Η ανεκπλήρωτη επανάσταση του Bauhaus
Αντί να ανυψώσει τον τεχνίτη στην ιδιότητα του καλλιτέχνη, όπως οι αρχές του Bauhaus, ο καπιταλισμός τον καταντά μια μηχανή κέρδους – όταν δεν τον κάνει άνεργο!
Η καλλιτεχνική και αρχιτεκτονική σχολή του Bauhaus «Οίκος Δόμησης» όπου το όνομα προήλθε από αντιστροφή της γερμανικής λέξης Hausbau (οικοδόμηση), ιδρύθηκε τον Απρίλιο του 1919 από τον ριζοσπάστη αρχιτέκτονα Βάλτερ Γκρόπιους (Walter Gropius) στη Βαϊμάρη, της πολιτείας της Θουριγγίας. Αποτελούσε μια συγχώνευση της Ακαδημίας Καλών Τεχνών της Βαϊμάρης με τη Σχολή Εφαρμοσμένων Τεχνών της Βαϊμάρης.
Μια νέα ριζοσπαστική προσέγγιση της αρχιτεκτονικής και του σχεδιασμού όπου η τέχνη και η βιομηχανική παραγωγή θα γίνονταν ένα, αφιερωμένη στον άνθρωπο και την κοινωνική πρόοδο έχοντας ως στόχο τον συνολικό «επανασχεδιασμό της ζωής».
Το Bauhaus ιδρύθηκε σε περίοδο έντονων οικονομικών και πολιτικών κρίσεων στη Γερμανία και σε όλη την Ευρώπη. Από τον Α’ παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό πόλεμο στην Οκτωβριανή επανάσταση του 1917. Η είσοδος στην εξουσία των εργατών των Σοβιέτ και του μπολσεβίκικου κόμματος, ενέπνευσε και τη γερμανική επανάσταση του 1918. Οι νέες ηγετικές επαναστατικές φυσιογνωμίες της Ρόζας Λούξεμπουργκ και του Καρλ Λίμπκνεχτ μαζί με άλλες σημαντικές ηγετικές φυσιογνωμίες της αριστερής πτέρυγας της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας είχαν δημιουργήσει την ένωση «Σπάρτακος» από τις αρχές του Α’ Παγκόσμιου πολέμου και είχαν αναπτύξει πλούσια επαναστατική δράση, που έδειχνε το δρόμο για την επαναστατική αναγέννηση του γερμανικού εργατικού κινήματος και τον απεγκλωβισμό του από την παλιά ρεφορμιστική σοσιαλδημοκρατία.
Πριν από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, οι καλλιτεχνικές τάσεις εμφάνιζαν πιο ανοιχτές πολιτικές προσεγγίσεις, συμπεριλαμβανομένου του κινήματος Dada, του De Stijl στην Ολλανδία, των φουτουριστών αρχιτεκτόνων στην Iταλία Sant’ Elia, του L’Esprit Nouveau του Le Corbusier στη Γαλλία, που όλοι μοιράστηκαν παρόμοιους στόχους που ήταν μια κάπως νιχιλιστή εξέγερση ενάντια στην αστική κοινωνία. Η Οκτωβριανή επανάσταση ενήργησε ως ισχυρή ώθηση στην καλλιτεχνική και πνευματική ανάπτυξη, τόσο στη Σοβιετική Ένωση όσο και σε ολόκληρο τον κόσμο. Το Bauhaus προέκυψε από αυτή την πολιτιστική, πολιτική και κοινωνική ζύμωση όπου η ζωγραφική, η γλυπτική, η αρχιτεκτονική, η φωτογραφίας, η κλωστοϋφαντουργία, η κεραμική και το θέατρο θα αποτύπωνε την κοινωνική ευθύνη της τέχνης απέναντι στο σύνολο.
Το Bauhaus χωρίζεται σε τρεις περιόδους που καθορίζονταν κυρίως από τους διευθυντές τους και τις πολιτικές συνθήκες που διαμορφώνονται κατά την περίοδο αυτή.
Βαϊμάρη (1919-1925) υπό την διεύθυνση του Βάλτερ Γκρόπιους
Βάλτερ Γκρόπιους: Μετριοπαθής παρόλο που ήταν μέλος αρκετών ριζοσπαστικών οργανώσεων ο Γκρόπιους προτίμησε να επιτύχει τον κοινωνικά συνειδητό προοδευτισμό του μέσω της αρχιτεκτονικής και όχι της πολιτικής. Το κτίριο της σχολής στο Ντεσάου, καθώς και οι κατοικίες των δασκάλων που σχεδίασε ο Γκρόπιους, αποτέλεσαν την επιτομή της μοντέρνας αρχιτεκτονικής (του στυλ και της φιλοσοφίας του) στη Γερμανία και κατατάσσονται στα σημαντικότερα κτίρια του 20ού αιώνα.
Η σχολή της Βαϊμάρης ήταν κρατική σχολή. Κύρια πηγή για τη λειτουργία της ήτανε οι επιχορηγήσεις από τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Αρκετοί κορυφαίοι καλλιτέχνες όπως οι ζωγράφοι Βασίλι Καντίνσκι ο Γιοχάνες Ίττεν ο Μαρσέλ Μπρόιερ, Πάουλ Κλέε, Λάιονελ Φάινινγκερ, οι γλύπτες Γκέρχαρντ Μαρκς και Όσκαρ Σλέμερ, παράλληλα με ειδικευμένους τεχνίτες αποδέχτηκαν την πρόκληση να διδάξουν και να συμμετάσχουν στα πλαίσια της φιλοσοφίας και του ουτοπισμού του Bauhaus. Στόχος η απόκτηση τόσο πρακτικών τεχνικών γνώσεων όσο και καλλιτεχνικών δεξιοτήτων, με κύρια φιλοσοφία τη μάθηση μέσα από την πράξη. Οι μαθητές ενθαρρύνονται να συζητούν και να αμφισβητούν τα προβλήματα μορφής, εκπροσώπησης και σύνθεσης. Η ριζοσπαστική φιλοσοφία του Bauhaus για σύγχρονα υλικά και τεχνικές (όπως κτίρια από χάλυβα και γυαλί, έπιπλα από μεταλλικές σωληνώσεις) με τις αρχές του «το λιγότερο είναι περισσότερο», «αλήθεια στα υλικά» της εξάλειψης της διακοσμητικής απομίμησης και του εξωραϊσμού και «η μορφή ακολουθεί τη λειτουργία» κυριαρχεί. Η αντικατάσταση της «αστικής αισθητικής» από τις «καθαρές γραμμές» και τη μοντερνιστική αισθητική σαφήνεια, άσκησε μεγάλη επιρροή από εργοστάσια, κτήρια σπίτια, γραφεία μέχρι διακοσμητικά αντικείμενα και έπιπλα.
Τον Φεβρουάριο του 1924, οι Σοσιαλδημοκράτες θα έχαναν τον έλεγχο του κρατικού κοινοβουλίου της Θουριγγίας από τους εθνικιστές, οι οποίοι ήταν εχθροί των προοδευτικών καλλιτεχνικών ιδεών του Bauhaus όπου αποφασίζουν τη διακοπής της λειτουργίας της σχολής. Οι εφημερίδες και τα δεξιά πολιτικά κόμματα τροφοδότησαν το κυνήγι με αντισημιτισμό και ξενοφοβία, τονίζοντας ότι η σχολή ήταν μια κοσμοπολίτικη απειλή από τον μπολσεβικισμό για την υποτιθέμενη εθνική καθαρότητα. Τελικά, εκδιώχθηκαν από την πόλη.
Ντεσάου 1925-32 υπό την διεύθυνση του Βάλτερ Γκρόπιους, Χάνες Μέγερ, Μις βαν ντερ Ρόε
Ο Γκρόπιους μεταφέρει τη σχολή σε βιομηχανική περιοχή κοντά στο Ντεσάου το 1925 σε ένα κτήριο που σχεδιάστηκε από τον ίδιο. Το νέο κτίριο της σχολής Bauhaus καθώς και η εσωτερική του διακόσμηση ήταν σχεδιασμένα από τους καθηγητές και μαθητές της σχολής. Το όραμα του Γκρόπιους για τη συγκέντρωση όλης της καλλιτεχνικής δραστηριότητας σε μία ενότητα παίρνει σάρκα και οστά. Το κτίριο και οι κατοικίες (δίπλα) για το διδακτικό προσωπικό της σχολής γίνονται ορόσημο της σύγχρονης λειτουργικής αρχιτεκτονικής. Με τη μεταφορά της έδρας αλλάζει και ο τρόπος λειτουργίας της σχολής. Η σχολή αναβαθμίστηκε στο ίδιο επίπεδο με άλλες ακαδημίες καλών τεχνών. Ο Γκρόπιους (1925) ιδρύει την εταιρεία Bauhaus Gmb πράξη που επέτρεπε την εμπορική εκμετάλλευση προϊόντων Bauhaus, ενώ από τον Απρίλιο του 1927 λειτούργησε τμήμα αρχιτεκτονικής, υπό την εποπτεία του Ελβετού αρχιτέκτονα Χάνες Μέγερ.
Στις αρχές του 1928 ο Γκρόπιους μαζί με άλλους καθηγητές υποβάλλουν την παραίτησή τους κάτω από την αυξανόμενη απειλή των ακροδεξιών για τη καταστροφή της σχολής και τα επιδεινούμενα οικονομικά προβλήματα της Γερμανίας. Η διεύθυνση περνάει στον αρχιτέκτονα Χάνες Μέγερ. Ο Μέγερ ο οποίος ήταν επικεφαλής του τμήματος αρχιτεκτονικής, ήταν ενεργός κομμουνιστής και ενσωμάτωσε τις πολιτικές του ιδέες τόσο στις φοιτητικές οργανώσεις όσο και στα προγράμματα διδασκαλίας. Η σχολή πολιτικοποιείται για πρώτη φορά. Σε αντίθεση από την προτροπή του Γκρόπιους που ζητούσε από τους φοιτητές της σχολής να απέχουν από πολιτικές συζητήσεις και διαμαρτυρίες ο Μέγερ όχι μόνο της ενθάρρυνε αλλά και τις εφάρμοζε. «Οι ανάγκες του λαού αντί της ανάγκης πολυτέλειας» έγινε το σύνθημά του και των σπουδαστών που τον ακολούθησαν. Να σημειώσουμε ότι τα δύο χρόνια υπό την διεύθυνση του Μέγερ οι σπουδαστές σχεδόν διπλασιάστηκαν όπως και τα έσοδα της σχολής. Αναδιοργάνωσε το πρόγραμμα σπουδών, τονίζοντας τη σημασία της οικοδόμησης ως κοινωνικού αγαθού και όχι ως αστικής ιδιοκτησίας. Ακόμη και το περιοδικό Bauhaus πήρε μια «κομμουνιστική κλίση» – και οι δραστηριότητές του (για να μην αναφέρουμε την προοπτική ενός οικονομικά ανεξάρτητου Bauhaus) άρχισαν να αντιμετωπίζονται με ανησυχία από τις αρχές του Ντεσάου.
Μεταφορά της σχολής στο Βερολίνο
Τον Ιούλιο του 1930, οι δημοτικές αρχές τον απομακρύνουν από τη θέση του διευθυντή και τοποθετούν στη θέση του τον Μις βαν ντερ Ρόε. Κάτω από τη διεύθυνση του διάσημου πια αρχιτέκτονα Μις βαν ντερ Ρόε η αρχιτεκτονική κυριαρχεί στη σχολή με κάποια υποβοηθητικά εργαστήρια. Όλοι οι δεσμοί με τις κοινωνικές ανησυχίες εξαφανίστηκαν για πάντα όπως και η κάθε είδους πολιτική δράση εκ μέρους των σπουδαστών. Από τη βιομηχανική μαζική παραγωγή μοντέρνων προϊόντων για τον λαό πέρασε στις πολυτελείς κατοικίες πολλών τμ και στα ακριβά προϊόντα. Μετά τις τοπικές εκλογές που έφεραν τους Ναζί στην εξουσία στο Ντεσάου το 1932, η σχολή ξανακλείνει και μεταφέρεται, αυτή τη φορά στο Βερολίνο (ιδιωτική), όπου θα έβλεπε το τελευταίο έτος της ύπαρξής του. Αποδυναμωμένη και με πολύ λιγότερους πόρους ο Μις προσπάθησε να αποσυνδέσει την πολιτική με τη σχολή (προσπάθησε να καθησυχάσει τους ναζί, απολύοντας την αριστερή καθηγήτρια Gunta Stölzl -δίδασκε στο υφαντουργικό εργαστήρι) αλλά αυτή η σύντομη προσπάθεια επανασχεδιασμού ήταν ανεπιτυχής. Οι εθνικοσοσιαλιστές καταδικάζουν το Bauhaus, χαρακτηρίζοντάς το ως βδέλυγμα της γερμανικής παράδοσης και «άντρο του πολιτιστικού μπολσεβικισμού». Υπό την πίεση και απειλές του ναζιστικού καθεστώτος, η Γκεστάπο κλείνει τη σχολή το 1933 μετά από 14 χρόνια λειτουργίας στη Βαϊμάρη, στη συνέχεια στο Ντεσάου και τέλος στο Βερολίνο.
Ο Χίτλερ πέτυχε να κλείσει τη σχολή της «εκφυλισμένης τέχνης» και αναγκάζοντας τους ιδρυτές διδακτικό προσωπικό και φοιτητές να εγκαταλείψουν τη Γερμανία. Η αναγκαστική μετανάστευσή τους ενίσχυσε τη διάδοση της φήμης και της επιρροής του Bauhaus σε όλη την Ευρώπη, τις ΗΠΑ και διεθνώς. Αν και η διασπορά του προσωπικού και των μαθητών του Bauhaus, η πολιτική αποστασιοποίηση τους στο κυνήγι της καριέρας και του κέρδους οδήγησαν στην υποτίμηση της πρώτης διακήρυξης της σχόλης: «Αρχιτέκτονες, ζωγράφοι, και γλύπτες πρέπει να αναγνωρίσουν τον σύνθετο χαρακτήρα του κτιρίου ως μια αυτοδύναμη ενότητα… Η τέχνη δεν είναι “επάγγελμα”. Δεν υπάρχει ουσιαστική διαφορά μεταξύ του καλλιτέχνη και του τεχνίτη. Ο καλλιτέχνης είναι ένας τεχνίτης με αυξημένη γνώση της αισθητικής. Μαζί μπορούν να συλλάβουν και να υλοποιήσουν το νέο κτίριο του μέλλοντος, που θα αγκαλιάζει την αρχιτεκτονική, τη γλυπτική, και τη ζωγραφική σε μια αδιάσπαστη ενότητα, και μια μέρα θα υψώσει από τα χέρια ενός εκατομμυρίου εργατών στον ουρανό, σαν το κρυστάλλινο σύμβολο μιας νέας πίστης».
Το ήθος του Bauhaus προϋπέθετε ένα σύστημα κοινωνικής παραγωγής προσιτό και προσανατολισμένο προς την κατανάλωση και την ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών. Ο καπιταλισμός και το κέρδος έχει δείξει την ικανότητα να αντέχει σε εκπαιδευτικά πειράματα όπως το Bauhaus. Ό,τι δεν μπορεί να καταπολεμήσει το οικειοποιείται με σκοπό το κέρδος. Για το λόγο αυτό αποδείχθηκε αδύνατο παρά τη μεγάλη επίδραση του στυλ Bauhaus, να γεφυρωθεί το χάσμα ανάμεσα στην μαζική ποιοτική παραγωγή και το χαμηλό κόστος. Επιπλέον, στην καπιταλιστική διαδικασία παραγωγής, η αναζήτηση κέρδους απαιτεί έναν αυστηρό ιεραρχικό καταμερισμό εργασίας και την αδιαμφισβήτητη υπακοή του εργαζομένου, ακόμη και στη «τέχνη της δημιουργίας». Αντί να ανυψώσει τον τεχνίτη στην ιδιότητα του καλλιτέχνη, όπως οι αρχές του Bauhaus, ο καπιταλισμός τον καταντά μια μηχανή κέρδους – όταν δεν τον κάνει άνεργο!