Η Τεχνητή Νοημοσύνη θα μπορέσει τελικά να δημιουργήσει Τέχνη;
Δεν είναι ο εγκέφαλος που σκέφτεται, αλλά ο άνθρωπος με τη βοήθεια του εγκεφάλου, ο άνθρωπος ως κοινωνικό είδος, κοινωνικό ον, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ο άνθρωπος ως το σύνολο των κοινωνικών του σχέσεων, κατά τη βαθιά διατύπωση του Μαρξ.
Με το επίκαιρο και ευαίσθητο θέμα της αποκαλούμενης Τεχνητής Νοημοσύνης καταπιάστηκε η εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στο θεατράκι, στο Στέκι Πολιτισμού. Τίτλος της, «Από τον καλλιτέχνη στον αλγόριθμο;».
Η Μυρτώ Πετάση, μέλος του ΚΣ της ΚΝΕ και επικεφαλής της Επιτροπής Πολιτισμού του ΚΣ, έθεσε μια σειρά από ερωτήματα γύρω από τη σχέση Τέχνης και Τεχνητής Νοημοσύνης (διαβάστε εδώ), δίνοντας τη «σκυτάλη» στην Ελένη Μηλιαρονικολάκη, μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και υπεύθυνη του Τμήματος Πολιτισμού της ΚΕ, για την κεντρική εισήγηση. (Διαβάστε εδώ όλη την ομιλία)
Η Τεχνητή Νοημοσύνη θα μπορέσει τελικά να δημιουργήσει Τέχνη;
Η Ελ. Μηλιαρονικολάκη στάθηκε αναλυτικά στο «αν η Τεχνητή Νοημοσύνη θα μπορέσει τελικά να δημιουργήσει Τέχνη», ξεκινώντας από το ερώτημα αν μπορεί να αποκτήσει ανθρώπινη νοημοσύνη και σημειώνοντας:
«Η νοημοσύνη είναι η ικανότητα του ανθρώπου για νόηση, η ικανότητα να σκέφτεται, να κατανοεί, να συνειδητοποιεί τον κόσμο. Οχι μόνο να συλλαμβάνει με τις αισθήσεις του τη γύρω του πραγματικότητα, φυσική ή κοινωνική, αλλά να αναλύει, να συγκρίνει, να γενικεύει τις παραστάσεις του και να διεισδύει κάτω από την επιφάνεια των αντικειμένων και των φαινομένων, στις ιδιότητες και στις σχέσεις τους μέσα στη διαρκή κίνηση και αλλαγή τους, για να μπορεί με τη δραστηριότητά του να την αλλάζει, να την προσαρμόζει στις ανάγκες του.
Αυτή η ικανότητα δεν υπήρχε από την αρχή στον άνθρωπο, δεν ανήκει στο DNA του. Ξεκίνησε να αναπτύσσεται από τη στιγμή που άρχισε με άλλους ανθρώπους μέσα από την κοινή εργασιακή τους δραστηριότητα να παράγουν οι ίδιοι τα αναγκαία αγαθά για την επιβίωσή τους.
Στον κάθε ξεχωριστό άνθρωπο γεννιέται μέσα από την επαφή του με την πνευματική ζωή της κοινωνίας – που υπάρχει πριν από αυτόν και του μεταβιβάζεται με τη γλώσσα – και εξελίσσεται διαρκώς μέσα από τη δραστηριότητά του, την επαγγελματική εργασία, την πολιτική δράση, την ενεργή συμμετοχή του στο μαζικό κίνημα, την πολιτιστική ζωή και άλλους τομείς (…)
Για να μιλήσουμε με τη γλώσσα της φιλοσοφίας, η νόηση, ή η συνείδηση, είναι μια υποκειμενική αντανάκλαση της αντικειμενικής πραγματικότητας στο μυαλό κάθε ξεχωριστού ανθρώπου, η οποία όμως αναπτύσσεται στο έδαφος της συλλογικής ανθρώπινης συνείδησης, αυτής που αποκαλούμε κοινωνική συνείδηση, στο συγκριμένο κάθε φορά ιστορικό στάδιο ανάπτυξης της κοινωνίας (π.χ. φεουδαρχία, καπιταλισμός). Στην ταξικά διαιρεμένη κοινωνία μας η κοινωνική συνείδηση έχει ταξικά χαρακτηριστικά, αφού στη διαμόρφωσή της επιδρούν οι κύριες κοινωνικές σχέσεις, που είναι οι σχέσεις παραγωγής, δηλαδή οι σχέσεις ιδιοκτησίας (…)
Δεν είναι ο εγκέφαλος που σκέφτεται, αλλά ο άνθρωπος με τη βοήθεια του εγκεφάλου, ο άνθρωπος ως κοινωνικό είδος, κοινωνικό ον, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ο άνθρωπος ως το σύνολο των κοινωνικών του σχέσεων, κατά τη βαθιά διατύπωση του Μαρξ.
Η Τεχνητή Νοημοσύνη φαίνεται τελικά πως δεν μπορεί να αποκτήσει συνείδηση, επομένως δεν θα μπορεί να αποκτήσει ούτε φαντασία, καθώς αυτή δεν ξεπηδά από τη θεωρία των πιθανοτήτων ή ένα σύστημα νευρώνων ειδικά κατασκευασμένων για να παράγουν ποίηση, μουσική, γλυπτική. Βασίζεται στη σχέση του ανθρώπου με την πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα όμως που ο καλλιτέχνης τη βλέπει με ένα άλλο μάτι, σαν να τη βλέπει για πρώτη φορά, χωρίς στήριγμα στην έτοιμη, την κοινά παραδεκτή περιγραφή της. Ετσι μπορεί να γεννήσει το απροσδόκητο, το μοναδικό, το νέο.
Θα έλεγε κανείς ότι φαντασία είναι η ατομική παρέκκλιση από τον κανόνα και η ατομικότητα είναι ένα από τα ειδοποιά χαρακτηριστικά της Τέχνης γι’ αυτό και αποτελεί μέτρο αξιολόγησης της αισθητικής αξίας ενός έργου. Αυτήν όμως την ατομικότητα, αυτό το ανεπανάληπτο και μοναδικό της ανθρώπινης προσωπικότητας, το πιθανότερο είναι πως δεν θα μπορέσει να την αποκτήσει η Τεχνητή Νοημοσύνη, γιατί δεν την έχουν τα μαθηματικά, δεν την έχουν οι θετικές επιστήμες, στις οποίες, σε αντίθεση με την Τέχνη που είναι ατομική και υποκειμενική, επιδιώκουν την αυστηρή αντικειμενικότητα (…)
Τα συναισθήματα, πάλι, δεν εκκρίνονται από τον εγκέφαλο. Εμφανίζονται μέσα από τις σχέσεις των ανθρώπων με τη φυσική και κοινωνική πραγματικότητα, μέσα από τις σχέσεις τους με άλλους ανθρώπους. Το συναίσθημα, περισσότερο ίσως από την επιστημονική γνώση, είναι αυτό που παρακινεί σε μεγάλες πράξεις τους ανθρώπους. Για να παλέψεις για κάτι χρειάζεται να το αγαπάς και να μισείς ό,τι είναι ενάντια σ’ αυτό που για χάρη του αγωνίζεσαι. Για να παλέψεις για την απελευθέρωση του ανθρώπου από την εκμετάλλευση, χρειάζεται να ραγίζει η καρδιά σου μπροστά στη δυστυχία των ανθρώπων και να νιώθεις αποστροφή για όσους και ό,τι την προκαλεί. Τα ανώτερα ανθρώπινα συναισθήματα βρίσκονται πίσω από όλα αυτά τα ακατανόητα και αδιανόητα σήμερα για τους περισσότερους ανθρώπους μεγαλειώδη κατορθώματα στην ιστορία μας (…)
Η Τέχνη, χωρίς καθόλου να υποτιμούμε τον ρόλο της στην καλλιέργεια της ανθρώπινης νοημοσύνης, είναι το βασίλειο του συναισθήματος. Στην Τέχνη εκδηλώνεται με τη μεγαλύτερη ένταση, πληρότητα και σαφήνεια η ανθρώπινη ευαισθησία. Στην Τέχνη καταφεύγουμε στις πιο δύσκολες στιγμές της ζωής μας – “Οταν χτυπάει ο κεραυνός, τραγούδι εσύ να λες”, λέει ένας στίχος του Γκάτσου – γιατί η Τέχνη μπορεί με θετικά συναισθήματα να εξουδετερώσει τα αρνητικά, όπως τον φόβο, τον ψυχικό πόνο, την απογοήτευση, ή πάλι ένα αρνητικό συναίσθημα να το “τραγουδήσει” για να το μαλακώσει, να το καταλαγιάσει. Αρκεί μόνο να σκεφτούμε πόσα τραγούδια και θούριοι γράφτηκαν στην Κατοχή από καλλιτέχνες της ΕΑΜικής Αντίστασης. Αρκεί να σκεφτούμε ότι οι μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού με το ένα χέρι κρατούσαν το βιβλίο και με το άλλο το Μάουζερ, το όπλο τους. Μπορεί να μην είχαν ψίχα ψωμί στο σακίδιο, όμως πάντα είχαν μαζί τους ένα βιβλίο. Αρκεί να σκεφτούμε ότι στις φυλακές και τις εξορίες γράφτηκαν εκατοντάδες ποιήματα, τα περισσότερα από αγωνιστές που δεν είχαν επαγγελματική σχέση με την ποίηση, δημιουργήθηκαν πίνακες ζωγραφικής και γλυπτά, ανέβηκαν θεατρικές παραστάσεις (…)
Ας φανταστούμε τώρα μια μηχανή που κατασκευάζεται, ελέγχεται, προγραμματίζεται και εκπαιδεύεται μέσα στα άδυτα της “Google” ή της “Amazon” να παράγει ποίηση που θα παρακινεί τους Παλαιστίνιους να συνεχίσουν τον αγώνα για τη λευτεριά τους. Στην Τεχνητή Νοημοσύνη δεν είναι δυνατό να υπάρχει αντικειμενικότητα. Η αμεροληψία της είναι τόση, όση η αμεροληψία των δεδομένων που κάτω από την καθοδήγηση των ιδιοκτητών της συλλέγονται στα ψηφιακά κέντρα και εισέρχονται στο δίκτυο της Τεχνητής Νοημοσύνης, των κριτηρίων και των σκοπών που καλείται να εξυπηρετήσει. Ακόμη και τα αξιώματα, οι υποθέσεις, οι παραδοχές των επιστημόνων κατά τον σχεδιασμό και τη μελέτη των συστημάτων έχουν ταξικότητα, γιατί στη συνείδησή τους επικρατούν οι κυρίαρχες αντιλήψεις στην κοινωνία.
Βεβαίως, η σχέση κοινωνικού και βιολογικού στη διαμόρφωση του ανθρώπινου ψυχισμού είναι ένα σύνθετο θέμα, γύρω από το οποίο υπάρχει συζήτηση και προβληματισμός, που θα είναι χρήσιμο να τη συνεχίσουμε.
Γι’ αυτό ας υποθέσουμε πως παρ’ όλα όσα ειπώθηκαν μέχρι εδώ για τον κοινωνικό καθορισμό του ανθρώπινου ψυχισμού, οι επιστήμονες θα κατορθώσουν να απαγκιστρωθούν από τη νεοθετικιστική κοσμοθεωρία τους, σύμφωνα με την οποία όλα τα αντικείμενα και τα κοινωνικά φαινόμενα μπορούν να αναχθούν στα μαθηματικά, στις θετικές επιστήμες γενικότερα και να παρασταθούν με μαθηματικούς τύπους και θεωρήματα. Ας υποθέσουμε ότι θα πραγματοποιηθεί ένα άλμα στη σκέψη τους, που θα τους επιτρέψει να κατασκευάσουν τεχνητά μια νοημοσύνη στο επίπεδο της ανθρώπινης και πάνω απ’ αυτή.
Πέρα από το αναμφισβήτητο γεγονός ότι οι άνθρωποι θα είναι πάλι αυτοί που θα πραγματοποιήσουν ένα τόσο μεγάλο επιστημονικό κατόρθωμα, το ζητούμενο της εποχής μας όμως δεν είναι αυτό. Να κάνουμε τις μηχανές πιο έξυπνες από τον άνθρωπο, αλλά τον άνθρωπο ακόμη πιο ικανό και έξυπνο ώστε να μπορεί να ορίσει όχι μόνο τις μηχανές αλλά ολόκληρο το σύστημα της κοινωνικής παραγωγής και τον εαυτό του».
Είναι τέχνη αυτό που παράγεται σήμερα αποκλειστικά από την Τεχνητή Νοημοσύνη;
Απαντώντας στο «ερώτημα αν είναι τέχνη αυτό που παράγεται σήμερα αποκλειστικά από την Τεχνητή Νοημοσύνη», η Ελ. Μηλιαρονικολάκη είπε:
«Φαίνεται πως όχι. Στην καλύτερη εκδοχή της αποτελεί μίμηση της ανθρώπινης δημιουργίας. Τι συμβαίνει όμως με τα έργα που παράγονται από καλλιτέχνες με τη βοήθειά της; Σ’ αυτή την περίπτωση οι περισσότεροι καλλιτέχνες θεωρούν ότι αυτό που δημιουργούν δεν αποτελεί τέχνη. Κάποιοι λιγότεροι θεωρούν πως προσιδιάζει στην μεταμοντέρνα εννοιολογική τέχνη, μια τέχνη που υποβαθμίζει στο ελάχιστο την καλλιτεχνική εργασία με τον ισχυρισμό ότι στην τέχνη το σημαντικότερο είναι η αρχική ιδέα. Εκείνο όμως που χωρίς δεύτερη σκέψη αμφισβητούν είναι η νοημοσύνη της Τεχνητής Νοημοσύνης.
Πράγματι για την ώρα τουλάχιστον, οι περισσότεροι εικαστικοί και μουσικοί που αξιοποιούν τις δυνατότητές της Τεχνητής Νοημοσύνης (ΤΝ) στην παραγωγή καλλιτεχνικού έργου, δεν έχουν άλλη συμμετοχή στη διαδικασία της, παρά να επιλέξουν τα δεδομένα με τα οποία θα την εκπαιδεύσουν παίζοντας με το μεγαλύτερο ή μικρότερο όγκο τους, μια εργασία πολύ κοπιαστική και χρονοβόρα. Δεύτερον, να περιγράψουν την ιδέα τους και στη συνέχεια να επιμεληθούν το αποτέλεσμα. Το πολύ – πολύ να πειραματιστούν με διάφορους συνδυασμούς των τεχνικών της μηχανικής μάθησης.
Μια ουσιαστικά δημιουργική εργασία θα ήταν να διαμορφώσουν οι ίδιοι οι καλλιτέχνες τα προγράμματα και τους αλγόριθμους, τον κώδικα που θα επεξεργαστεί το έργο τους. Αλλά και πάλι προκύπτει ένα ερώτημα. Θα μπορούσε κάτι τέτοιο να χαρακτηριστεί καλλιτεχνική δημιουργία; Αλλωστε οι περισσότεροι δημιουργοί, μη έχοντας τεχνικές γνώσεις, χρησιμοποιούν υπάρχοντες κώδικες.
Μετά απ’ αυτά αναρωτιέται κανείς αν είναι ο καλλιτέχνης που δουλεύει με τη βοήθεια της μηχανής, ή η μηχανή με τη βοήθεια του καλλιτέχνη;
Εννοείται ότι δεν υπάρχει τίποτα καλλιτεχνικό σε όσα κάνει από μόνη της σήμερα η ΤΝ, χωρίς τον έλεγχο των καλλιτεχνών. Δεν έχει πρόθεση να προκαλέσει συναισθήματα, ούτε να γεννήσει προβληματισμό, δεν έχει καλλιτεχνική πρόθεση. Απλά προσπαθεί να δημιουργήσει εικόνες που αντικατοπτρίζουν την κατανόησή της για το σύνολο δεδομένων με τα οποία εφοδιάστηκε. Η όποια ανθρώπινη παρέμβαση γίνεται μόνο εκ των υστέρων».
Θυμόμαστε τους πολύτιμους συντρόφους Περικλή Δουραμάνη και Γιάννη Σκαρπερό
Τέτοιες μέρες δεν μπορεί κανείς να μη σκεφτεί αγαπημένους μας συντρόφους που δεν βρίσκονται πια ανάμεσά μας… Ακριβούς συντρόφους που έβαλαν το δικό τους λιθαράκι για να σταθεί το Φεστιβάλ, να δυναμώσει, να αναδειχθεί στο μεγαλύτερο πολιτικό και πολιτιστικό γεγονός στον χώρο της νεολαίας.
Στον χώρο του Πολιτισμού δεν μπορούμε να μη μνημονεύσουμε δύο συντρόφους μας που έδωσαν όλη τους την ψυχή για να στεριώσει και να αναπτυχθεί αυτός ο θεσμός, τον Περικλή Δουραμάνη και τον Γιάννη Σκαρπερό. Ετσι, η αναφορά της Ελένης Μηλιαρονικολάκη στους δύο συντρόφους, στην αρχή της ομιλίας της, σκεπάστηκε από ένα δυνατό και παρατεταμένο χειροκρότημα.
«Ο Περικλής Δουραμάνης σχεδίαζε και συντόνιζε τις εργασίες για όλες τις εικαστικές παρεμβάσεις στον χώρο, από το 1ο Φεστιβάλ και για 17 χρόνια. Τα γιγαντοπανό του Φεστιβάλ ήταν τότε χειροποίητα και στη δημιουργία τους συμμετείχε ολόκληρη η ΚΟΒ Εικαστικών, που εργαζόταν για μήνες, πρώτα σε μια αποθήκη για να τα ζωγραφίσει και έπειτα στο συνεργείο για να τοποθετηθούν στον χώρο. Ο σύντροφος Περικλής ήταν μια ζωντανή απόδειξη ότι ο καλλιτέχνης εργάζεται με την πραγματικότητα για να κάνει την πραγματικότητα πιο όμορφη.
Ο άλλος είναι ο Γιάννης Σκαρπερός, που υπήρξε και μέλος του Τμήματός μας, του Τμήματος Πολιτισμού της ΚΕ. Ο σύντροφος Σκαρπερός, παίρνοντας τη σκυτάλη από τον Περικλή, αξιοποίησε σε αυτήν την τέχνη, αυτόν τον κοπιαστικό συνδυασμό καλλιτεχνικής – χειρωνακτικής εργασίας, συνεργεία από συντρόφους της ΚΝΕ, που με την υπομονή, την αφοσίωση και την αγάπη του δασκάλου φρόντιζε να τους μυήσει στα μυστικά της. Ελεγε συχνά ότι εμείς θα πρέπει πάντα να φροντίζουμε για τη συνέχειά μας, να μη φαινόμαστε μοναδικοί και αναντικατάστατοι. Ο σύντροφος Γιάννης ήταν ξεχωριστός, γιατί εκτός από τις γνώσεις και τις πολύπλευρες ικανότητες κάθε εικαστικού, είχε και βαθιά θεωρητική μαρξιστική μόρφωση. Σε αυτόν χρωστάμε τις πρώτες κατευθύνσεις για τη θεωρητική επεξεργασία των θεμάτων της Τέχνης…», ανέφερε χαρακτηριστικά η Ελ. Μηλιαρονικολάκη.