Οδυσσέας Ελύτης – Πάμπλο Πικάσο: Δύο συναντήσεις και ένα ποίημα

“Αλήθεια Πικασσό Παύλε υ π ά ρ χ ε ι ς
Και μαζί με σένα εμείς υπάρχουμε
Ολοένα χτίζουν μαύρες πέτρες γύρω μας ― αλλά συ γελάς
Μαύρα τείχη γύρω μας ― αλλά συ με μιας
Ανοίγεις πάνω τους μυριάδες πόρτες και παράθυρα…”

Οδυσσέας Ελύτης - Πάμπλο Πικάσο: Δύο συναντήσεις και ένα ποίημα

Στις 18 του Οκτώβρη 1979 ανακοινώνεται από τη Σουηδική Ακαδημία ότι το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας της ίδιας χρονιάς θα απονεμηθεί στον Έλληνα ποιητή Οδυσσέα Ελύτη, «για την ποίησή του, η οποία, με φόντο την ελληνική παράδοση, ζωντανεύει με αισθηματοποιημένη δύναμη και πνευματική καθαρότητα βλέμματος τον αγώνα του σύγχρονου ανθρώπου για ελευθερία και δημιουργικότητα». Ο Ελύτης σχεδόν δυο μήνες αργότερα, στις 10 του Δεκέμβρη 1979, παραλαμβάνει το βραβείο και το όνομά του ταξιδεύει ανά τον κόσμο.

Χρόνια πριν, στα τέλη της δεκαετίας του 1940, ο πολυτραγουδισμένος μας ποιητής είχε ταξιδέψει στη Γαλλία αναζητώντας ο ίδιος αέρα ελευθερίας και δημιουργικότητας. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του εκεί ταξίδεψε στα νότια της χώρας και στη μικρή παραθαλάσσια πόλη Vallauris όπου συνάντησε τον Πάμπλο Πικάσο.

Του ταξιδιού στη Γαλλία και της συνάντησής του με τον κομμουνιστή σπουδαίο Ισπανό ζωγράφο που το έργο του έχει επηρεαστεί από τους αρχαιοελληνικούς μύθους και τους συμβολισμούς τους, είχε προηγηθεί η γνωριμία του Ελύτη με τον Γάλλο κομμουνιστή ποιητή Πολ Ελυάρ, το 1946, όταν ο δεύτερος ήρθε στην Ελλάδα καλεσμένος από το ΕΑΜ για να υπερασπιστεί τους υπό διωγμό (μετά την υπογραφή της απαράδεκτης συμφωνίας της Βάρκιζας) αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης και συμμετείχε σε εκδηλώσεις στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Το 1948 ο Ελύτης θα ταξιδέψει στο Παρίσι με διπλωματικό διαβατήριο και θα μείνει εκεί μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1950 (το 1950 ετοιμάζει και το πρώτο σχεδίασμα του μεγαλειώδους έργου του «Άξιον Εστί»).

Η συνάντηση του Ελύτη με τον Πικάσο θα κρατήσει μέρες και θα γίνει αφορμή, ο νέος στην ηλικία και όχι ακόμα διάσημος Έλληνας ποιητής να γνωρίσει την ανθρώπινη πλευρά του παγκόσμιου Ισπανού. Ο Ελύτης, που θαυμάζει το μεγαλείο της τέχνης του Πικάσο, έχει την ευκαιρία να τον ζήσει στο εργαστήριο όπου δημιουργεί τα διάσημα έργα του αλλά και σε στιγμές της καθημερινότητάς του, μέσα από τις οποίες ο Πικάσο θα κερδίσει τον θαυμασμό του Ελύτη για τη δύναμη του χαρακτήρα του και την απλότητά του.

Οδυσσέας Ελύτης - Πάμπλο Πικάσο: Δύο συναντήσεις και ένα ποίημα

Vallauris, Γαλλία, 1949. Ο Πάμπλο Πικάσο

Τον Γενάρη του 1962 το περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» κυκλοφορεί με μεγάλο αφιέρωμα στον Πικάσο,  με την ευκαιρία του γιορτασμού της συμπλήρωσης των ογδόντα χρόνων του. Το αφιέρωμα μεταξύ άλλων περιλαμβάνει ένα κείμενο του Οδυσσέα Ελύτη για το έργο του Ισπανού ζωγράφου, γραμμένο το 1951 στη Γαλλία, στο οποίο αναφέρεται λακωνικά και στη συνάντησή τους, καθώς και το ποίημά του «Ωδή στον Picasso».

Ωδή στον Picasso

Α΄

Όπως όταν
βάζουν φωτιά σ’ ένα φυτίλι τρίχινο
Τρέχοντας ύστερα μακρυά οι άνθρωποι των λατομείων
Και κάνουνε σινιάλα σαν τρελλοί
Και μια ριπή του ανέμου άξαφνη σέρνει στις ρεμματιές τα ψάθινα
καπέλα τους ―
Όπως όταν
ένα βιολί ολομόναχο παραμιλάει μέσα στα σκοτεινά
Μελαγχολικά η καρδιά του ερωτευμένου ανοίγει την Ασία της ―
Οι παπαρούνες μες στη λάμψη της χειροβομβίδας
Και τα πέτρινα χέρια μες στις ερημιές που ασάλευτα και τρομερά δείχνουν κατά την ίδια θέση πάντα
Φωνάζουν:
Σημαίνουν:
Η ζωή δεν είναι ερημητήριο
Η ζωή δεν αντέχει στη σιωπή
Με θερμοπίδακες και με χιονοστιβάδες πάει ψηλά ή κυλιέται
χαμηλά και ψιθυρίζει λόγια αγάπης
Λόγια που ό,τι κι αν πουν δε λεν ποτέ τους ψέμματα
Λόγια που ξεκινούν πουλιά και φτάνουν «πυρ αιθόμενον»
Γιατί δεν έχει δυο στοιχεία ο κόσμος ― δε μοιράζεται
Παύλε Πικασσό ― κ’ η χαρά με τη λύπη στο μέτωπο του ανθρώπου μοιάζουν juego de luna y arena ― σμίγουν εκεί που ο ύπνος
Αφήνει να μιλούν τα σώματα ― εκεί που ζωγραφίζεις
Το Θάνατο ή τον Έρωτα
Ίδια γυμνούς και ανυπεράσπιστους κάτω απ’ τα τρομερά ρουθούνια του Βοριά
Γιατί έ τ σ ι μ ό ν ο υπάρχεις.

Αλήθεια Πικασσό Παύλε υ π ά ρ χ ε ι ς
Και μαζί με σένα εμείς υπάρχουμε
Ολοένα χτίζουν μαύρες πέτρες γύρω μας ― αλλά συ γελάς
Μαύρα τείχη γύρω μας ― αλλά συ με μιας
Ανοίγεις πάνω τους μυριάδες πόρτες και παράθυρα
Να ξεχυθεί στον ήλιο κείνη αχ η πυρόξανθη κραυγή
Που μ’ έρωτα παράφορο μεγαλύνει και διαλαλεί τ’ αέρια, τα υγρά,
και τα στερεά του κόσμου ετούτου
Έτσι που να μη μάχεται πια κανένα το άλλο
Έτσι που να μη μάχεται πια κανείς τον άλλον
Να μην υπάρχει εχτρός
Πλάι – πλάι να βαδίζουνε το αρνί με το λεοντάρι
Κ’ η ζωή ―αδερφέ μου― ωσάν τον Γουαδαλκιβίρ των άστρων
Να κατρακυλάει με καθαρό νερό και με χρυσάφι
Χιλιάδες λεύγες μες στα όνειρά της
Χιλιάδες λεύγες μες στα όνειρά μας…

Β΄

Έτσι μπαίνει το μαχαίρι στη σάρκα ― κ’ η άχνα του ζεστού ψωμιού έτσι ανεβαίνει. Αλλά
Το τρίξιμο της αψηλής οξιάς
Στα βουνά που ο Κεραυνός σεβάστηκε ― Αλλά και
Τα πλήθη στις πλατείες που τρικυμίζουν με μαντήλια κόκκινα
Πρωτομαγιά ―
Τα μεγάλα μαύρα μάτια σου ζεστοβολούν τον κόσμο
Μέσα τους λιάζεται η Μεσόγειος και τεντώνουν τον τραχύ λαιμό τους
οι αίγαγροι των βράχων
Αγερομπασιά ―
Τα πλατειά μαλλιαρά στήθη σου σα θειαφισμένο αμπέλι
Και το δεξί το χέρι σου έντομο μυθικό
Πάει κ’ έρχεται στ’ άσπρα χαρτιά, στο φως και στο σκοτάδι
Πάει κ’ έρχεται βουίζοντας
Και ξεσηκώνει χρώματα και σχήματα
Όχι μόνο απ’ αυτά που βάζουν οι νοικοκυρές το μέγα Σάββατο
στα ράφια τους
Θύμησες φεγγαριού των αρρεβωνιασμένων
Όλο πούλιες χρυσές και ρόμβους ρόδινους
Αλλά κι απ’ τ’ άλλα που μπορεί να δει κανείς όταν τον πιάνει
ένα βαθύ μεράκι
Μέσα στα καροτσάκια των παιδιών
Μέσα στις σούστες τις διπλές των ντελμπεντέρηδων
Μέσα στ’ αυγά της χελώνας
Μέσα στις όχεντρες που δέρνονται με τη νοτιά
Ή ακόμη μες στα δάση των Ηπείρων τ’ απέραντα
― Πέφτοντας η νύχτα ―
Όταν οι μαύροι σταυροπόδι γύρω απ’ τη φωτιά ψάλλουν όλοι μαζί
το «αλληλούϊα» με τις φυσαρμόνικες…

Τ’ είναι αυτό λοιπόν που δεν καίγεται ― τ’ είναι αυτό που αντέχει
Στα μεγάλα υψίπεδα του Έρωτα, στα χαμένα μνημεία των Αζτέκων
Στο λειψό φεγγάρι, στον γεμάτο ακανθοφόρο ήλιο ― τ’ είναι
αυτό που δε λέγεται
Όμως κάποτε σε στιγμές περίσσειας θεϊκής φανερώνεται
Πικασσό: με το θάμπος που ξεχύνει ο Γαλαξίας στο άπειρο
Πικασσό: με το πείσμα που γυρνάει κατά τον Βορρά η μαγνητική βελόνα
Πικασσό: καθώς καίει ο χάλυβας μες στα χυτήρια
Πικασσό: καθώς χάνεται στα βάθη ένα θωρηκτό ανοικτής θαλάσσης
Πικασσό: μες στο ασύμμετρο της υπερρεαλιστικής χλωρίδας
Πικασσό: μες στο ευσύνοπτο της χιλιομετρικής πανίδας
Πικασσό: Παλόμα
Πικασσό: Ιπποκένταυρε
Πικασσό: Guernica

Γ΄

Νικά η περήφανη καρδιά τα μαύρα σκότη ― και τον γόρδιο
κόβει δεσμό των πραγμάτων καθώς ξίφος η περήφανη καρδιά
Είναι σπουδαίο πράγμα ο άνθρωπος, μόνο να το σκέφτεσαι
Τα στάχυα  όταν οσφραίνονται τον ουρανό
Είναι η κοπέλα που κυττάει μέσα στα μάτια πάλι τον αγαπημένο της
Είναι η γλυκιά κοπέλα που λέει «σ’ αγαπώ»
Την ώρα που οι μεγάλες πολιτείες
Γυρίζοντας αργά πάνω στον άξονά τους
Δείχνουν τετράγωνα παράθυρα κακοφωτισμένα
Λείψανα παλιών ανθρώπων με τριγωνικά κεφάλια που στριφογυρίζουν
τόνα μάτι τους
Κλίμακες μες στις κλίμακες διαδρόμους μες στους διαδρόμους
ΚΙΝΔΥΝΟΣ
ΑΔΙΕΞΟΔΟΝ
ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ
Ο μισός αλογάνθρωπος ο απαγωγέας καλπάζει ― κ’ η γυναίκα
με τη γιγαντιαία πατούσα
Στον αέρα ― τεντώνει τα οριζόντια μπράτσα της
Έτη μετά Χριστόν πικρά
Παρά λίγη καρδιά θάταν ο κόσμος άλλος
Θάτανε άλλη του κόσμου η εκκλησιά
Όμως να ― ο καλός Σαμαρείτης κλαίει λησμονημένος και στα
πόδια του πάλι δένει ρίζα παμπάλαιη δρακοντιά

Την ώρα που εσύ θηρίο
Εσύ Παύλε Πικασσό
Πικασσό Παύλε που μες στ’ αμάραντα μάτια σου
Χώρεσες όσα δε μπόρεσε να χωρέσει ο Θεός μέσα σ’ εκατομμύρια
στρέμματα φυτεμένης γης
Δουλεύεις το πινέλο σου σα να τραγουδάς
Σα να χαϊδεύεις λύκους ή σα να καταπίνεις πυρκαγιές
Σα να πλαγιάζεις νύχτα – μέρα με μια γυναίκα νυμφομανή
Σα να πετάς πορτοκαλλόφλουδες στη μέση ενός γλεντιού
Ενώ εσύ θυελοχαϊδεμένε
Πικασσό Παύλε αρπάζεις τον Θάνατο από τους καρπούς των χεριών
Και τον παλεύεις ωσάν ωραίο κ’ ευγενικό Μινώταυρο
Που όσο χάνει εκείνος το αίμα του τόσον εσύ αντρειεύεσαι
Παίρνεις περνάς αφήνεις ξαναπιάνεις
Λουλούδια, ζώα, φιλιά, ευωδιές, κοπριές, κοτρώνια και διαμάντια
Για να τα εξισώσεις όλα μέσα στο άπειρο καθώς η ίδια η κίνηση της γης που μας έφερε και που θα μας πάρει
Και ζωγραφίζεις για σένα και για μένα
Και ζωγραφίζεις για όλους τους συντρόφους μου
Και ζωγραφίζεις για όλα τα χρόνια που πέρασαν που περνούν και
που θα περάσουν!

Golfe Juan 1948

Οδυσσέας Ελύτης - Πάμπλο Πικάσο: Δύο συναντήσεις και ένα ποίημα

Καλοκαίρι 1948. Ο Οδυσσέας Ελύτης στο Golfe Juan (Γκολφ Χουάν) της Γαλλίας

Από την ημερομηνία στο τέλος του ποιήματος και τον τόπο που γράφτηκε, εικάζουμε ότι αυτό συνέβη μάλλον κατά τη διάρκεια της πρώτης συνάντησής τους (ο Πικάσο έζησε στο Vallauris από το 1948 έως το 1955). Ακολουθεί ένα απόσπασμα από το κείμενο του Οδυσσέα Ελύτη στην «Επιθεώρηση Τέχνης», με τίτλο «Η σημασία της “αντιστοιχίας” στο έργο του Picasso»:

«(…) να μιλάς γι’ αυτά που αγαπάς, γι’ αυτά μονάχα, με τα ελάχιστα μέσα που διαθέτεις, αλλ’ από την ευθεία οδό, την οδό της Ποίησης. Ένστικτο ποιητικό, ένστικτο βαθύτατα δημιουργικό, αυτό που βάζει τους απλούς ανθρώπους, χωρικούς και ψαράδες, να στήνουν με ταπεινή χαρά τα σπιτικά και τα καράβια τους. Ιδού λοιπόν ότι και αυτός ο μεγάλος άνθρωπος του λαού στήνει τα έργα του και τα θέλει χ ρ ή σ ι μ α, όπως ακριβώς τα καράβια και όπως ακριβώς τα σπίτια. Γιατί ναι, μπορείς να τα κατοικήσεις αυτά τα έργα, μπορείς να ζεσταθείς στην ανθρώπινη θέρμη τους ή να ταξιδέψεις στην πλώρη τους που βυθίζεται με σιγουριά στο μέλλον.

Και μόνο να τ’ ατενίζεις, αισθάνεσαι σιγά-σιγά, να διαμορφώνεται κάπου αλλού ένας χώρος ιδανικός, ευλογημένος από το πνεύμα της γονιμότητας, όπου η Θεά Αίγα ορθή βασιλεύει ανάμεσα στα τραχειά βράχια, στα θάμνα και στις θάλασσες. Κόσμος υπέρτατης απλότητας, όπου τη νύχτα οι κουκουβάγιες στηλώνουν τα μάτια τους ορθάνοιχτα και όπου την ημέρα, οι με χίλιους τρόπους ιστορημένες μορφές σε ξαναοδηγούν, άθελά σου, από την πολλαπλότητα του κόσμου στη μια του και μόνη ουσία.

Είτε Vallauris λοιπόν τον ονομάσουμε αυτόν τον χώρο είτε «ανθρώπινη περηφάνεια», τον βλέπουμε να υπάρχει εκεί, δοσμένος μια για πάντα, σαν ένα είδος «επικράτειας της ψυχής» όπου η δουλοφροσύνη δεν έχει καμιά θέση, όπου το διπλό παιχνίδι αποβαίνει αδύνατο και η έχτρα κάτι το αδιανόητο. Είναι ο χώρος που όπως είπαμε στην αρχή, αντιστοιχεί στο σύνολο από τις κινήσεις που χαρακτηριστικά κινητοποιεί ο Πικασσό για ν’ ατενίσει κατά πρόσωπο την εποχή του. Αλλά είναι συνάμα ―και αυτό έχει σημασία― το ύστατο σημείο όπου το φως του ήλιου και το αίμα του ανθρώπου δεν αποτελούν παρά ένα και το ίδιο πράγμα.»

Οδυσσέας Ελύτης - Πάμπλο Πικάσο: Δύο συναντήσεις και ένα ποίημα

Αυτόγραφο του Πάμπλο Πικάσο και σκίτσο αφιερωμένο στον Οδυσσέα Ελύτη (Επιθεώρηση Τέχνης)

Τις αναμνήσεις του από τις συναντήσεις με τον Πάμπλο Πικάσο, ο Ελύτης θα τις αποτυπώσει αργότερα στο βιβλίο του  «Ανοιχτά χαρτιά» (εκδ. Ίκαρος). Ακολουθούν χαρακτηριστικά αποσπάσματα που μετέφερε στο διαδίκτυο η Αργυρώ Μποζώνη για τη Lifo:

«Το καλοκαίρι του ’51 που η τύχη το ‘φερε να ζήσω για δεύτερη φορά κοντά στον Picasso (στη Γαλλία). Ο Picasso με το παράδειγμά του, μ’ έβγαλε από πολλά συμπλέγματα, κυρίως από τη δυσκολία συναρμογής ανάμεσα στο Δυτικό και το Ανατολικό πνεύμα. Ο Picasso ήταν σχεδόν ένας αρχαίος Έλληνας κοντά μου. Μισόγυμνος, γεροδεμένος, μαυρισμένος από τον ήλιο, κατοικούσε, στο πείσμα των εκατομμυρίων του, σ’ ένα μικρό ταπεινό σπιτάκι του Vallauris, απ’ αυτά που θυμίζουν τα δικά μας τα νησιώτικα. Κυκλοφορούσε μ’ ένα βρακί, ζωγράφιζε, κατέβαινε στο Golf-Juan μπάνιο, έτρωγε τον περίδρομο, κι έπεφτε με τα τέσσερα, για να κάνει το αλογάκι στην Paloma, το μικρό του τότε κοριτσάκι. Την αίσθηση που οι Έλληνες είχανε απαρνηθεί – του ήλιου και του έρωτα στην πρώτη, στην αρχική τους σημασία -, την ασκούσε σαν παλιός μυθικός βασιλιάς που το μεγαλείο του δεν βρίσκεται στην ισχύ και στην εξουσία, αλλά στις απλές κι άνετες χειρονομίες του. […]

Οδυσσέας Ελύτης - Πάμπλο Πικάσο: Δύο συναντήσεις και ένα ποίημα

Ο Πάμπλο Πικάσο στην πόλη Vallauris της Γαλλίας, το 1949

»Σε μια μεγάλη ξύλινη παράγκα, λίγα μέτρα πιο κάτω, που τη χρησιμοποιούσε για εργαστήριο γλυπτικής, έβρισκες έναν άλλο θησαυρό βγαλμένον από τα ίδια μυθικά μεσογειακά βάθη, αρχέτυπα της κουκουβάγιας, σ’ όλα τα πιθανά μεγέθη και σχήματα, της κατσίκας, που κατάφερνε να ενσωματώσει μπουκάλες και τενεκέδες και τρύπια πανέρια, όλα τα τυχαία ευρήματα μιας έρημης ακρογιαλιάς, που ακόμη διατηρούσανε, θα ‘λεγες, επάνω τους τη φρέσκια κάψα του μεσημεριού και τη γεύση της άρμης, τέλος, άλλα μικρά ζώα και πετούμενα, ψαράκια, κοκόρια, περιστέρια. «Όταν είναι νύχτα να ονειρεύεσαι, αλλά όταν ξημερώνει ν’ ανοίγεις το παράθυρο διάπλατα», έλεγε. «Όλα τα πράγματα του κόσμου έχουν δικαίωμα στο φως». Και μια μέρα που του κλαιγόμουνα για την κατάσταση στην Ελλάδα με κοίταξε με τα μεγάλα μαύρα μάτια του αυστηρά: «Να τα βλέπεις κι από την άλλη τους όψη τα πράγματα», μου είπε. «Αν δεν ήτανε συντηρητικά τα καθεστώτα πώς θα μπορούσαμε του λόγου μας να ‘μαστε επαναστάτες;», και ξέσπασε σε δυνατά γέλια, για να μην καταλάβω αν μιλάει σοβαρά ή αστειεύεται…

»Μιαν άλλη φορά, ένα μεσημέρι, με πήρε απ’ το μπράτσο και κάναμε όλη τη διαδρομή της αμμουδιάς. «Κοιτάξτε, κοιτάξτε», μου έκανε κάθε τόσο κι έδειχνε με το δάχτυλο μπροστά τις καταμέλαψες ξανθές που κυκλοφορούσανε με πελώριους φελλούς στα πόδια και πελώριες ψάθες στο κεφάλι και σχεδόν τίποτε άλλο… «Έτσι είναι και σε σας στην Ελλάδα; Τις άτιμες… έχουν το διάολο μέσα τους…». Φαινότανε περισσότερο ένας μάγκας στα δεκαεφτά του χρόνια παρά ένας ένδοξος στα εβδομήντα του. Και μόνον η φυσική μου δειλία μ’ εμπόδιζε να του φωνάξω πόσο τον παραδέχομαι τέτοιον που είναι, τι τεράστιο μάθημα δίνει με το παράδειγμά του στους σοβαροφανείς (τους δικούς μας προπάντων), τι συνέπεια ανάμεσα στα καθημερινά του «χούγια» και στα «χούγια» της τέχνης του… Ήμουνα τρομερά κολακευμένος να παρακολουθώ στις πιο ιδιωτικές του στιγμές έναν άνθρωπο που πολλοί αγωνίζονταν μήνες, μόνο και μόνο για να του σφίξουν το χέρι…».

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: