Σαλβαδόρ Νταλί: Από το σουρεαλισμό στον φρανκισμό
Από μικρός έδειξε δείγματα της καλλιτεχνικής του κλίσης αλλά και της ιδιόρρυθμης προσωπικότητάς του. Ο Νταλί μετέφερε τη μπρετονική θεωρία της αυτόματης γραφής στη ζωγραφική, καταπνίγοντας τον έλεγχο της συνείδησης πάνω στην καλλιτεχνική δημιουργία, αφήνοντας το ασυνείδητο να κατευθύνει το έργο του. Σε αντίθεση με την εικόνα του εκκεντρικού καιροσκόπου που προώθησε μια σημαντική μερίδα των μελετητών του Νταλί, η συνάφεια του καλλιτέχνη με το φρανκισμό ήταν κάτι παραπάνω από απλός τυχοδιωτισμός
O Σαλβαδόρ Νταλί, ένας από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες, αλλά και από τις πιο αμφιλεγόμενες προσωπικότητες του αιώνα που μας πέρασε, γεννήθηκε στις 11 Μαϊου 1904 στο Figueres, μια μικρή πόλη έξω από τη Βαρκελώνη, σε οικονομικά εύρωστη οικογένεια της μεσαίας τάξης. Ο Σαλβαδόρ έλαβε το όνομα του πρώτου γιου της οικογένειας, που είχε πεθάνει σε νεαρή ηλικία, και άκουγε συχνά πως ήταν μετενσάρκωση του νεκρού αδελφού του, κάτι που τον επηρέασε ψυχολογικά. Από μικρός έδειξε δείγματα της καλλιτεχνικής του κλίσης αλλά και της ιδιόρρυθμης προσωπικότητάς του, καθώς συνήθιζε να ξεσπάει υστερικά και χωρίς αφορμή σε μέλη της οικογένειας και φίλους του.
Οι γονείς του καλλιέργησαν το ταλέντο του γιου τους, αφού από 10 ετών ξεκίνησε να κάνει μαθήματα ζωγραφικής κι αργότερα γράφτηκε στη σχολή Καλών Τεχνών της Μαδρίτης, όπου επηρεάστηκε από τα ρεύματα του ιμπρεσιονισμού και του πουαντιγισμού. Ο θάνατος της μητέρας του από καρκίνο όταν ήταν 16 ετών ήταν για εκείνον “το μεγαλύτερο πλήγμα της ζωής μου”. Στα 19 του χρόνια, ο πατέρας του διοργάνωσε έκθεση έργων του γιου του στο πατρικό σπίτι. Το 1922 γράφτηκε στη σχολή ζωγραφικής, γλυπτικής και χαρακτικής του Σαν Φερνάντο στη Μαδρίτη, όπου ανέπτυξε παραπέρα το εκκεντρικό του στυλ και πειραματίστηκε με διάφορα καλλιτεχνικά είδη και τεχνοτροπίες. Εκείνα τα χρόνια γνωρίζει και συνδέεται φιλικά με τον σκηνοθέτη Λουίς Μπουνιουέλ και τον ποιητή Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα. Το 1925 πραγματοποίησε την πρώτη προσωπική του έκθεση στη Βαρκελώνη. Το 1926 αποβλήθηκε από τη σχολή κατά τη διάρκεια των τελικών εξετάσεων στην ιστορία της τέχνης, επειδή έκρινε την εξεταστική επιτροπή ανάξια να τον εξετάσεις.
Λίγους μήνες μετά την αποβολή, επισκέφθηκε το Παρίσι, όπου γνώρισε το συμπατριώτη του Πάμπλο Πικάσο και επηρεάστηκε από τον κυβισμό, ενώ την ίδια περίοδο ξεκινά η επαφή του με τη φροϋδική ψυχανάλυση και τη ζωγραφική του Τζόρτζιο ντε Κίρικο και του Χουαν Μιρό. Ο πρώτος πίνακας που θεωρείται πως φέρει το προσωπικό του στίγμα είναι το “Μηχανισμός και χέρι” (1927), γεμάτο συμβολισμούς κι ένα ονειρικό τοπίο που χαρακτήρισε το σύνολο πρακτικά του υπόλοιπου έργου του.
Το 1928 συνεργάστηκε με τον Μπουνιέλ στην ταινία “Ανδαλουσιανός σκύλος”, μια ταινία που προκάλεσε σκάνδαλο για την προκλητική της θεματολογία. Οι Σουρεαλιστές Πωλ Ελυάρ με την τότε σύζυγό του Γκαλά και το ζεύγος Μαγκρίτ επισκέφτηκαν τον Νταλί για να τον παροτρύνουν να ενταχθεί στο κίνημά τους. Πράγματι ο Νταλί μετακόμισε στο Παρίσι, όπου κι ο τότε ηγέτης των σουρρεαλιστών Αντρέ Μπρετόν τον υποδέχτηκε στον κύκλο του. Εκείνη την περίοδο ξεκινά και η σχέση του με τη ρωσικής καταγωγής Γκαλά, η οποία μετά το διαζύγιό της από τον Ελυάρ έγινε μούσα του Νταλί κι αργότερα σύζυγός του. Ο Νταλί μετέφερε τη μπρετονική θεωρία της αυτόματης γραφής στη ζωγραφική, καταπνίγοντας τον έλεγχο της συνείδησης πάνω στην καλλιτεχνική δημιουργία, αφήνοντας το ασυνείδητο να κατευθύνει το έργο του. Μάλιστα, στις αρχές της δεκαετίας του ’30 δημιουργεί την “Παρανοϊκή κριτική μέθοδο”, κατά την οποία αυθυποβαλλόταν σε μια κατάσταση ανορθολογισμού και παράνοιας, ζωγραφίζοντας μετά “φωτογραφίες ονείρου” των όσων είχε δει κατά το παραλήρημά του. Η μέθοδος αυτή τον συνόδευσε ως το τέλος της ζωής του, με διασημότερα δείγματα τα έργα “Η εμμονή της μνήμης” (1931) και “Μαλακή κατασκευή με βρασμένα φασόλια. Προμήνυμα εμφυλίου πολέμου” (1936).
Ενώ η καριέρα του απογειωνόταν, η σχέση του με την οικογένειά του χειροτέρευε, τόσο λόγω της σχέσης του με την κατά 10 χρόνια μεγαλύτερη του Γκαλά, όσο και για μια δήλωση που ο Νταλί έκανε σε εφημερίδα της Βαρκελώνης πως, “μερικές φορές φτύνω για πλάκα το πορτραίτο της μητέρας μου”. Έτσι το 1929 ο πατέρας του τον απέβαλε δια παντός από το σπίτι κι έκοψε κάθε επαφή μαζί του. Στο μεταξύ οι σχέσεις του με τους σουρρεαλιστές χειροτέρευαν. Ο πίνακάς του “Το αίνιγμα του Γουλιέλμου Τέλλου”, όπου ο τελευταίος απεικονίζεται με τα χαρακτηριστικά του Λένιν σε μια προκλητική στάση ,προκαλεί την οργή του τροτσκιστή Μπρετόν, όπως και οι θετική άποψη που εξέφρασε ο Νταλί για τον Αδόλφο Χίτλερ, άποψη που κράτησε σταθερή και τις επόμενες δεκαετίες. Το 1971 στη γαλλική τηλεόραση για παράδειγμα, δήλωση πως ο πόλεμος του “πολύ τίμιου” Χίτλερ έμοιαζε με έργο τέχνης. Η πολιτική του στάση σε συνδυασμό με τάσεις ηγεμονισμού του ζωγράφου εντός σουρρεαλιστικού κινήματος, που συνοψίστηκαν στη δήλωση του τελευταίου “Ο σουρρεαλισμός είμαι εγώ” οδήγησαν σε μια ιδιότυπη “δίκη” του Νταλί το 1934, που κατέληξε στην εκδίωξη του από τον κύκλο του Μπρετόν, που οριστικοποιήθηκε μετά από διάφορες ταλαντεύσεις το 1939. Ο Μπρετόν μάλιστα την ίδια χρονιά του αποδίδει το βιτριολικό χαρακτηρισμό “Avida Dollars” , που δεν ήταν παρά αναγραμματισμός του ονοματεπωνύμου του ζωγράφου, που σήμαινε περίπου “Άπληστος για δολλάρια”.
Μετά το ξέσπασμα του εμφυλίου, στον οποίο χάνει τη ζωή του ο φίλος του Λόρκα από τους οπαδούς του Φράνκο, ο Νταλί εγκαταλείπει τη Γαλλία, ενώ στον πίνακά του “Προμήνυμα εμφυλίου” δε φαινόταν να τάσσεται υπέρ κάποιας από τις αντιμαχόμενες πλευρές. Τα χρόνια του εμφυλίου ταξιδεύει στην Ευρώπη, περιλαμβανομένης της φασιστικής Ιταλίας, γνωρίζεται με το Φρόυντ στο Λονδίνο, ο οποίος είχε ενθουσιαστεί με το πορτραίτο που του είχε ζωγραφίσει ο Νταλί. Νωρίτερα είχε γνωριστεί με την Κοκό Σανέλ, στο σπίτι της οποίας στη γαλλική Ριβιέρα δημιούργησε αρκετά έργα. Εκείνα τα χρόνια γνωρίζεται και με έναν από τους σημαντικότερους μαικήνες του, τον Βρετανό ποιητή Σερ Έντουαρντ Τζέημς, ο οποίος πέρα από την οικονομική στήριξη, συνεργάστηκε μαζί του σε πίνακες όπως “Το τηλέφωνο-Αστακός” (1936).
Το 1940 εγκαθίσταται με την Γκαλά στις ΗΠΑ, την οποία είχε επισκεφτεί έχοντας γίνει ήδη διάσημος από τα μέσα της δεκαετίας του ’30, ενώ εκεί ανακαλύπτει ξανά τη χριστιανική του πίστη. Εκείνα τα χρόνια πέρα από τη ζωγραφική, ασχολήθηκε με το σχεδιασμό κοσμημάτων, ρούχων, επίπλων, θεατρικών σκηνικών, ακόμα και βιτρίνων για εμπορικά καταστήματα. Σε μια από τις διακοσμήσεις βιτρίνας μάλιστα, ο Νταλί εξοργισμένος από την απροειδοποίητη παρέμβαση στον αρχικό καλλιτεχνικό του σχεδιασμό, πέταξε μια μπανιέρα πάνω στο τζαμία. Η προσπάθεια του Νταλί να στεριώσει στο Χόλυγουντ είχε μέτρια επιτυχία, καθώς ναι μεν συνεργάστηκε με το Χίτσκοκ στην ταινία “Νύχτα Αγωνίας”, ωστόσο η συνεργασία του με τον Ουόλτ Ντίσνεϋ στην ταινία κινουμένων σχεδίων Destino ναυάγησε λόγω οικονομικών δυσκολιών και δεν ολοκληρώθηκε παρά δεκαετίες μετά τον θάνατο των συντελεστών, το 2003.
Το 1948 το ζεύγος Νταλί επέστρεψε στην Ισπανία, στο Port lligat, όπου για τα επόμενα χρόνια αφιερώθηκε σε θρησκευτική και υπερφυσική θεματολογία, ενώ ζωγράφισε στο διάστημα 1948 ως 1970 18 πίνακες μνημειακών διαστάσεων. Δε σταμάτησε τις προκλητικές δημόσιες εμφανίσεις, μια από τις πιο γνωστές εκ των οποίων ήταν κατά την υπογραφή αυτόγραφων του βιβλίου του “Ο κόσμος του Σαλβαντόρ Νταλί” στη Νέα Υόρκη, όπου εμφανίστηκε καλωδιωμένος με μηχάνημα που κατέγραφε την πίεση και την εγκεφαλική του δραστηριότητα. Τα χρόνια εκείνα σημαδεύονται κι από την ανοιχτή εκδήλωση του Νταλί υπέρ της φραγκικής δικτατορίας. Φθάνοντας στην Ισπανία δήλωσε: “Ήρθα να επισκεφθώ τους δύο caudillos (ηγέτες) της Ισπανίας: Ο πρώτος, ο Φρανθίσκο Φράνκο. Ο δεύτερος, ο Βελάσκεθ”. Σε αντίθεση με την εικόνα του εκκεντρικού καιροσκόπου που προώθησε μια σημαντική μερίδα των μελετητών του Νταλί, η συνάφεια του καλλιτέχνη με το φρανκισμό ήταν κάτι παραπάνω από απλός τυχοδιωτισμός, όπως αποδεικνύει η θέρμη των δημόσιων παρεμβάσεων του τα επόμενα χρόνια. Το 1951 προσκαλεί δημόσια τον Πικάσο να γυρίσει στην πατρίδα του, προσθέτοντας πως “Ο Πικάσο είναι κομμουνιστής, εγώ όχι πια”. Το 1956 γίνεται δεκτός από τον Φράνκο στο μέγαρό του, γεγονός που τον έκανε να δηλώσει πως “Στη ζωή μου, ένα από τα μεγάλα προτερήματά μου είναι πως είχε ένα στρατάρχη Φράνκο”, ενώ σε διάφορες περιστάσεις χαρακτήρισε το Φράνκο “έναν θαυμάσιο άνθρωπο” κι έναν “από τους μεγαλύτερους εν ζωή ήρωες της Ισπανίας”. Ακόμα και για τις εκτελέσεις πολιτικών κρατουμένων δήλωνε κυνικά πως: “Στην πραγματικότητα θα έπρεπε να γίνουν τριπλάσιες εκτελέσεις από αυτές που έλαβαν χώρα”. Το καθεστώς τον τίμησε απονέμοντας του την ανώτερη διάκριση του ισπανικού κράτους, το Μεγαλόσταυρο της Ισαβέλλας της Καθολικής, ως σημάδι “αναγνώρισης της δημόσιας κι επίσημης πατριωτικής στάσης του μεγάλου καλλιτέχνη”. Ο θαυμασμός του Νταλί για το Φράνκο εκφράστηκε και στον πίνακα της εγγονής του Φράνκο, Κάρμεν πάνω σε άλογο το 1974.
Σε προσωπικό επίπεδο, οι δυο τελευταίες δεκαετίες της ζωής του σημαδεύτηκαν από την επιδείνωση της σχέσης του με τη Γκαλά, η οποία προτιμούσε από τις αρχές του ’71 να περνάει τον περισσότερο καιρό μόνη της σε κάστρο που της είχε αγοράσει ο ζωγράφος. Ήταν επίσης υπεύθυνη, πάσχοντας πλέον από άνοια η ίδια, για σοβαρά προβλήματα υγείας που προκάλεσε στο Νταλί, χορηγώντας του μη συνταγογραφημένα φάρμακα. Μετά το θανατό της το 1982, ο καλλιτέχνης έπεσε σε κατάθλιψη κι ενδεχομένως αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει. Το σημαντικότερο επίτευγμά του πριν πεθάνει ήταν η δημιουργία του Θεάτρου-Μουσείου Νταλί στη γενέτειρά του, το Figueres. Η καρδιά τον το πρόδωσε σαν σήμερα το 1989, καθώς άκουγε τον αγαπημένο του δίσκο, Τριστάνος και Ιζόλδη. Βρίσκεται θαμμένος κάτω από το μουσείο που έχτισε.