Εσύ μεγάλωσες με εκδόσεις Στρατίκη;
Αν ναι είχες μάλλον ευτυχισμένα, και άριστα εικονογραφημένα παιδικά χρόνια…
Το όνομα του Πότη Στρατίκη μπορεί να μη λέει τίποτα στους πιο πολλούς. Αν δείξεις όμως στα ίδια άτομα μια εικόνα με τα εξώφυλλα των εκδόσεών του, μπορεί κάτι να λάμψει στο βλέμμα τους, καθώς τους έρχονται ευχάριστες αναμνήσεις από τα παιδικά τους χρόνια. Και θα ‘χες μάλλον ωραία παιδικά χρόνια, αν ήσουν από “τα παιδιά του Στρατίκη”, με γνώσεις, κλασική παιδεία, κι ένα κρυφό σημάδι να αναγνωρίζεσαι σήμερα με τους άλλους, της ίδιας συνομοταξίας, ενώ οι άλλοι δεν καταλαβαίνουν σε τι αναφέρεσαι.
Οι εκδόσεις Στρατίκη ήταν ένα κομμάτι κλασικής παιδείας -όπως καταχρηστικά το βαφτίζω. Εξωσχολικά αναγνώσματα, που συνήθως τα έλεγαν καλύτερα από τα σχολικά βιβλία και σε βοηθούσαν να μάθεις πράγματα για μια ζωή κι όχι απλώς για τις εξετάσεις. Και προπαντός, έκαναν παιδιά που σε γενικές γραμμές δεν τους άρεσε το διάβασμα, να απορροφώνται και να ρουφάν μικρές γνώσεις και πληροφορίες, χωρίς να βαριούνται και να κουράζονται. Από το δόντι που έχασε ο Ιππίας στο Μαραθώνα, μέχρι τους καταρράκτες του Σάλτο Άνχελ στην Κολομβία.
Το πρώτο βασικό συστατικό της επιτυχίας ήταν η τρομερή εικονογράφηση, όπου οι εικόνες δεν ήταν ένα καλούπι που φυλάκιζε την παιδική φαντασία, να σου πουν “να έτσι έγινε και όχι αλλιώς”, αλλά όχημα για να μπεις στον ιστορικό χρόνο, στη σκηνή του μύθου ή του γεγονότος, να τα αναπλάσεις νοερά με το δικό σου μυαλό. Κι αφού είχαν αρχίσει να σκίζονται από την πολλή χρήση και επανάληψη, ήταν μια και καλή βεβαιωμένο πως ο Αχιλλέας δεν μπορεί παρά να είχε χρυσή πανοπλία στη μάχη με τον Έκτορα, όπως στο θρυλικό πορτοκαλί εξώφυλλο της Ιλιάδας. Και ο πολυμήχανος Οδυσσέας δεν μπορεί παρά να είχε μυτερό γενάκι, σαν του Βλαδίμηρου. Ενώ ο Ηρακλής θα είχε γραπώσει από το λαιμό το λιοντάρι της Νεμέας, σαν να ήταν κάποιο γατάκι. Μα αφού έτσι ακριβώς έγιναν, ήμουν μπροστά όταν τα διάβαζα…
Κάποια από αυτά εντυπώνονταν βαθύτερα, γιατί ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά, πριν καν αρχίσω να (τα) διαβάζω, που σημαίνει πως ένας από τους δυο γονείς είχε αγγαρεία να μου τα διαβάσει για πολλοστή φορά. Το τέλος μπορεί να μην άλλαζε αλλά έπρεπε να εμπεδώσουμε τις λεπτομέρειες. Ο έρωτας αυτός δοκιμάστηκε στην πρώτη απόπειρα να ζωγραφίσω το περίγραμμα στις φιγούρες πάνω στο βιβλίο -γιατί ήταν δύσκολο να αντιγραφούν σε άσπρο χαρτί- που στέφθηκε προφανώς με πλήρη αποτυχία, δυνάμωσε όμως το αρχικό αίσθημα, γιατί ήταν μια μορφή ιεροσυλίας, αλλά μόνο έτσι δένεσαι πραγματικά με τα βιβλία, όταν αποκτούν ίχνη της δικής σου σχέσης μαζί τους στην ιστορία τους.
Το δεύτερο απαραίτητο συστατικό της επιτυχίας των βιβλίων ήταν οι καλογραμμένες ιστορίες, δοσμένες σαν κλασικά παραμύθια, από αυτά που έλεγαν παλιά οι γιαγιάδες -τον καιρό που ήδη είχε αρχίσει να εκλείπει το είδος της γιαγιάς με τα παραμύθια, που κερδίζει την προσοχή των παιδιών από τα ηλεκτρονικά τους παιχνίδια. Άθλοι, μάχες, ανδραγαθήματα, έρωτες, οικογενειακές ιστορίες -πριν βγει το ριάλιτι και τις μαγαρίσει- γενναίοι πολεμιστές, μεγάλοι στρατηλάτες, τρομεροί ήρωες, τέρατα που έχαναν πάντα, εχθροί που παρουσιάζονταν σαν τέρατα -που έχαναν πάντα- και οι καλοί που κέρδιζαν, ακόμα κι όταν πέθαιναν. Τι άλλο χρειάζεται ένα παιδί για να περάσει καλά και να γεμίσει το μυαλό του και τον κόσμο του;
Κι επίσης, πόλεις, δεινόσαυροι, εξαφανισμένα ζώα, σπάνια τροπικά φυτά, εξερευνήσεις, πανοπλίες και όπλα από όλες τις εποχές, ταξίδια σε όλο τον κόσμο, διάφορα επαγγέλματα. Όλα όσα χώρεσαν στη σειρά “τα χρυσά μου βιβλία”, με τους δέκα τόμους, που έφτιαχναν βασικά μια μικρή εγκυκλοπαίδεια για παιδιά, με μικρά κείμενα, προσαρμοσμένα στο κοινό που απευθύνονταν -σε αντίθεση με πολλά σχολικά βιβλία. Θυμάμαι και την πρώτη εσωτερική “σύγκρουση”, όταν πέτυχα την απαρχαιωμένη ορθογραφία στον τύπο “κυττάξτε”, που ήταν διαφορετικό από όσα μαθαίναμε στο σχολείο, και δεν ήξερες ποια “αυθεντία” να επικαλεστείς και να διαλέξεις. Τη δασκάλα ή το Στρατίκη…
Βέβαια το βιβλίο της ιστορίας τελείωνε με την ίδρυση του ΟΗΕ και σου άφηνε την εντύπωση ενός ιδιότυπου “τέλους της ιστορίας”, που δεν αφήνει περιθώρια για πολέμους, μάχες, σκοτωμούς και βασιλιάδες. Αυτά είχαν μπει στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, η οποία φαινόταν να εξελίσσεται ειρηνικά -ή ακόμα και καθόλου- μετά το 45′. Μπορεί η σειρά να υπερέβαιναν πολλές αδυναμίες των σχολικών εγχειριδίων, είχε όμως κι αυτή τα δικά της “εκτός ύλης”, για να μη δυσαρεστήσει καμία πλευρά του αναγνωστικού κοινού και να εξασφαλίσει καλές πωλήσεις.
Διαβάζεις μετά, στην πρόσφατη νεκρολογία του Στρατίκη, πως είχε περάσει και από την ΕΠΟΝ, όπως τόσοι και τόσοι, συνεπώς αυτό δε λέει τίποτα από μόνο του.
-Μα είναι δυνατόν να κρίνετε πολιτικά τα παιδικά βιβλία; θα ρωτήσει κάποιος.
–Μα είναι δυνατόν να μην το κάνουμε; θα του πούμε εμείς. Ειδικά σε αυτήν την ηλικία, όπου το μυαλό είναι σφουγγάρι και απορροφά όσα του λένε, προτού φτάσει σε θέση να τα επεξεργαστεί κριτικά.
Αυτή η πολιτική κριτική θα χρειαζόταν μια σύγχρονη ανάγνωση, με πιο ώριμη ματιά από αυτήν των παιδικών χρόνων προφανώς. Η γενική αίσθηση που αφήνουν κάποια βιβλία είναι πως ακολουθούν το κλίμα της εποχής τους. Ένα συγκρατημένο πατριωτισμό, που καλλιεργεί το θαυμασμό για την αρχαία Ελλάδα, τους ήρωες και τους μύθους της, ο οποίος αρχίζει όμως να ξεφεύγει προς το σωβινισμό όταν βγήκε πχ η “Μακεδονία”, τα χρόνια της αντεπανάστασης και των σκοπιανοφάγων στα εθνικιστικά συλλαλητήρια. Παρόλα αυτά, δύσκολα θα μπορούσε να διαβάσει κανείς τις εκδόσεις κάποιος από όσους… “αγαπάνε την πατρίδα με έναν τρόπο εριστικό”. Τόσο από πολιτική-ιστορική άποψη, όσο και γιατί αυτό θα προϋπέθετε να αγαπάνε -εριστικά ή μη- και το διάβασμα, κάτι σχετικά δύσκολο για φασίστες -ακόμα κι αν πρόκειται για μικρά κειμενάκια, σαν παραμυθάκια.
Στο τέλος (του κειμένου και της ζωής του Πότη Στρατίτη, που έφυγε στα 93 του τις προάλλες) μένει η υπόκλιση των παιδικών αναμνήσεων καθώς αποχαιρετούν ένα (ακόμα) κομμάτι τους. Αλλά οι μορφές αυτές παραμένουν ζωντανές μέσα από το έργο τους, όσο κι αν δε συγκινούν το ίδιο τις επόμενες γενιές, που έχουν μέσα και τεχνολογίες άλλης γενιάς για να έρθουν σε επαφή με τα γεγονότα και τους αρχαίους μύθους. Αλλά στο μυαλό της δικής μου γενιάς νομίζω πως τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί και να αντικαταστήσει τα βιβλία του Στρατίκη με αυτά που προσπάθησαν να τον μιμηθούν. Ακριβώς όπως κάποιες παλιότερες γενιές είχαν γνωρίσει το Στρατίκη μέσα από άλλες δουλειές του, όπως ο “Μικρός Σερίφης” -που προσωπικά δε μου λέει τίποτα…