Ντάντε Γκάμπριελ Ροσέτι – Ένας “ζωγραφικός” ποιητής
Αντισυμβατικός και εκκεντρικός, υπήρξε η κινητήριος δύναμης της «Αδελφότητας των Προραφαηλιτών», μιας από τις πιο αναγνωρίσιμες ομάδες ζωγράφων του 19ου αιώνα, που είχαν ως στόχο την ανανέωση της βρετανικής τέχνης, έξω από τα κυρίαρχα ακαδημαϊκά πρότυπα της εποχής τους.
Δεν είναι σπάνιο για καλλιτέχνη να έχει ταλέντο σε περισσότερο του ενός πεδία, πολύ σπάνια εμφανίζεται ωστόσο στην ισορροπημένη και ισότιμη μορφή που εκφράστηκε στο πρόσωπο του ζωγράφου και ποιητή Ντάντε Γκάμπριελ Ροσέτι, που συνήθιζε εξάλλου να αποκαλεί τον ευατό του “ποιητή που ζωγραφίζει”. Αντισυμβατικός και εκκεντρικός, υπήρξε η κινητήριος δύναμης της «Αδελφότητας των Προραφαηλιτών», μιας από τις πιο αναγνωρίσιμες ομάδες ζωγράφων του 19ου αιώνα, που είχαν ως στόχο την ανανέωση της βρετανικής τέχνης, έξω από τα κυρίαρχα ακαδημαϊκά πρότυπα της εποχής τους.
Η χαρισματικότητα ήταν κοινός τόπος στην οικογένεια Ροσέτι, καθώς και τα τρία αδέρφια του ήταν επίσης ταλαντούχα. Γεννήθηκε στο Λονδίνο στις 12 Μάη 1828, σε ένα εξόχως πνευματικό περιβάλλον, καθώς ο πατέρας τoυ, ο Ιταλός καθηγητής στο βασιλικό κολέγιο του Λονδίνο, Γκαμπριέλε Ροσέτι ήταν αυθεντία στα έργα του Δάντη, γεγονός στο οποίο οφείλεται και η επιλογή ονόματος του γιου του, ενώ η μητέρα του δασκάλα. Ο νεαρός Ροσέτι έλαβε επιμελημένη μόρφωση, καθώς και μαθήματα ζωγραφικής.
Ήταν επίσης φανατικός αναγνώστης του Σαίξπηρ, του Γκαίτε, του Λόρδου Μπάιρον, του Έντγκαρ Άλαν Πόε και του Ουόλτερ Σκοτ. Ως τα 20 του χρόνια είχε ήδη μεταφράσει μια σειρά ιταλικών ποιημάτων και γράψει κάποια ποιήματα, μπαινοβγαίνοντας παράλληλα σε εργαστήρια ζωγράφων, ιδίως του Φορντ Μάντοξ Μπράουν, από τον οποίο πήρε το θαυμασμό για του Γερμανούς «Προραφαηλίτες», μια ομάδα ζωγράφων που επεδίωκε την αναβίωση της προαναγεννησιακής «καθαρότητας» στο στιλ και το σκοπό της τέχνης. Το 1848, χάρη κυρίως στις προσπάθειες του Ροσέτι, δημιουργήθηκε η αγγλική «Προραφαηλιτική αδελφότητα», με επτά μέλη. Στόχος ήταν η «πιστότητα στη φύση», μέσω της λεπτομερειακής απόδοσης των μορφών και τη ζωγραφική απευθείας στο ύπαιθρο. Παράλληλα, στόχος της αδελφότητας ήταν η σύνδεση ποίησης και ζωγραφικής και η αναβίωση ενός εξιδανικευμένου μεσαιωνικού παρελθόντος, στοιχείο που εντάσσει τους προραφαηλίτες στο ρομαντικό ρεύμα που κυριαρχούσε εκείνη την εποχή. Η μεσαιωνολατρεία του ρομαντισμού συνδέεται με μια αντίδραση στη βιομηχανική επανάσταση και την εδραίωση του καπιταλισμού στη γηραιά ήπειρο, αντίδραση που συχνά εκφραζόταν και με αντιδραστικό πολιτικό πρόσημο, αν και ο ρομαντικοί υπήρξαν τόσο συντηρητικοί, όσο και ριζοσπάστες καλλιτέχνες και λογοτέχνες.
Οι δυο πρώτες του ελαιογραφίες «Τα παιδικά χρόνια της Παναγίας» (1849) και το Ecce Ancilla Domini (1850) ήταν απλές στιλιστικά, αλλά με πλούσιο συμβολισμό. Ο δεύτερος πίνακας ήρθε αντιμέτωπος με πολύ σκληρή κριτική, γεγονός που οδήγησε το Ροσέτι να μην ξαναεκθέσει δημόσια τα έργα του, ενώ στράφηκε από τις ελαιογραφίες στις ακουαρέλες και από τα θρησκευτικά θέματα σε λογοτεχνικές σκηνές, ιδίως από έργα του Σαίξπηρ και του Δάντη. Μετά το 1856 επηρεάζεται ιδιαίτερα από την αρθουριανή παράδοση, εντάσσοντας πολλά μεσαιωνικά θέματα στους πίνακές του.
Την ίδια δεκαετία γνωρίζει και την Ελίζαμπεθ Σιντάλ, αρχικά ως μοντέλο της αδελφότητας και στη συνέχεια ως σύζυγός του από το 1860. Τα πολλά πορτραίτα της μαρτυρούν την αδυναμία που της είχε. Η αδελφότητα στο μεταξύ είχε διαλυθεί λόγω διαφορετικών επιδιώξεων και προσωπικών διαφορών των μελών της, ωστόσο ο Ροσέτι προσήλκυσε γύρω του νέο κύκλο μαθητών από την Οξφόρδη. Μαζί τους επιδόθηκε στην εικονογράφηση βιβλίων, αλλά και στη δημιουργία ενός τριπτύχου σε αίθουσα της Οξφόρδης, έργο που απέτυχε λόγω τεχνικών αδυναμιών, αλλά έδωσε πολύτιμα μαθήματα στο Ροσέτι και τους μαθητές του.
Το 1862 έχασε τη διαρκώς άρρωστη σύζυγό του από υπερβολική δόση λάβδανου. Μαζί της έθαψε και το μοναδικό πλήρες χειρόγραφο με τα ποιήματά του. Το 1863 ζωγράφισε την Beata Beatrix ένα συμβολιστικό πίνακα, όπου ουσιαστικά παραλληλίζει την αγάπη του για τη σύζυγό του με εκείνη του Δάντη για την εξιδανικευμένη αγαπημένη του τη Βεατρίκη.
Ο Ροσέτι μετακομίζει από το Λονδίνο στο Τσέλσι και εγκαταλείπει τα λογοτεχνικά θέματα στους πίνακες προς όφελος αισθησιακών γυναικείων μορφών με πλούσια χρώματα και ρυθμικό σχέδιο. Συχνό μοντέλο των πινάκων εκείνης της περιόδου ήταν η ερωμένη του, Φάνι Κόρνφορθ. Ο ζωγράφος γνωρίζει πλέον και εμπορική καταξίωση, κατορθώνοντας να ανοίξει εργαστήριο, όπου οι βοηθοί του έφτιαχναν αντίγραφα των δημοφιλέστερων έργων του προς πώληση, ενώ παράλληλα ο ίδιος συνέλεγε αντίκες και γέμιζε τον κήπο του στο Τσέλσι με διάφορα ζώα και πουλιά.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1860 στρέφεται ξανά στην ποίηση και αποφασίζει να ανακτήσει το χειρόγραφο των προηγούμενων έργων του από τον τάφο της συζύγου του. Η εκταφή έγινε το 1869, ο Ροσέτι ωστόσο, ιδιαίτερα προληπτικός, βασανιζόταν από τύψεις.
Τελικά τα ποιήματα του χειρογράφου δημοσιεύτηκαν το 1870 και παρότι αρχικά έγιναν δεκτά θετικά, ενέπλεξαν τελικά το Ροσέτι σε μια οξύτατη αντιπαράθεση με τον κριτικό Ρόμπερτ Μπιουκάναν. Η ένταση αυτής της διένεξης, σε συνδυασμό με την υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ οδήγησαν τελικά σε κατάρρευση του Ροσέτι το 1872. Αν και συνήλθε και επέστρεψε στην ποίηση και τη ζωγραφική, πέρασε τα επόμενα χρόνια της ζωής του σχεδόν ανήμπορος και αποκλεισμένος από τον έξω κόσμο. Κύκνειο άσμα του ήταν οι «Μπαλάντες και Σονέτα» το 1881, που περιλαμβάνον το διάσημο σονέτο του «Το σπίτι της ζωής», όπου περιγράφει μια τραγική ιστορία έρωτα ενός ζευγαριού. Ο ποιητής και ζωγράφος έφυγε από τη ζωή μετά από ένα ταξίδι του στη βορειοδυτική Αγγλία, στις 9 Απρίλη 1882.