Ντιέγκο Ριβέρα – Η τέχνη, ο τροτσκισμός, κι “η επιστροφή του Ασώτου” στο ΚΚ Μεξικού
Πληθωρικός στη ζωή και στην τέχνη, ο Ριβέρα θα μπορούσε να είναι πρωταγωνιστής ενός συναρπαστικού μυθιστορήματος στο φόντο των περιπετειών του Μεξικού και του κόσμου στο πρώτο ήμισυ του 20ου αιώνα.
Φρίντα Κάλο, Λέων Τρότσκι, Μεξικανική Επανάσταση είναι οι συνειρμοί που έρχονται πρώτοι όταν θυμάται κανείς τον Ντιέγκο Ριβέρα, που συναγωνίζεται εκείνο της δυο φορές συζύγου του για τον τίτλο του διασημότερου Μεξικανού ζωγράφου τον αιώνα που μας πέρασε. Πληθωρικός στη ζωή και στην τέχνη, ο Ριβέρα θα μπορούσε να είναι πρωταγωνιστής ενός συναρπαστικού μυθιστορήματος στο φόντο των περιπετειών του Μεξικού και του κόσμου στο πρώτο ήμισυ του 20ου αιώνα.
Γεννήθηκε μαζί με τον δίδυμο αδερφό του Χοσέ Κάρλος Μαρία στις 8 Δεκέμβρη 1886 στο Γουναχάτο, αλλά ελάχιστα είναι γνωστά για την οικογένειά του, καθώς οι εξωτικές ιστορίες που διηγούνταν ο ίδιος για την καταγωγή του θεωρούνται αποκυήματα της φαντασίας του. Ο πατέρας του σίγουρα πάντως ήταν από τους εκδότες της φιλελεύθερης εφημερίδας «Ελ δεμοκράτα», αλλά τα άρθρα του προκάλεσαν την αντίδραση των συντηρητικών αναγνωστών. Μετά από μια αποτυχημένη μεταλλευτική επένδυση, πήρε την οικογένειά του κι εγκαταστάθηκε στην πρωτεύουσα ως δημόσιος υάλληλος.
Ο μικρός Ντιέγκο από μικρός έδειξε ταλέντο στη ζωγραφική κι από την Τρίτη δημοτικού άρχισε ως υπότροφος να παρακολουθεί απογευματινά μαθήματα στην Ακαδημία Σαν Κάρλος. Οι σπουδές εκεί ήταν επηρεασμένες από ευρωπαϊκά πρότυπα, κινούμενα σε ένα ακαδημαϊκό και θετικιστικό πνεύμα.
Ο Ριβέρα το 1905 εγκατέλειψε την Ακαδημία και την επόμενη χρονιά έγινε η πρώτη του έκθεση, κυρίως με τοπία και πορτραίτα, όπου πούλησε και τα πρώτα του έργα.
Ταξίδεψε ως υπότροφος στην Ισπανία και στο Πράδο αντέγραψε σπουδαία έργα του Ελ Γκρέκο, του Βελάσκεθ και του Φρανθίσκο Γκόγια. Στην ισπανική πρωτεύουσα γνωρίστηκε επίσης με την λογοτεχνική πρωτοπορία της πόλης, μέσω του ντανταϊστή συγγραφέα και κριτικού Ραμόν Γκόμες ντε λα Σέρνα. Συνέχισε τα ταξίδια του στη Γαλλία, το Βέλγιο και το Λονδίνο, γυρίζοντας το 1910 στο Μεξικό, όταν έληξε η υποτροφία του.
Στη διάρκεια της έκθεσης της Ακαδημίας Σαν Κάρλος για τα 100 χρόνια της Μεξικανικής Ανεξαρτησίας ξέσπασε η Μεξικανική Επανάστασης. Ο ίδιος υποστηρίζει πως πολέμησε στο πλευρό του Ζαπάτα, κάτι που δεν στοιχειοθετείται. Η αγορά 7 έργων του από τη μεξικανική κυβέρνηση του επέτρεψε την επιστροφή στην Ευρώπη το 1911.
Συγκατοίκησε στο Παρίσι με την Ανγκελίνα Μπέλοφ, που είχε γνωρίσει στο πρώτο του ταξίδι, ενώ την άνοιξη του 1912 οι δυο τους πήγαν στην Ισπανία, όπου ο Ριβέρα πειραματίστηκε με τον πουαντιγισμό (όπου το χρώμα αποδίδεται με μικρές κουκίδες). Στη συνέχεια το ζευγάρι επέστρεψε στο Παρίσι, όπου επηρεάζεται από τον κυβισμό, σε μια δική του εκδοχή, με εντονότερα χρώματα από εκείνα του Πικάσο, του Μπρακ ή του Χουάν Γκρις με τον οποίο τον συνέδεε στενή φιλία.
Περνάει τα πρώτα χρόνια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ισπανία, εισάγοντας με άλλους καλλιτέχνες για πρώτη φορά τον κυβισμό στη χώρα, προκαλώντας έντονες συζητήσεις.
Γυρίζει στο Παρίσι και γνωρίζει ολοένα και μεγαλύτερη επιτυχία ως ζωγράφος, εκθέτονας μεταξύ άλλων και στη Νέα Υόρκη.
Το 1917 ήρθε κυριολεκτικά στα χέρια με τον κριτικό τέχνης Πιερ Ρεβερντί, αυθεντία του κυβισμού στη Γαλλία, που απέρριπτε κάθετα το έργο του Ριβέρα. Στη συνέχεια ήρθε σε ρήξη με τον Πικάσο, το Μπρακ, τον Γκρις και άλλους στνεούς του φίλους, ενώ την ίδια χρονιά έχασε από γρίπη τον πρώτο του γιο με τη Μπέλοφ. Μετακόμισε μαζί της στη Champ de Mars κι άρχισε να επηρεάζεται από το Σεζάν, το Ρενουάρ και το ρεύμα του φοβισμού. Γνωρίζεται με τον καλλιτεχνικό συγγραφέα Ελί Φωρ, που ώθησε το Ριβέρα προς τις τοιχογραφίες, οι οποίες έμελλε να γίνουν το σήμα κατατεθέν του.
Συναντήθηκε το 1919 με το σπουδαίο συμπατριώτη και ομότεχνό του Νταβίδα Αλφάρο Σικέιρος, με τον οποίο συζήτησαν για το ρόλο της μεξικανικής τέχνης στην κοινωνία. Την ίδα χρονιά γεννήθηκε η κόρη του, από τη Ρωσίδα ερωμένη του Βορόμπεφ – Στεμπέλσκα. Ταξίδεψε στην Ιταλία με νέα υποτροφία και μελέτησε τις νωπογραφίες του Τζότο και ιδίως του Μιχαήλ Αγγέλου.
Γύρισε στο Μεξικό το 1921 όπου ανέλαβε σειρά έργων από την μεξικανική κυβέρνηση, συγκεκριμένα τοιχογραφίες με μηνύματα υπέρ της Μεξικανικής Επανάστασης και της καθιέρωσης μιας ενιαίας εθνικής κουλτούρας, με έμφαση στην ισότητα των ιθαγενών. Στα πλαίσια αυτής του της αποστολής μελέτησε πολλοί τα μνημεία και τον πολιτισμό των προκολομβιανών πολιτισμών της χώρας.
Οι πολιτικές του ανησυχίες εκφράζονται και με τη συμμετοχή του, το 1922, στην ίδρυση του «Επαναστατικού Συνδικάτου Τεχνικών Εργατών, Ζωγράφων και Γλυπτών», όπου ήρθε σε επαφή με τις σοσιαλιστικές ιδέες, και στα τέλη της ίδιας χρονιάς έγινε μέλος του ΚΚ Μεξικού.
Λίγους μήνες πριν του είχε ανατεθεί η τοιχογράφηση του υπουργείου Παιδείας με μνημειακή σύνθεση, αλλά τα σχέδια συνάντησαν τη σθεναρή αντίδραση των συντηρητικών, εξαναγκάζοντας τον υπουργό παιδείας σε παραίτηση κι έτσι το σχέδιο πάγωσε, συνεχίστηκε όμως όταν ανέλαβε νέος υπουργός. Το 1927 ο Ριβέρα εγκατέλειψε μετά από συνεχείς απιστίες την οικογένεια που είχε δημιουργήσει στο Μεξικόκαι ταξίδεψε στην ΕΣΣΔ, ως μέλος της αντιπροσωπείας του ΚΚ Μεξικού για τα 10χρονα της Οχτωβριανής Επανάστασης. Έμεινε 9 μήνες στη Μόσχα, διδάσκοντας στην Ακαδημία Τέχνης. Η τοιχογραφία του για τη Λέσχη του Κόκκινου Στρατού δεν υλοποιήθηκε λόγω διαφωνιών. Εκείνη την εποχή αρχίζουν να διαμορφώνονται και οι αντιλήψεις που θα τον φέρουν κοντά στις ιδέες του Τρότσκι και θα οδηγήσουν στη διαγραφή του από το ΚΚ Μεξικού. Επιστρέφοντας το 1928 στην πατρίδα του, συνέχισε το έργο του για το υπουργείο Παιδείας και γνωρίστηκε με τη Φρίντα Κάλο, που του ζήτησε τη γνώμη του για τις πρώτες εικαστικές της απόπειρες. Η θετική του ανταπόκριση επισφράγισε την απόφασή της να ασχοληθεί με τη ζωγραφική και ένα χρόνο μετά οι δυο τους παντρεύτηκαν.
Το 1929 δέχτηκε πρόταση του Αμερικανού πρέσβη στο Μεξικό για τοιχογραφία στο Παλάσιο ντε Κορτές της Κουρεναβάκα, έργο για το οποίο έλαβε το μεγαλύτερο ως τότε ποσό στην καριέρα του. Στη συνέχεια δέχτηκε κι άλλες προτάσεις για τοιχογραφίες στις ΗΠΑ, κάτι που επέσυρε σφοδρή κριτική στον κομμουνιστικό τύπο.
Αρχικά δεν του δινόταν βίζα λόγω των πεποιθήσεών του, αλλά τελικά του επετράπη η είσοδος μετά από παρέμβαση του γνωστού συλλέκτη και ασφαλιστικού πράκτορα Άλμπερτ Μπέντερς. Στο Σαν Φραντίσκο ανέλαβε να ζωγραφίσει έναν από τους τείχους του χρηματιστηρίου της πόλης, κάτι που επέκρινε ο αντικομμουνιστικός τύπος της πόλης, αλλά και ντόπιοι καλλιτέχνες που ένιωθαν παραγκωνισμένοι από το έργο. Μετά από κάποια πηγαινέλα μεταξύ Νέας Υόρκης και Μεξικού πήγε στο Νιτρότι, όπου το ανατέθηκε οι τοιχογραφία στον κήπο του Μουσείου της πόλης, με χορηγία του Έντσλ Φορντ, μοναχογιού το μεγιστάνα της αυτοκινητοβιομηχανίας Χένρι Φορντ.
Στις δυο νωπογραφίες που σχεδίασε ο Ριβέρα διακρίνεται η βιομηχανία του Ντιτρόιτ, αλλά με τρόπου ξεσήκωσε τη μήνι δεξιών κύκλων στην πόλη, που θεωρούσαν το έργο άθεο, πορνογραφικό και κομμουνιστικό. Ο νεαρός μαικήνας Φορντ ωστόσο μεσολάβησε υπέρ του ζωγράφου, κατευνάζοντας τα πνεύματα. Πιστεύοντας πως τα όρια ελευθερίας που θα του επέτρεπαν οι Αμερικανοί καπιταλιστές ήταν απεριόριστα, έγινε ακόμα πιο τολμηρός στην τοιχογραφία του για το Κέντρο Ροκφέλερ, όπου πέρα από μια ξεκάθαρα αρνητική απεικόνιση του καπιταλισμού, ζωγράφισε τη μορφή του Λένιν, κι αυτό χωρίς να τον έχει βάλει στα προσχέδια που εγκρίθηκαν αρχικά. Αυτή τη φορά οι χρηματοδότες του δεν έδειξαν την ίδια ανοχή και ζήτησαν από το ζωγράφο να επιζωγραφίσει τον μεγάλο επαναστάτη. Όταν εκείνος αρνήθηκε, το έργο καλύφθηκε κι αργότερα καταστράφηκε, ενώ ο Ριβέρα έλαβε την αμοιβή του και απολύθηκε, γυρίζοντας απογοητευμένος στο Μεξικό.
Ολοκλήρωσε εκεί την τοιχογραφία του στο Παλάσιο Νασιονάλ, όπου εικονίζεται η ιστορία του Μεξικού πριν τους Ισπανούς καθώς και εκείνη μετά την κατάκτηση ως τις μέρες του. Στη συνέχεια για βιοποριστικούς λόγους ζωγράφιζε μικρούς κι όχι πάντα άρτιους πίνακες, τους οποίους πουλούσε κυρίως σε τουρίστες. Την ίδια εποχή ο γάμος του πέρασε κρίση, λόγω της σχέση του ζωγράφου με την αδερφή της Κάλο, Κριστίνα, οι κοινές πολιτικές τους αντιλήψεις όμως τους επανένωσαν. Οι Μεξικανοί κομμουνιστές τον έβλεπαν με μεγάλη εχθρότητα, θεωρώντας τους τροτσκιστές στηρίγματα της συντηρητικής μεξικανικής κυβέρνησης. Με τον Σικέιρος μάλιστα κόντεψαν να βγάλουν τα όπλα στη διάρκεια πολιτικής εκδήλωσης. Μέλος της Διεθνούς Τροτσκιστικής Κομμουνιστικής Ένωσης από το 1936, ο Ριβέρα μαζί με την Κάλο μεσολάβησαν στον πρόεδρο ντελ Ρίο για την χορήγηση ασύλου στον Τρότσκι, το οποίο παραχωρήθηκε με τον όρο εκείνο να μην προβεί σε πολιτική δραστηριότητα. Οι δυο τους υποδέχτηκαν τον Τρότσκι με τη σύζυγό του στο περίφημο «μπλε σπίτι» της Φρίντα Κάλο στο Κογιοακάν το 1937. Ένα χρόνο μετά φιλοξένησαν τον πατριάρχη του υπερρεαλισμού κι επίσης τροτσκιστή Αντρέ Μπρετόν, ο οποίος επηρέασε προσωρινά και την τέχνη του Ριβέρα.
O Ριβέρα ήρθε σε ρήξη με τον Τρότσκι το 1939 όχι τόσο λόγω της σύντομης σχέσης του τελευταίου με τη Φρίντα Κάλο το 1937, όσο για πολιτικούς λόγους. Τον ίδιο χρόνο χώρισε με τη ζωγράφο, την οποία όμως ξαναπαντρεύτηκε λίγο καιρό μετά, και το 1940 πήγε πάλι στις ΗΠΑ και ζωγράφισε δέκα τοιχογραφίες για τη Διεθνή Έκθεση του Σαν Φραντσίσκο.
Την περίοδο εκείνη γνωρίζει διεθνή αναγνώριση, ενώ παράλληλα γίνεται και καθηγητής της Ακαδημίας τέχνης Λα Εσμεράλδα. Μετά την ανάρρωσή του από πνευμονία το 1947, ο Ριβέρα ζωγράφισε μια ακόμα τοιχογραφία εμπνευσμένη από ιστορικές προσωπικότητες του Μεξικού στο ξενοδοχείο ντελ Πράδο στο πάρκο Αλμέδα.
Συνέχισε τις δημιουργικές του δραστηριότητες, κάποιες στο πλευρό του Σικέιρος, με τον οποίο είχαν συμφιλιωθεί, όπως την εικονογράφηση του Κάντο Χενεράλ του Πάμπλο Νερούδα.
Από το 1946 προσπαθούσε και πάλι να γίνει μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος, κάτι που η Κάλο πέτυχε το 1949. Μετά το θάνατό της τελευταίας το 1954, ο Ριβέρα δέχτηκε ο τάφος της να σκεπαστεί με την κόκκινη σημαία, κάτι που του εξασφάλισε την επανεισδοχή στο ΚΚ.
Στη συνέχεια ο Ριβέρα ζωγράφισε το έργο «Ένδοξη νίκη» προς τιμήν του πρόεδρου Άρμπεςν της Γουατεμάλας, τον οποίο το ζεύγος είχε επισκεφτεί πριν την πραξικοπηματική ανατροπή του με τη βοήθεια των ΗΠΑ. Το έργο αυτό εκτέθηκε σε μια σειρά σοσιαλιστικές χώρες, αλλά χάθηκε μετά από έκθεση στην Πολωνία. Λόγω καταβεβλημένης υγείας, τα τελευταία του χρόνια εγκατέλειψε τις τοιχογραφίες και ζωγράφιζε μόνο πίνακες. Το 1955 επισκέφτηκε την ΕΣΣΔ ως καρκινοπαθής και στη συνέχεια πέρασε από την Τσεχοσλοβακία, την Πολωνία και τη ΓΛΔ, όπου έγινε μέλος της Ακαδημίας Καλών Τεχνών. Έφυγε από τη ζωή στις 24 Νοέμβρη 1957 στο ατελιέ του στο Σαν Άνχελ από έμφραγμα. Τάφηκε στη Ροτόντα των διασήμων ανδρών στο Πάνθεον «Σιβίλ ντε Ντολόρες».