Το κρυφό φως του Γιάννη Μόραλη

Ένας άνθρωπος ιδιαίτερα χαμηλών τόνων, με ελάχιστες συνεντεύξεις στο ενεργητικό του, προτιμώντας να εκφράζεται μέσα από το πλούσιο εικαστικό του έργο.

Αν περνούσε από το χέρι του, δε θα είχε πουλήσει κανέναν από τους πίνακές του, τέτοιος ήταν ο δεσμός που αισθανόταν μαζί τους. Λέγεται μάλιστα πως ο Γιάννης Μόραλης σε κάποιες περιπτώσεις αναζητούσε συλλέκτες των πινάκων του και ρωτούσε αν χρειαζόταν βερνίκωμα. Δεν είναι τυχαίο πως χρειάστηκε να φτάσει σε ηλικία 42 ετών για να φτιάξει την πρώτη του έκθεση. Εξάλλου ήταν ένας άνθρωπος ιδιαίτερα χαμηλών τόνων, με ελάχιστες συνεντεύξεις στο ενεργητικό του, προτιμώντας να εκφράζεται μέσα από το πλούσιο εικαστικό του έργο.

Γεννημένος στις 23 Απρίλη 1916 στην Άρτα, μεγάλωσε μετά τα 11 του χρόνια στην Αθήνα. Η αγάπη του για τη ζωγραφική γεννήθηκε σε νεαρή ηλικία, όταν μύρισε για πρώτη φορά τη λαδομπογιά μιας θείας του που ζωγράφιζε. Ο πατέρας του ενθάρρυνε την καλλιτεχνική φλέβα του έφηβου Γιάννη, επιτρέποντάς του να παρακολουθεί κυριακάτικα μαθήματα στη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου έγινε δεκτός με εξετάσεις σε ηλικία μόλις 15 ετών, χωρίς να τελειώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Αρχικά έχει ως δάσκαλό του το διάσημο ζωγράφο Κωνσταντίνο Παρθένη, τον οποίο όμως δεν μπόρεσε να ανεχτεί για πολύ λόγω καταπιεστικού χαρακτήρα.

Στη συνέχεια μαθητεύει κοντά στον Ουμβέρτο Αργυρό, ο οποίος ήταν ακριβώς το αντίθετο, αφήνοντας το νεαρό ζωγράφο απόλυτα ελεύθερο. Όντας ακόμα έφηβος, γράφεται για εκείνον η πρώτη θετική κριτική στο περιοδικό «Νέα Εστία», μολονότι το όνομά του αναφέρθηκε λανθασμένα ως «Βόραλης».

Προσωπογραφία Ιωάννας Λούρου, 1940

Οι σπουδές του στην ΑΣΚΤ τον έφεραν σε επαφή με σπουδαίους ομοτέχνους του, με τους οποίους συνδέθηκε και προσωπικό επίπεδο, ιδιαίτερα με το Γιάννη Τσαρούχη και τον Νίκο Νικολάου. Με το δεύτερο μάλιστα μοιράστηκαν κατόπιν συμφωνίας τα χρήματα μιας υποτροφίας της Ακαδημίας Αθηνών για σπουδές στην Ιταλία.

Η γνωριμία του με το Χρήστο Καπράλο θα γίνει στο Παρίσι, όπου ο Μόραλης εγκαθίσταται το 1937. Έρχεται σε επαφή με το έργο του Πικάσο (βλέποντας από κοντά και την Γκουέρνικα, στο περίπτερο της Δημοκρατικής Κυβέρνησης της Ισπανίας), το Μπρακ, τον Ματίς, αλλά και τη ζωγραφική του Ελ Γκρέκο. Το ξέσπασμα του Β’ Παγκόσμιου πόλεμου όμως τον αναγκάζει να επιστρέψει στην Ελλάδα.

Φανή 1949

Συμμετέχει στην τελευταία πανελλήνια  έκθεση πριν έρθει ο πόλεμος στην Ελλάδα στο Ζάππειο, όπου αποσπά και χάλκινο μετάλλιο. Στη συνέχεια υπηρετεί στο μέτωπο ενώ το 1941 παντρεύεται τη Μαρία Ρουσέν, και στην κατοχή βιοπορίζεται ζωγραφίζοντας πορτραίτα, τα οποία μετέπειτα αναγνωρίστηκαν για τη μεγάλη καλλιτεχνική τους αξία.

 

Χωρίζει και παντρεύεται τη γλύπτρια Αγλαΐα Λυμπεράκη από το 1947 ως το 1955, με την οποία απέκτησε ένα γιο. Αργότερα θα παντρευτεί και για Τρίτη φορά την Ιωάννη Βασάλου. Γίνεται ένας από τους νεαρότερους καθηγητές στην ΑΣΚΤ, σε ηλικία 31 ετών, εφαρμόζοντας ένα φιλικό στιλ διδασκαλίας, προσπαθώντας να αφήνει το ταλέντο των μαθητών του να αναδειχθεί.

Η δεκαετία του 1950 θα σημάνει την καλλιτεχνική του καθιέρωση, ενώ παράλληλα ξεκινά η συνεργασία του με τον εκδοτικό οίκο «Ίκαρος», κοσμώντας μεταξύ άλλων ποιητικές συλλογές του Σεφέρη και του Ελύτη, ανάμεσά τους και του εμβληματικού «Άξιον Εστί».

Ερωτικό 1977

Η αγάπη του και για άλλες μορφές τέχνης φαίνονται και με τη σκηνογραφική του συμμετοχή στο Θέατρο Τέχνης και το Εθνικό, αλλά και τη φιλοτέχνηση δίσκων του Μάνου Χατζηδάκι.

Το έργο του χαρακτηρίζεται από έντονη γεωμετρική αντίληψη, ενώ παρατηρείται μετά τον πόλεμο μια εξέλιξη από νατουραλιστικές απεικονίσεις σε πιο αφαιρετικές μορφές, με τη γυναίκα να αποτελεί τον πιο σταθερό θεματολογικό του άξονα.

Πρόσοψη Χίλτον Αθηνών 1959-1961

Χαρακτηριστικό ιδίως των πρώιμων έργων του είναι οι σκούροι χρωματισμοί που χρησιμοποιεί και η απουσία φωτός που χαρακτηρίζει συνολικά το έργο του, δίνοντάς του έναν “εσωστρεφή” τόνο, κατά κυριολεκτική έννοια, δεδομένου ότι τα τοπία απουσιάζουν σχεδόν παντελώς από τους πίνακές του. Το φως που αναδύουν οι πίνακές του προέρχονται κυρίως από την εσωτερική τους δύναμη παρά στις τεχνικές του ίδιου του Μόραλη. Η απόλυτη εναρμόνιση περιγράμματος και χρώματος είναι ένα ακόμα από τα βασικά γνωρίσματα της τέχνης του, δίνοντας πάντα μια “πλούσια” υφή στους πίνακές του.

Δύσκολες Νύχτες

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: