Κώστας Μπαλάφας: «Ο Σπύρος Μελετζής είναι ο θεμελιωτής και δάσκαλος της ελληνικής φωτογραφίας»
“Για όσους είχαμε το προνόμιο να ’μαστε φίλοι του Μελετζή μάθαμε μαζί του πράγματα που δεν διδάσκονται στα σχολεία και δεν αναφέρονται στα βιβλία, τόσο για την ίδια την τέχνη όσο και τη ζωή.” – Ο Κώστας Μπαλάφας σχηματίζει αυτή τη φορά με λέξεις το «πορτρέτο» του Σπύρου Μελετζή.
Όταν αναφερόμαστε στη φωτογραφική τέχνη στην Ελλάδα, αναμφίβολα δυο από τα ονόματα που έρχονται πρώτα στο νου είναι του Σπύρου Μελετζή και του Κώστα Μπαλάφα.
Ο Σπύρος Μελετζής γεννήθηκε στην Ίμβρο, στις 20 του Γενάρη 1906 και έφυγε από τη ζωή στις 14 του Νοέμβρη 2003.
Το 1923, φεύγει για την Αλεξανδρούπολη και από εκεί για την Αθήνα, όπου θα μαθητεύσει την τέχνη της φωτογραφίας.
Οι πρώτες του φωτογραφικές δουλειές αναφέρονται στη φύση της Ηπείρου και στην Κεφαλονιά. Όμως, τα έργα που θα τον αναδείξουν και θα τον καθιερώσουν ως έναν από τους σπουδαιότερους φωτογράφους μας, είναι οι στιγμές που απαθανατίζει την περίοδο της Κατοχής, την Εθνική Αντίσταση, τα Δεκεμβριανά.
Ο Δεκέμβρης του ’44 τον βρίσκει αιχμάλωτο στην Ελ Ντάμπα της Αιγύπτου. Όταν επιστρέφει, αρχίζει να φωτογραφίζει τη φύση και τα μνημεία της Ελλάδας. Παράλληλα, παρουσιάζει τη δουλειά του σε όλο τον κόσμο και δέχεται πολλές τιμητικές διακρίσεις και βραβεία.
Το 1994 η Πανελλήνια Ομοσπονδία Φωτογράφων ανακήρυξε τον Σπύρο Μελετζή επίτιμο πρόεδρό της, σε μια εκδήλωση που συνδιοργάνωσε με την Ένωση Καλλιτεχνών Φωτογράφων, ενώ το 1995 του απονεμήθηκε ο «Σταυρός του Φοίνικα» από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Ο Κώστας Μπαλάφας γεννήθηκε το 1920 στο ορεινό χωριό Χώσεψη (Κυψέλη σήμερα) της Άρτας και έφυγε από τη ζωή στις 9 του Οκτώβρη 2011.
Από το 1941 έως το 1944 φωτογράφησε τον ένοπλο αντάρτικο αγώνα του ηπειρώτικου λαού κατά των κατακτητών.
Από το 1952 ταξίδεψε σε όλη την Ελλάδα, φωτογραφίζοντας και κινηματογραφώντας τη ζωή και τα έθιμα των ανθρώπων της επαρχίας.
Οι φωτογραφίες του έχουν παρουσιαστεί σε πολυάριθμες ατομικές και ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό και έχουν δημοσιευτεί σε καταλόγους εκθέσεων καθώς και σε προσωπικές εκδόσεις.
Υπήρξε από τα ιδρυτικά μέλη της Ελληνικής Φωτογραφικής Εταιρείας.
Στο κείμενο που ακολουθεί ο Κώστας Μπαλάφας σχηματίζει αυτή τη φορά με λέξεις το «πορτρέτο» του Σπύρου Μελετζή. Το κείμενο εμπεριέχεται στο αφιέρωμα στο Σπύρο Μελετζή που επιμελήθηκε η Ελευθερία Τραϊου και δημοσιεύτηκε στο ένθετο «Επτά ημέρες» της «Καθημερινής» την Κυριακή 29 του Μάη 1994.
Γράφει ο Κώστας Μπαλάφας:
“Ο Σπύρος Μελετζής είναι ο θεμελιωτής και δάσκαλος της ελληνικής φωτογραφίας. Τον γνώρισα το 1937 όταν ανέβηκε στα Θεοδώριανα, πεζοπορώντας από την Άρτα, με εκείνα τα βαριά τότε σύνεργα για να φωτογραφίσει το πανηγύρι της 15ης Αυγούστου.
Παιδί, μας ήρθε απ’ τις χαμένες πατρίδες, γιομάτος όνειρα κι ελπίδες. Γεννημένος ωραιολάτρης και οραματιστής από τα μαθητικά θρανία, διατηρούσε στη φαντασία του ζωντανούς τους θεούς του Ολύμπου και τους αγίους του Βυζαντίου που έμελλε αργότερα να γίνουν κυρίαρχο στοιχείο της φωτογραφικής του θεματογραφίας. Μελέτησε μεθοδικά μυθολογία, αρχαιολογία και βυζαντινή ιστορία που τον βοήθησαν να τεκμηριώσει σκέψεις και ιδέες για να πραγματοποιήσει τις καλύτερες καλλιτεχνικές εκδόσεις οδηγών μουσείων και αρχαιολογικών χώρων.
Για τον Μελετζή η φύση στάθηκε γενναιόδωρη. Τον προίκισε με σπάνιο ταλέντο, ποιητική ευαισθησία και ανθρωπιά. Η φωτογραφία έγινε γι’ αυτόν τρόπος ζωής και καλλιτεχνικής έκφρασης. Είναι άνθρωπος ακάματος και αεικίνητος με ανεξάντλητη υπομονή. Εργάστηκε όσο λίγοι για τη φωτογραφική καταγραφή του ελλαδικού χώρου και περιέσωσε σε εικόνα πολύτιμα πολιτισμικά και ηθογραφικά στοιχεία απ’ αυτά που κάθε μέρα φθείρει ο χρόνος και καταστρέφει ο πολιτισμός.
Ο Μελετζής δεν έζησε για να ζήσει ή ακόμα και για να πλουτίσει, αλλά για να δημιουργήσει έργο μεγάλο για την τέχνη και την ιστορία. Περπάτησε και φωτογράφισε όλη την Ελλάδα με την ευαισθησία του αθεράπευτα ρομαντικού πατριδολάτρη. Τότε, οι καιροί ήταν δύσκολοι και τα συγκοινωνιακά μέσα λιγοστά ή ανύπαρκτα για τις δύσβατες και κακοτράχαλες περιοχές. Όμως, ο Μελετζής πεζοπορώντας με κυρατζήδες και λαϊκούς οργανοπαίχτες, έφθασε ως τα απόμακρα χωριά και απαθανάτισε λαϊκά ξεφαντώματα, γάμους και πανηγύρια.
Όλα τ’ αγκάλιασε με αγάπη, ανθρώπους και φυσικούς χώρους, παλεύοντας για την ποιότητα και την ομορφιά, κυριαρχημένος απ’ το ανικανοποίητο στην επιθυμία του ν’ αποδώσει φωτογραφικά τον μαγικό κόσμο των ονείρων του.
Ξεχωριστή μαστοριά
Η φωτογραφία δεν ήταν γι’ αυτόν κάτι πρόχειρο και αβασάνιστο. Πάλευε με το υλικό για να μεταπλάσει τα οράματά του και να μετουσιώσει την ιδέα σε εικόνα. Δούλεψε με ξεχωριστή μαστοριά την ασπρόμαυρη φωτογραφία. Μέσα απ’ τη δουλειά του καθρεπτίζονται η ιστορία του τόπου και οι αγώνες του λαού για μια ανθρωπινότερη ζωή και δικαιότερη κοινωνία. Είναι μια δουλειά που ταυτίζεσαι μαζί της και σε οδηγεί σ’ έναν όμορφο κόσμο κι ένα βαθύ ανθρωπισμό της μεγάλης καρδιάς που τον δημιούργησε.
Η σκηνοθετημένη, στατική δουλειά του στούντιο όπου δούλεψε τα πρώτα χρόνια, δεν ικανοποιούσε τον Μελετζή και γρήγορα φρόντισε ν’ απαλλαγεί και σα λεύτερο πουλί να ξεχυθεί στην ορεινή Ελλάδα. Μπολιάστηκε με την Ήπειρο και δέθηκε συναισθηματικά με το χώρο της. Ονειροπόλος, όπως είναι, κάθισε με τις ώρες στις κορφές και τα καταράχια και καμάρωνε τους αετούς του Βίκου και του Ιουλίου ν’ ακροζυγιάζουν τα φτερά τους, πετώντας νωχελικά στο χαοτικό, απόκοσμο, ανάμεσα στα φαράγγια.
Επηρεασμένος απ’ τους πολέμους και την ιστορία ανέβηκε πολλές φορές στο Σούλι και το Κούγκι και με την καρδιά του μικρού παιδιού χτύπησε την καμπάνα του Σαμουήλ για ν’ αντηχήσουν οι πλαγιές απ’ την παλιά τους δόξα. Διάβηκε τον Αχέροντα, φωτογράφισε την Πάργα, έφθασε στο Ζάλογγο και πέρασε πέρα ως το Σέλτσο, ακολουθώντας τη μαρτυρική πορεία των ξεριζωμένων Σουλιωτών.
Με τη συμβία του ζαλικωμένη βαριά τριπόδια και φωτογραφικά σύνεργα -εκείνου του καιρού- ανέβηκε στα Τζουμέρκα κι Άγραφα και φωτογράφισε ιστορικά μοναστήρια, φυσικές ομορφιές, λαϊκά πανηγύρια, αρχοντικά σπίτια και πέτρινα γιοφύρια που τα δούλεψε με μεράκι το ζεστό χέρι του ανώνυμου λαϊκού τεχνίτη.
Απεικόνισε φωτογραφικά τη βουνίσια λεβεντιά της Πίνδου και της Ηπείρου, παλικάρια και γεροντόβλαχους με τα σκαμμένα από το χρόνο και τις κακουχίες πρόσωπα, σαν τις τραχιές πληγές των βουνών που ρίζωσαν στις καρδιές τους. Ξενύχτησε σε αγρυπνίες, σε απόμακρα μοναστήρια που το όνομά τους δέθηκε με την ιστορία. Θα περπατήσει φωτογραφίζοντας: Μέτσοβο, Ζαγόρι, Κόνιτσα και Τσαμουριά.
Όλυμπος
Γυρνώντας στην Αθήνα ξαναθυμήθηκε τους θεούς του Ολύμπου των παιδικών του χρόνων. Ανεβοκατέβηκε πολλές φορές τον Όλυμπο, φωτογράφισε τις κορφές του -τα άντρα των θεών- και το θρόνο του Διός, απ’ όπου ο θεός των θεών μοίραζε με κεραυνούς δικαιοσύνη στους θνητούς. Εκεί μεσ’ την ομίχλη και τα αστραποκαμένα ρόμπαλα που τ’ ανεμόδερναν οι καιροί, μέσα στο βουητό του «Ρογκά» και τη θολούρα της αντάρας και των διαλογισμών, ξαναζωντάνεψε στη φαντασία θεούς και τιτάνες να κονταροχτυπιούνται στον ανταριασμένο Όλυμπο κι έγραψε το τελευταίο του βιβλίο.
Είναι από τη φύση του πληθωρικός και υπερευαίσθητος, παιδί του ήλιου και της Ανατολής, φορτισμένος με ποιητικές εικόνες που φτερούγιζαν στη φαντασία και μορφοποιούνται με εκείνο το ονειροπόλο βλέμμα που βλέπει μόνο Ελλάδα. Η φωτογραφική του εικόνα είναι αυτόνομη, καθαρή, δημιουργική είναι ελληνική και χαρακτηρίζει δυναμική σύνθεση στη δομή, απογυμνωμένη από φλύαρα στοιχεία και φτηνά τεχνάσματα που ψευτίζουν το συναίσθημα.
Τελευταία θέλησε να ξαπαπερπατήσει και να φωτογραφίσει την ελληνική ύπαιθρο, αλλά απογοητεύτηκε όταν σε γνώριμους και παλιότερους χώρους αντίκρισε τον ρημαγμένο τόπο από την άπονη εγκατάλειψη και αντάμωσε γερασμένες μορφές να σέρνονται σε ερειπωμένα σπίτια που συναγωνίζονται με τους ενοίκους στον πόνο και την αντοχή.
Αλλά η μεγαλύτερη εθνική προσφορά του Σπύρου Μελετζή είναι η φωτογράφιση του Αγώνα 1940-1944, που δίκαια τον καταξίωσε φωτογράφο της Εθνικής Αντίστασης. Είχε την καλή τύχη να βρεθεί στην καρδιά της Ρούμελης, κοντά στο αρχηγείο ανταρτών του ΕΛΑΣ και να απαθανατίσει εκείνες τις ιστορικές μορφές που με τον ηρωισμό και τη θυσία σημάδεψαν τη νεότερη ελληνική ιστορία. Μορφοποίησε σε φωτογραφική εικόνα το τραγούδι της λευτεριάς πάνω σε δύο φωτογραφικά μουσικοτονικά πατήματα του άσπρου και του μαύρου με την ευαισθησία και την ποίηση που μόνο αυτός ξέρει να καταγράφει φωτογραφικά σε έναν καλλιτεχνικό διάλογο με βάση την αλήθεια και την ωμή πραγματικότητα.
Για όσους είχαμε το προνόμιο να ’μαστε φίλοι του Μελετζή μάθαμε μαζί του πράγματα που δεν διδάσκονται στα σχολεία και δεν αναφέρονται στα βιβλία, τόσο για την ίδια την τέχνη όσο και τη ζωή. Είναι η απλότητα, η σεμνότητα και η άδολη ανθρωπιά με την απεριόριστη καλοσύνη που συλλειτουργούν και συνθέτουν τον χαρισματικό καλλιτέχνη, που στοχεύει στην τελειότητα αποτυπώνοντας στο χαρτί με ευαισθησία και ποίηση τα οπτικά του οράματα και που έμεινε πιστός στην αξία της ομορφιάς.
Ο Σπύρος Μελετζής είναι ο Έλληνας φωτογράφος.”