε αυτό τον επηρέασε και η θυελλώδης σχέση του με την Τούλα Λάρσεν, την οποία παντρεύτηκε κατόπιν δικής της επιμονής και με την οποία χώρισαν δυο χρόνια μετά με αποκορύφωμα έναν καβγά όπου ο ίδιος βρέθηκε τραυματισμένος από περίστροφο. Η μορφή της Λάρσεν κυριολεκτικά θα σημαδέψει τον Μουνκ, καθώς τα χαρακτηριστικά της επανέρχονται στις περισσότερες γυναικείες μορφές που θα ζωγραφίσει έκτοτε.
Το διαστημότερο έργο του είναι φυσικά η «Κραυγή», έργο του 1893, που δείχνει ένα πανικόβλητο απισχνωμένο πλάσμα, του οποίου τα περιγράμματα χάνονται σε έναν κόκκινο ουρανό. Το έργο υπαρξιακής αγωνίας θεωρείται πως αντανακλά διδάγματα από το θέατρο του Ερρίκου Ίψεν και του Αυγούστου Στρίντμπεργκ, των οποίων τα πορτραίτα ζωγράφισε ο ίδιος ο Μουνκ.
Η πιο παραγωγική του φάση, που περιλαμβάνει επίσης λιθογραφίες, σκίτσα και άλλα εικαστικά έργα ξεκινά το 1894. Ο ίδιος πειραματίστηκε με διάφορες τεχνικές, επηρεασμένος μεταξύ άλλων και από την ιαπωνική παράδοση. Μετά τον νευρικό κλονισμό του την περίοδο 1908 – 1909, η τέχνη του γίνεται πιο φωτεινή κι εξωστρεφής, χάνοντας όμως την προηγούμενη έντασή της. Εξαίρεση αποτελεί η αυτοπροσωπογραφία «Νυχτερινός Διαβάτης» (1930), που παραπέμπει στο σκοτεινό τόνο των έργων της νιότης του. Οι ναζί θεώρησαν τη ζωγραφική του δείγμα «εκφυλισμένης τέχνης» συμπεριλαμβάνοντάς τη στη διαβόητη σχετική έκθεση το 1937. Μετά το θάνατό του το 1944, ο Μουνκ άφησε όλη του την περιουσία και τα έργα του στην πόλη του Όσλο, που ανήγειρε το 1963 το μουσείο Μουνκ, ενώ πολλοί πίνακές του εκτίθενται στην Εθνική Πινακοθήκη του Όσλο.
Η επιρροή του Μουνκ ήταν ιδιαίτερα έντονη, κυρίως στην ανάπτυξη του γερμανικού εξπρεσιονισμού. Η συνεχιζόμενη δημοφιλία του καλλιτέχνη οφείλεται αναμφίβολα στην ταύτιση με το αίσθημα αβεβαιότητας και κενού που αισθάνονται οι άνθρωποι στον απρόβλεπτα μεταβαλλόμενο κόσμο του όψιμου καπιταλισμού.