Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς- Ο μαέστρος του μπαρόκ
Αρχικά επηρεάζεται έντονα από την κλασική αρχαιότητα, ενώ στη συνέχεια προτιμά μνημειακές συνθέσεις με φωτεινούς τόνους και χυμώδη γυναικεία σώματα, που αποτελούν και το σήμα κατατεθέν του ζωγράφου.
Ο Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς, ο γνωστότερος ίσως Φλαμανδός ζωγράφος, έγινε ο κατεξοχήν ζωγράφος του Μπαρόκ στην Κεντρική Ευρώπη, αφήνοντας το αποτύπωμά του με τις μνημειακές του συνθέσεις, τα πλούσια χρώματα και τις πληθωρικές, γυναικείες ιδιαίτερα, μορφές του. Γεννήθηκε σαν σήμερα στο Ζίγκεν το 1577 κι ήταν γιος αστικής οικογένειας, καθώς ο πατέρας του ήταν νομικός. Μεγάλωσε με τα έξι αδέρφια του αρχικά στη Βεστφαλία και μετά το θάνατό του στην Αμβέρσα, όπου επισκέφτηκε κλασικό σχολείο. Μετά την αποφοίτησή του υπηρέτησε για λίγο στην αυλή της βαρώνης Μαργκερίτ ντε Λίν, για να αφιερωθεί τελικά στη μεγάλη αγάπη του τη ζωγραφική. Δάσκαλοι και πρότυπά του υπήρξαν ο Όττο βαν Βέεν, ο Τομπίας Βέρχετ και ο Άνταμ βαν Νόορτ. Το 1600 εγκαταστάθηκε στην Ιταλία, όπου αφιερώθηκε στη ζωγραφική πορτραίτων, εξασφαλίζοντας τα προς το ζην. Σύντομα το ταλέντο του έγινε ευρέως γνωστό και του εξασφάλισε μια θέση στην αυλή του δούκα της Μάντοβας.
Το 1606 μετοίκησε στη Ρώμη για να μελετήσει τα αρχαία μνημεία και να ασχοληθεί με την αρχιτεκτονική. Αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Αμβέρσα το 1608 όταν αρρώστησε βαριά η μητέρα του. Οι προύχοντες της πόλης προσπάθησαν να τον δελεάσουν με μια σειρά προσφορών, όπως μείωση φορολογίας και ανάθεση ζωγραφικών έργων. Ο ζωγράφος πράγματι έμεινε στην πατρίδα του, εγκαινιάζοντας ένα από τα πιο παραγωγικά εργαστήρια της πόλης. Η ζήτηση για τα έργα του ήταν πολλοί μεγάλοι, με πολλά από αυτά να εκτελούνται από μαθητές του, παρότι τα πλούτη συσσωρεύονταν σε εκείνον. Το 1609 παντρεύτηκε την Ισαμπέλα Μπραντ και λίγα χρόνια αργότερα ξεκίνησε την πολιτική του σταδιοδρομία ως διπλωμάτης. Στα πλαίσια της αποστολής του αυτής γνωρίστηκε στην ισπανική αυλή με τον Ντιέγκο Βελάσκες, νεαρό τότε καλλιτέχνη, τον οποίο υποστήριξε οικονομικά αλλά και με ιδέες. Μετά τη χηρεία του παντρεύτηκε εκ νέου το 1626, με την κατά πολλά χρόνια μικρότερή του Ελέν Φουρμέντ.
Συνέχισε με αμείωτο ρυθμό το δημιουργικό του έργο που περιλάμβανε τοπία, θρησκευτικούς και μυθολογικούς πίνακες όπως και πορτραίτα. Αρχικά επηρεάζεται έντονα από την κλασική αρχαιότητα, ενώ στη συνέχεια προτιμά μνημειακές συνθέσεις με φωτεινούς τόνους και χυμώδη γυναικεία σώματα, που αποτελούν και το σήμα κατατεθέν του ζωγράφου. Σημαντική επίδραση πάνω του άσκησε και η ιταλική τέχνη, που διακρινόταν από το πάθος και τη δραματικότητα του μπαρόκ.
Έφυγε από τη ζωή στις 30 Μάη 1640 μέτα από καρδιακή προσβολή που σχετιζόταν με τη χρόνια ποδάγρα από την οποία έπασχε, αφήνοντας πίσω του μια παρακαταθήκη που θα αποσπούσε διαρκώς το θαυμασμό των φιλότεχνων στους αιώνες που θα ακολουθούσαν.