Η πολιτιστική κληρονομιά δεν είναι «ιδιοκτησία» των καπιταλιστών και του κράτους τους – Με αφορμή το «πράσινο φως» στον οίκο Dior για φωτογράφιση σε αρχαιολογικούς χώρους και μνημεία
Οι διάφοροι καλοθελητές επαναφέρουν τα γνωστά επιχειρήματα, όπως ότι ένα ντεφιλέ μόδας ή μια εμπορική διαφήμιση μπορεί να ανεβάσει την «ακτινοβολία» της χώρας, να προσελκύσει τουρίστες ή ακόμα και να συμβάλει στην πολιτιστική κληρονομιά, όλα όσα διαχρονικά επιστρατεύονται για να γίνει αποδεκτή η λογική τέτοιων παραχωρήσεων μνημείων στο κεφάλαιο ως κάτι το «φυσιολογικό».
«Πράσινο φως» έδωσε το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο (ΚΑΣ) να χρησιμοποιηθούν αρχαιολογικοί χώροι και μνημεία ως ντεκόρ για την προβολή της συλλογής του οίκου «Dior». Πιο συγκεκριμένα, δόθηκε η άδεια για φωτογράφιση και κινηματογράφηση στην Ακρόπολη, στο Ηρώδειο, στην Αρχαία Αγορά, στον Ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο και στον Nαό του Δία στη Νεμέα. Σήμερα άλλωστε αναμένεται να συνεδριάσει και το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων (ΚΣΝΜ), για να αποφασίσει αν θα παραχωρηθεί στον συγκεκριμένο οίκο και το Καλλιμάρμαρο για επίδειξη μόδας.
Σύμφωνα με το υπουργείο Τουρισμού, «κρίθηκε ότι οι εκδηλώσεις αυτού του επιπέδου, με την εμβέλεια και την προβολή που θα έχουν σε πολύ σημαντικές τουριστικές αγορές για την Ελλάδα, όπως αυτές της Ευρώπης, των ΗΠΑ και της Ασίας, θα έχουν ιδιαίτερα θετικό πρόσημο».
Πρόκειται για άλλο ένα τρανταχτό παράδειγμα για το πώς η πολιτιστική κληρονομιά αντιμετωπίζεται με αποκλειστικό κριτήριο το καπιταλιστικό κέρδος, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το περιεχόμενο που θα της αποδοθεί και τον ρόλο που θα διαδραματίζει για να προσελκύει «πελάτες», για να εμπλουτίζει το «τουριστικό προϊόν» της χώρας. «Οικονομία των εμπειριών» το έχει χαρακτηρίσει η υπουργός Πολιτισμού, η οποία με περηφάνια δηλώνει ότι το υπουργείο Πολιτισμού υιοθετεί «ολιστικές και περιεκτικές στρατηγικές διαχείρισης των πολιτιστικών πόρων, ώστε να επιτυγχάνεται το μέγιστο δυνατό πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα και οικονομίες κλίμακας».
Και εδώ η κυβέρνηση βαδίζει με βάση τις κατευθύνσεις της ΕΕ, που υπηρέτησαν όλες οι κυβερνήσεις και υπηρετούν και οι υπόλοιπες αστικές πολιτικές δυνάμεις από τη θέση της αντιπολίτευσης, με τον ΣΥΡΙΖΑ π.χ. να μιλάει στο σχέδιο των προγραμματικών του θέσεων περί «μοντέλου δημιουργικής οικονομίας, που θα συνδυάζει την αξιοποίηση του πολιτιστικού κεφαλαίου της χώρας, το φυσικό περιβάλλον και το ανθρώπινο δυναμικό με τον τουρισμό και την οικολογία».
Με αφορμή την απόφαση, από χτες οι διάφοροι καλοθελητές επαναφέρουν τα γνωστά επιχειρήματα, όπως ότι ένα ντεφιλέ μόδας ή μια εμπορική διαφήμιση μπορεί να ανεβάσει την «ακτινοβολία» της χώρας, να προσελκύσει τουρίστες ή ακόμα και να συμβάλει στην πολιτιστική κληρονομιά, όλα όσα διαχρονικά επιστρατεύονται για να γίνει αποδεκτή η λογική τέτοιων παραχωρήσεων μνημείων στο κεφάλαιο ως κάτι το «φυσιολογικό». Κρύβουν βέβαια ότι μέσα σε αυτά τα πλαίσια, της πολιτικής της εμπορευματοποίησης, όπου η πολιτιστική κληρονομιά αντιμετωπίζεται ως «κελεπούρι» κερδοφορίας και «ντεκόρ», η ανάδειξη, συντήρηση και αξιοποίησή της υπονομεύονται παραπέρα, γίνονται με βάση τις προτεραιότητες των επιχειρηματιών, όπως δείχνει άλλωστε και η υποστελέχωση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας κ.ά, ενώ χάνεται το περιεχόμενό της. Ακόμα μετατρέπεται σε απλησίαστο εμπόρευμα για τα λαϊκά στρώματα, που αδυνατούν να επισκεφτούν τους αρχαιολογικούς χώρους και τα μουσεία, λόγω του δυσβάσταχτου κόστους των εισιτηρίων, ή πρέπει να περιμένουν τις λιγοστές πια μέρες ελεύθερης εισόδου, που γίνεται το αδιαχώρητο.
Ομως, η πολιτιστική κληρονομιά είναι μια πολύτιμη, ανεκτίμητη παρακαταθήκη, η οποία μπορεί να συμβάλει στην καλύτερη γνώση του παρελθόντος, που βοηθά στην κατανόηση του παρόντος. Ως πανανθρώπινο δημιούργημα, είναι συλλογική, λαϊκή περιουσία και όχι «ιδιοκτησία» των καπιταλιστών και του κράτους τους.