Σωτηρία Μπέλλου: «Δεν θέλω βεντετίστικα καραγκιοζιλίκια. Για το εξώφυλλο θέλω πάντα Τάσσο…»
Απέναντι στις συνηθισμένες αντιπαλότητες και τη ματαιοδοξία που ευδοκιμούν στον καλλιτεχνικό χώρο, η Σωτηρία Μπέλλου πρότασσε τα δικά της πιστεύω και επιλογές, που συχνά συγκρούονταν με τα κοινώς καθιερωμένα…
Η μορφή της Σωτηρίας Μπέλλου ξεχωρίζει ανάμεσα στις κορυφαίες του ρεμπέτικου και του λαϊκού μας τραγουδιού. Το σπάνιο μέταλλο της φωνής της, οι μοναδικές και αξεπέραστες ερμηνείες της, η πορεία της ολόκληρη, αποτελούν σημεία αναφοράς του λαϊκού μας πολιτισμού και θα ζουν για πάντα στη μνήμη και στη συνείδηση του λαού.
Η Σωτηρία Μπέλλου γεννήθηκε στις 29 του Αυγούστου 1921 και έφυγε από τη ζωή στις 27 του ίδιου μήνα, το 1997. Πορεύτηκε αδάμαστη και ασυμβίβαστη το δύσκολο δρόμο που η ίδια χάραξε, εισπράττοντας την αγάπη του κόσμου αλλά και πληρώνοντας με περίσσεια πίκρα στα στερνά της το τίμημα της εγκατάλειψης από την συντριπτική πλειονότητα των ατόμων του σιναφιού της.
Ένας μεγάλος στιχουργός-ποιητής του τραγουδιού μας, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, κάποτε χαρακτήρισε «μαρμάρινο» τον τρόπο που τραγουδάει η Μπέλλου, παρομοιάζοντας την ίδια με το μάρμαρο που αντιστέκεται στη φθορά του χρόνου. Όπως δηλαδή συμβαίνει με την τέχνη που απευθύνεται στο λαό, που γίνεται κτήμα του, μπολιάζεται με τα χρόνια στο αίμα και με την ιστορία του, για να μεταλαμπαδεύεται αιώνια από γενιά σε γενιά.
Αυτή την τέχνη υπηρέτησε και ο σπουδαίος χαράκτης Τάσσος Αλεβίζος, πιο γνωστός με το ψευδώνυμο «Α. Τάσσος», εκφράζοντας και αναδεικνύοντας με το κοπίδι και το μελάνι του τον πόνο, τις αγωνίες, τις ελπίδες και τους αγώνες του λαού μας. Ο ίδιος για το έργο του έλεγε: «Στα έργα μου υπάρχει η ανθρώπινη οδύνη, αλλά και η αποφασιστικότητα. Οι άνθρωποι που κινούνται στα έργα μου σηκώνουν το βάρος της σκλαβιάς και της τυραννίας. Αλλά είναι τόσο αλύγιστοι εκφραστικά, που δεν μπορούν παρά να μένουν όρθιοι ως το τέλος. Όρθιοι ακόμα κι όταν πέφτουν. Αυτό είναι το βαθύτερο μήνυμά μου».
Αυτό το δρόμο ακολούθησε και η Σωτηρία Μπέλλου. Έμεινε όρθια στον σκληρό, αδυσώπητο αγώνα της επιβίωσης, δε λύγισε στα βασανιστήρια των Γερμανοφασιστών της οδού Μέρλιν που τη σακάτεψαν, δεν υπέκυψε στις εμφυλιοπολεμικές διώξεις και την «περιποίηση» που υπέστη μετά τον εγκλεισμό της στις φυλακές Χατζηκώστα. Όρθια στα πάθη και τις πίκρες της, όσες φορές κι αν έπεσε και απροσκύνητη μέχρι το τέλος. Δεν θα μπορούσε παρά αυτά τα βιώματα να διαμορφώσουν και να καθορίσουν την προσωπικότητά της, καθώς και να «βγουν» στην μετέπειτα πορεία της στο τραγούδι. Στο πώς συναναστρεφόταν με τους συναδέλφους της και το κοινό, στον τρόπο που στεκόταν στο πάλκο, ακόμα και στα ρούχα που φορούσε, στην επιλογή των συνεργατών και των τραγουδιών και βέβαια στον μοναδικό τρόπο που ερμήνευε.
Είναι αξιοσημείωτο ότι η Μπέλλου αντιμετωπιζόταν ακόμα και από την εταιρεία που ηχογραφούσε τους δίσκους της, τη «Λύρα» του Αλέκου Πατσιφά, σαν κάτι πολύ σημαντικό και ιδιαίτερο. Κι αυτό έχει ιδιαίτερη αξία, όταν είναι γνωστό ότι ελάχιστοι λαϊκοί συνθέτες, στιχουργοί και τραγουδιστές, είχαν τη δύναμη να επηρεάσουν ή να επιβάλλουν καταστάσεις στις παντοδύναμες τότε δισκογραφικές εταιρείες που ανέβαζαν ή «έσβηναν» τραγουδιστές κατά τα οικονομικά και όχι μόνο συμφέροντά τους.
Τα εξώφυλλα των περισσότερων δίσκων της Μπέλλου δεν απεικόνιζαν τη μορφή της, όπως συνέβαινε και συνεχίζει να συμβαίνει με τους περισσότερους τραγουδιστές και τραγουδίστριες, αλλά έργα εικαστικών καλλιτεχνών, κυρίως του Α. Τάσσου. Από τον πρώτο της δίσκο 33 στροφών, το 1966 («Τα Ρεμπέτικα της Σωτηρίας Μπέλλου»), στη νεοσύστατη «Λύρα» του Αλέκου Πατσιφά και μέχρι το 1998, σε σύνολο 22 δίσκων της στην ίδια εταιρεία, τα εξώφυλλα των 13 κοσμούν χαρακτικά έργα του Τάσσου. Ζωγραφικά και άλλα εικαστικά έργα επενδύουν τα εξώφυλλα ακόμα 8 δίσκων της Μπέλλου και μόνο ένα εξώφυλλο φιλοξενεί φωτογραφία της, που κατά το θέλημά της υπήρχε στα οπισθόφυλλα.
Τα αθάνατα έργα τέχνης του κορυφαίου χαράκτη Τάσσου σμίγουν στους δίσκους της Σωτηρίας Μπέλλου με τα επίσης αθάνατα έργα τέχνης του Τσιτσάνη, του Παπαϊωάννου, του Δερβενιώτη, του Μητσάκη, του Μπακάλη, του Χιώτη, του Μπαγιαντέρα, του Ροβερτάκη, του Χατζηχρήστου, του Καπλάνη κ.ά., το αριστοτεχνικό παίξιμο των μπουζουξήδων Στέλιου Ζαφειρίου, Κώστα Παπαδόπουλου κ.ά. και βέβαια με την μεγάλη φωνή της.
Όμως αυτή η καλλιτεχνική συνύπαρξη δεν υπήρξε αδιατάρακτη. Όπως σημειώνει ο Σπύρος Καραχρήστος, γνωστός γραφίστας, συνεργάτης του Τάσσου και επιμελητής λευκωμάτων του χαράκτη και άλλων εκδόσεων τέχνης, το 1976 ο Πατσιφάς αποφασίζει ν’ αλλάξει το μέχρι τότε στιλ των εξωφύλλων της Μπέλλου και «για τον έβδομο προσωπικό της δίσκο [σημ. συντ.: «Η αρχόντισσα του ρεμπέτικου»] εξασφαλίζει μια θαυμάσια έγχρωμη φωτογραφία της, τραβηγμένη από τον Elliot Landy». Ο μεγάλος άντρας της «Λύρα» εισπράττει την κατηγορηματική άρνηση της Μπέλλου: «Δεν θέλω βεντετίστικα καραγκιοζιλίκια. Για το εξώφυλλο θέλω πάντα Τάσσο· η φωτογραφία μου να μπει στο οπισθόφυλλο», για να υποχωρήσει δυσαρεστημένος λέγοντας: «Πάει γέρασε η Σωτηρία…».
Η Μπέλλου ασφαλώς δεν είχε «γεράσει». Απέναντι στις συνηθισμένες αντιπαλότητες και τη ματαιοδοξία που ευδοκιμούν στον καλλιτεχνικό χώρο, η ίδια πρότασσε τα δικά της πιστεύω και επιλογές, που συχνά συγκρούονταν με τα κοινώς καθιερωμένα…
Το παραπάνω περιστατικό φέρει τη σφραγίδα της προσωπικότητας και του χαρακτήρα της Μπέλλου και του τρόπου που προσέγγιζε την τέχνη της. Η ίδια πρωτοπόρησε όταν υπήρξε από τις πρώτες τραγουδίστριες που κάθισαν στο λαϊκό πάλκο, λίγο μετά το 1945. Τότε που δίπλα στον Τσιτσάνη άρχισε να λάμπει το άστρο της ερμηνεύοντας ανεπανάληπτα και ηχογραφώντας σε πρώτη εκτέλεση σπουδαία τραγούδια όπως το «Κάνε λιγάκι υπομονή», το «Άνοιξε γιατί δεν αντέχω», το «Κάτω απ’ το σβηστό φανάρι», το «Είπα να σβήσω τα παλιά», το «Σαν απόκληρος γυρίζω» κ.ά., ξεκινώντας συνεργασία με μεγάλους δημιουργούς του λαϊκού τραγουδιού (όπως προαναφέραμε), για να ερμηνεύσει χρόνια αργότερα το ίδιο ανεπανάληπτα τραγούδια των Ξαρχάκου, Σαββόπουλου, Μούτση, Ανδριόπουλου, Λάγιου, Κουνάδη κ.ά.
Είναι μεγάλη η συμβολή της Σωτηρίας Μπέλλου στην καθιέρωση και στη διάσταση που έλαβαν το ρεμπέτικο στη συνέχειά του και κατόπιν το λαϊκό τραγούδι. Η φωνή της θα μένει ζωντανή στο χρόνο και τα τραγούδια της θα συμπορεύονται με κάθε γενιά, όσο δε θα στεγνώνει ο ιδρώτας στο πουκάμισο του εργάτη, όσο θα βρίσκουν χώρο ο καημός και ο ανθρώπινος πόνος, οι κοινωνικές ανισότητες θα γεννούν το παράπονο και τη διεκδίκηση, και η επαφή και η σύνδεση των ανθρώπων με τον λαϊκό πολιτισμό θα αποτελούν έκφραση και ανάγκη.
Σημείωση: Η κεντρική φωτογραφία της ανάρτησης και η μαρτυρία του Σπύρου Καραχρήστου προέρχονται από το ένθετο «7 Ημέρες» της «Καθημερινής» με τίτλο «Ο χαράκτης Α. Τάσσος» (1998) και τα βρήκαμε στο ιστολόγιο Ανεμούριον. Οι φωτογραφίες των εξωφύλλων των δίσκων της Σωτηρίας Μπέλλου με τα χαρακτικά του Α. Τάσσου, προέρχονται από την ιστοσελίδα discogs.com.