Βίνσεντ βαν Γκογκ-O βασανισμένος προφήτης της μοντέρνας ζωγραφικής
“Κάποιοι άνθρωποι έχουν μεγάλη φλόγα στην ψυχή τους, μα κανείς δεν έρχεται να ζεσταθεί σ’αυτήν”.
Ο Βίνσεντ Βίλεμ βαν Γκόγκ γεννιέται σαν σήμερα το 1853 στο Groot-Zundert της Ολλανδίας. Ο πατέρας του ήταν ιερέας και επηρέασε τις πεποιθήσεις του γιου του, που παρέμεινε βαθιά θρησκευόμενος σε όλη του τη ζωή. Ξεκίνησε σχετικά αργά να ζωγραφίζει, μόλις το 1880, έχοντας ήδη δοκιμάσει διάφορα επαγγέλματα, όπως πωλητής, δάσκαλος και βοηθός ιεροκήρυκα. Περιπλανήθηκε κάποια χρόνια σε πόλεις όπως η Χάγη και οι Βρυξέλλες, και το 1884 δημιούργησε το ατελιέ του στο πατρικό του σπίτι. Εκείνα τα χρόνια σημαδεύονται από οδυνηρά γεγονότα που επηρεάζουν τον εύθραυστο ψυχισμό του ζωγράφου. Αρχικά χωρίζει από μια γειτόνισσά του, τη Μαργκό Μπέργκεμαν, μετά από δική της απόπειρα αυτοκτονίας και λίγο αργότερα χάνει απροσδόκητα τον πατέρα του. Προσπαθώντας να συνέλθει, πήγε το 1885 στο Βέλγιο για να σπουδάσει ζωγραφική. Εκεί επηρεάζεται έντονα από Γάλλους καλλιτέχνες, όπως ο Σεζάν, ο Σινιάκ, ο Σερά και ο Γκωγκέν, τον οποίο γνωρίζει λίγο αργότερα κατά τις σπουδές του στο Παρίσι. Στη γαλλική πρωτεύουσα θα συναντηθεί και με τον Πάμπλο Πικάσο, ενώ διανύει μια εποχή έντονων καλλιτεχνικών πειραματισμών στη ζωγραφική του.
Όνειρο ζωής ήταν η δημιουργία μιας καλλιτεχνικής κοινότητας στη νότια Γαλλία, και συγκεκριμένα στην Αρλ, όπου ταξίδεψε από κοινού με τον Γκωγκέν. Εκείνη την περίοδο ζωγραφίζει τους περίφημους πίνακές του με τα ηλιοτρόπια. Ωστόσο την ίδια εποχή αρχίζει η ανεξέλεγκτη πλέον επιδείνωση της ψυχικής του υγείας, η οποία θα τον φέρει σε ρήξη με το Γκωγκέν. Μετά το διαβόητο επεισόδιο κατά το οποίο έκοψε ένα από τα αυτιά του,έχοντας κατά μία εκδοχή πρώτα απειλείσει το φίλο του με το ίδιο ξυράφι, μεταφέρεται στο νοσοκομείο και κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του ο Γκωγκέν θα αναχωρήσει για το Παρίσι, μην ξαναβλέποντας ποτέ το βαν Γκογκ έκτοτε. Παρότι και μετά το εξιτήριό του ο Ολλανδός ζωγράφος συνέχισε να έχει ολοένα και συχνότερα ψυχοπαθολογικά επεισόδια, τα τελευταία 10 χρόνια της ζωής του αποτέλεσαν και το αποκορύφωμα της παραγωγικότητάς του. Ποτέ του ωστόσο δεν κατόρθωσε να τιθασεύσει μέσα του τους δαίμονες που τον κυρίευαν. Έφυγε από τη ζωή στις 29 Ιούλη 1890 στη Νότια Γαλλία, τρεις μέρες αφότου είχε αυτοπυροβοληθεί στο στήθος κατά τη διάρκεια περιπάτου. Όπως συνήθιζε να λέει ο ίδιος: “Κάποιοι άνθρωποι έχουν μεγάλη φλόγα στην ψυχή τους, μα κανείς δεν έρχεται να ζεσταθεί σ’αυτήν”.
Το έργο του έχει ως αφετηρία τον Ιμπρεσιονισμό, χάρη στον οποίο διδάσκεται στη χρήση φωτοσκιάσεων και χρωματικών αντιθέσεων. Οι πινελιές του είναι συχνά αυθόρμητες, με παχιά επίστρωση χρώματος, συχνά σε παστέλ αποχρώσεις. Αγαπημένα του θέματα είναι η φύση, εσωτερικοί χώροι και ανθρώπινες σκηνές. Αργότερα αρχίζει να χρησιμοποιεί συχνότερα και πιο έντονα χρώματα, που συμπληρώνονται συχνά από συγγενικές ανοιχτότετερες ή σκουρότερες αποχρώσεις του ίδιου βασικού τόνου, στόχος του όμως δεν είναι η ρεαλιστική αποτύπωση των χρωμάτων όπως απαντώνται στο περιβάλλον. Επιδιώκει να αποδώσει τη δική του αίσθηση των πραγμάτων, αλλά κυρίως να επεξεργαστεί τον ταραγμένο και βασανισμένο εσωτερικό του κόσμο. Για τον ίδιο έχει μεγάλη σημασία ο τόπος στον οποίο ζωγραφίζει, γι’αυτό συνήθως ζωγραφίζει στο ίδιο μέρος όπου βρίσκεται το θέμα του πίνακά του. Η ιδιαίτερη εκφραστικότητα των έργων του θεωρείται πως άνοιξε το δρόμο για το καλλιτεχνικό κίνημα του εξπρεσιονισμού, ένα από τα πρώτα ρεύματα της μοντέρνας τέχνης στο γύρισμα προς τον 20ο αιώνα, ενώ έχει συνδεθεί επίσης με τις απαρχές του φωβισμού ή ακόμα και τις αφηρημένης τέχνης. Αν και στις μέρες μας έργα του όπως “Ο κόκκινος αμπελώνας” (1888) δημοπρατούνται για αστρονομικά ποσά, εν προκειμένω 37 εκ. ευρώ, ο ίδιος παρά την πληθωρικότητα του έργου του, ποιοτική και ποσοτική, αφού άφησε πάνω από 900 πίνακες και άλλα τόσα σκίτσα, ελάχιστη οικονομική επιτυχία είχε με την τέχνη του όσο ζούσε, ανταποκρινόμενος στο στερεότυπο του ζωγράφου που πεθαίνει στην ψάθα για να αναγνωριστεί μετά θάνατον. Ο ίδιος μάλιστα είχε προβλέψει την εξέλιξη αυτή λέγοντας: “Δε φταίω που δεν μπορούν να πωληθούν τα έργα μου. Θα έρθει όμως ο καιρός, που οι άνθρωποι θα αναγνωρίσουν πως αξίζουν περισσότερα από το κόστος της μπογιάς”.