Βασίλης Βλασίδης – Τα έργα του ζωντανή μαρτυρία των θυσιών χιλιάδων αγωνιστών στα στρατόπεδα εξορίας
Η τέχνη του στάθηκε δίπλα στους αγώνες και τα οράματα των εργαζομένων και του λαού. «Ο κομμουνισμός είναι τρόπος ζωής», έλεγε. Ο Βασίλης Βλασίδης προτίμησε να μείνει πιστός στα ιδανικά του και να αφήσει την ίδια του τη στάση ζωής να δείξει το δρόμο σε όσους θέλουν πραγματικά ν’ αλλάξουν αυτόν τον κόσμο…
Ο ζωγράφος Βασίλης Βλασίδης ανήκει στη γενιά των εικαστικών, που με την τέχνη τους αποτύπωσαν τις πιο μεγάλες στιγμές του λαού μας και στρατεύτηκαν με το δίκιο της εργατικής τάξης. Η τέχνη του στάθηκε δίπλα στους αγώνες και τα οράματα των εργαζομένων και του λαού. Τα έργα του Β. Βλασίδη, αποτελούν ζωντανή μαρτυρία των θυσιών χιλιάδων κομμουνιστών και άλλων αγωνιστών, που πέρασαν από τα κολαστήρια της Μακρονήσου, της Ικαρίας, του Άη Στράτη. Συγκλονίζει το γεγονός ότι φιλοτεχνήθηκαν στις συνθήκες της εξορίας εν μέσω ανείπωτων δυσκολιών.
Ο Βασίλης Βλασίδης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη την 1η Γενάρη του 1907. Σε ηλικία 17 χρόνων έρχεται μόνος του στην Αθήνα. Κάνει διάφορες δουλειές, ενώ παράλληλα ως αυτοδίδακτος ζωγράφος στο διάστημα μέχρι και την Κατοχή ζωγραφίζει κυρίως σκίτσα και γελοιογραφίες.
Η Κατοχή τον βρίσκει να δουλεύει στην ΟΥΛΕΝ σαν σχεδιαστής. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, γίνεται ένα από τα στελέχη του ΕΑΜ. Μετά την απελευθέρωση παραμένει στην Αθήνα.
«…Οταν είδα για πρώτη φορά το πορτραίτο του εξόριστου Νίκου Πασχαλίδη που έφτιαξε το 1955 ο Βασίλης Βλασίδης στην εξορία, συνειδητοποίησα ακόμα μια φορά τη μαγική δύναμη που έχουν κάποια – λίγα – έργα τέχνης στην Ιστορία, να καθρεφτίζουν βαθιά την ψυχή των ανθρώπων και χωρίς λόγια να δίνουν όλο το μέγεθος του συναισθήματος, όλο το πάθος και τη δίνη μιας ολόκληρης εποχής. Στα μάτια του εξόριστου Νίκου Πασχαλίδη βλέπεις το θάνατο, τον απέραντο πατρικό πόνο για την εκτέλεση του γιου, βλέπεις το απόλυτο κενό μετά την εκτέλεση, την αξιοπρέπεια και την περηφάνεια, βλέπεις την Ελλάδα, την μαχόμενη εργατική τάξη μιας ολόκληρης εποχής. Και όλα αυτά, πώς θα μπορούσε να τα δώσει ένα πινέλο; Και μάλιστα ένα πινέλο στα χέρια ενός ζωγράφου “αυτοδίδακτου”;
Κι όμως μπόρεσε. Μπόρεσε με τη δύναμη που δίνει η ζωή η “γεμάτη” αρχές, η πίστη σε ιδανικά, η αυτοθυσία, η συντροφικότητα, η αγάπη για τον άνθρωπο της δουλειάς, ο αγώνας ενάντια στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, ο αγώνας για τη δικαιοσύνη και την ανθρωπιά, η επανάσταση…
Αυτά καθρεφτίζονται στη ζωγραφική του Βασίλη Βλασίδη σε όλα του τα έργα. Στα σεμνά τοπία που αποδίδουν με σεβασμό τους ιερούς τόπους που πέρασε και κατέγραψε, μα πάνω από όλα – κατά τη γνώμη μου – στα πορτραίτα. Στα πορτραίτα που μας αποκαλύπτουν, μέσα από ένα στιβαρό, σφιχτό, σχέδιο, τη γενιά των “αδούλωτων” της ταξικής πάλης, μπαίνοντας στο βάθος της ψυχής τους, όχι περιγραφικά. Μέσα από τα μάτια του ζωγράφου που “ελεύθερος” από “στυλ” και επιστημονικοφανείς προκαταλήψεις “γράφει” σεμνά και αποφασιστικά τη ζωή που έζησε, τη Ζωή…».
Εύα Μελά
Ζωγράφος, χαράκτρια, πρόεδρος του Εικαστικού Επιμελητηρίου Τεχνών Ελλάδας
Οργανώνεται στο ΚΚΕ, ενώ πρωτοστατεί στην οργάνωση του σωματείου εργαζομένων, του οποίου γίνεται πρόεδρος. Σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής παλεύει μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ στον τομέα Διαφώτισης της περιοχής της πρωτεύουσας.
Μετά την Απελευθέρωση γνωρίζει κι αυτός, όπως χιλιάδες σύντροφοι και συναγωνιστές του, τις διώξεις του αστικού κράτους. Συλλαμβάνεται παραμονή Χριστουγέννων του 1946 και αφού κρατείται για μερικούς μήνες στις Στρατιωτικές Φυλακές Αθηνών, το 1947 εκτοπίζεται στον Αγιο Κήρυκο Ικαρίας. Το 1948 τον στέλνουν στη Μακρόνησο και το καλοκαίρι του 1950 στον Αη Στράτη, όπου έμεινε μέχρι το 1956. Σε ένα επιστολάριο ο Ρίτσος γράφει: «Βασίλη μου να ‘σαι ευτυχισμένος, καλέ μου, η ζωή μάς το χρωστάει και της το χρωστάμε. Θυμάσαι που λέγαμε; “Το φως δε γέρασε ποτέ – εσύ που αγάπησες το φως πώς θα γεράσεις;” – Οχι ποτέ, όλα δικά μας – και κείνα που μας λείπουν – γιατί εμείς δεν λείπουμε από πουθενά. Πάλι σιωπή;».
«…Τα γρήγορα εκτελεσμένα έργα, σαν τη «βία» της σολωμικής ελευθερίας, του Βλασίδη, παραπέμπουν στο φόβο του κρατικού φρουρού που καραδοκεί να κουρελιάσει την ελπίδα, αφού, παντοκράτορας και εξουσιαστής αυτός, όλα τα ελέγχει και όλα τα κουρελιάζει ανεξέλεγκτα. Έτσι αυτά τα έργα θυμίζουν, κι έτσι πρέπει να θεωρηθούν, περισσότερο τα βιαστικά σημειωματάρια των ποιητών της γενιάς του, του Ρίτσου, του Αγγουλέ, του Λειβαδίτη και των άλλων ευθυτενών δημιουργών, παρά με τις προσεγμένες δημιουργίες των ομοτέχνων του που έγιναν στα άνετα εργαστήρια που τόσο λαχταρούσε σε όλη του τη ζωή ο Βασίλης…
Το έργο του μπορεί να «διαβαστεί» και ως ιστορική, ζωντανή μαρτυρία των αδούλωτων, «ελεύθερων» πολιορκημένων που αντέταξαν στην ατσάλινη βία τη χορό της ζωής και της δημιουργίας, έναν πρωτόγνωρο ανθρωπιστικό πολιτισμό, με στίχους και χρώματα και χορούς και θεατρικά έργα και τραγούδια…»
Γιάννης Παπαοικονόμου
Καθηγητής Πανεπιστημίου – Συγγραφέας
Σε αυτά τα 10 χρόνια εξορίας δημιουργεί το μεγαλύτερο και πιο σημαντικό κομμάτι του έργου του, εκεί αναδύεται το μεγάλο του ταλέντο στη ζωγραφική. Εκεί γνωρίζεται και με μεγάλους καλλιτέχνες όπως τους Γιάννη Ρίτσο, Μάνο Κατράκη και Μενέλαο Λουντέμη.
Οταν αποφυλακίζεται, αναγκάζεται να μπει στο χώρο της διαφήμισης φιλοτεχνώντας έντυπα, φυλλάδια αλλά και εξώφυλλα βιβλίων, αφού η ζωγραφική δεν μπορεί να του εξασφαλίσει τα προς το ζην. Παράλληλα, όμως, ζωγραφίζει πολλά πορτρέτα και άλλα έργα.
Το 1958 συμμετέχει στην πρώτη του και τελευταία ομαδική έκθεση ζωγραφικής με θέμα τον πόλεμο, που διοργάνωσε ο Λεωνίδας Χρηστάκης στην αίθουσα εκθέσεων «Κούρος». Μεταξύ των 48 ζωγράφων που συμμετείχαν ήταν και οι: Μίνως Αργυράκης, Εγγονόπουλος Νίκος, Μυταράς Δημήτρης, Τσαρούχης Γιάννης, Φασιανός Αλέκος κ.ά. Το 1982 στο Τορόντο του Καναδά παρουσιάζει την πρώτη ατομική του έκθεση με έργα που ζωγραφίζει εκεί.
Ο Βασίλης Βλασίδης έφυγε από τη ζωή στις 15 Φλεβάρη 1997 σε ηλικία ενενήντα χρόνων.
«…Ο Κομμουνισμός είναι τρόπος ζωής», έλεγε. Και μπορεί να μην είναι ο πρώτος που το είπε αυτό αλλά είναι από εκείνους που το εφάρμοσαν στη ζωή τους. Ήταν περήφανος άνθρωπος. Ίσως ο λιγότερο εγωιστής άνθρωπος που έχω συναντήσει στη ζωή μου.
…Ανιδιοτελής, ταπεινός και αξιοπρεπής. Ο Βασίλης Βλασίδης δεν κυνήγησε ούτε τη φήμη ούτε το χρήμα. Θα μπορούσε να είχε αρκετά και από τα δύο, έφτανε μόνο να συμφωνήσει με το «τίμημα». Ο Βλασίδης όμως δεν συμφώνησε. Ήταν περήφανος για το δρόμο που διάλεξε. Τίμιος με τον εαυτό του, τόσο που μπορούσε να κοιταχτεί στον καθρέφτη χωρίς να νοιώθει τύψεις για τίποτα.
Προτίμησε να μείνει πιστός στα ιδανικά του και να αφήσει την ίδια του τη στάση ζωής να δείξει το δρόμο σε όσους θέλουν πραγματικά ν’ αλλάξουν αυτόν τον κόσμο. Την ημέρα της κηδείας του οι περισσότεροι από αυτούς που ήρθαν ήταν ηλικίας μεταξύ 35 και 55 χρονών, άνδρες και γυναίκες. Τον είχαν αγαπήσει όλοι και τους είχε αγαπήσει όλους…»
Κώστας Λυγιαζής
Εκδότης του Λευκώματος «Βασίλης Βλασίδης – Ο ανυπότακτος του ονείρου»
(Πληροφορίες και αποσπάσματα από υλικά εκδηλώσεων παρουσίασης του λευκώματος «Ο ανυπότακτος του ονείρου» με έργα του Βασίλη Βλασίδη – Κεντρική εικόνα: “Οι πατούσες του εξόριστου Γιώργου Δουρούκη”, του Βασίλη Βλασίδη)