Itziar Ituño – Κάτι παραπάνω από μια Inspectora
“Πάλι μπάτσος;” σκέφτηκε όταν της πρότειναν τον ρόλο της Inspectora στο Casa de Papel. Αλλά η ζωή είναι πολύ πιο πλούσια από τη φαντασία και η δική της προσωπικότητα πολύ πιο σύνθετη από όσα δείχνουν οι ρόλοι της.
Συστήθηκε στο κοινό της χώρας της και πιο ειδικά της χώρας των Βάσκων, με το ρόλο μιας αστυνομικού και στο ευρύτερο διεθνές κοινό, παίρνοντας προαγωγή ως inspectora – επιθεωρήτρια της αστυνομίας. Αλλά εν προκειμένω δεν ισχύει τpvw “ό,τι παίζεις είσαι” και οι ρόλοι της λίγα πράγματα έχουν να μας πουν για τις ιδέες της και την κοσμοθεωρία της, που της έχει διδάξει πως η πραγματικότητα είναι πιο πλούσια από την φαντασία μας.
Στην πραγματική ζωή άλλωστε κανείς δε θα εκπλησσόταν αν έβλεπε έναν αστυνομικό ως μέλος κάποιας συμμορίας. Σίγουρα όμως είναι πιο σπάνιο να βλέπεις αστυνομικούς με προβληματισμούς για το ρόλο που έχουν οι τράπεζες στο σημερινό σύστημα.
Γεννήθηκε σα σήμερα, στις 18 Ιουνίου 1974 σε μια επαρχία της χώρας των Βάσκων. Το πλήρες όνομά της είναι Ιτθιάρ Ιτούνιο Μαρτίνεθ και προδίδει τη βάσκικη καταγωγή της, αλλά για μας είναι κάπως δύσκολο στην προφορά και οι πιο πολλοί του αλλάζουν τα φώτα. Σπούδασε θέατρο και κοινωνιολογία, η οποία της τράβηξε το ενδιαφέρον για να μελετήσει τις ανισότητες και τις αντιθέσεις της κοινωνίας μας. Κατάλαβε όμως ότι δε θα της έδινε σοβαρή επαγγελματική προοπτική, κι αναγκάστηκε να δουλέψει για λίγο στην παραγωγή, όπου βίωσε στην πράξη την αποξένωση που σατίριζαν οι “Μοντέρνοι Καιροί” του Τσάπλιν. Δεν ξέρουμε αν “φταίει” η Κοινωνιολογία για την “αριστερόστροφη” σκέψη της, σίγουρα πάντως τη βοήθησε να εμβαθύνει στους χαρακτήρες των ρόλων που παίζει.
Την κέρδισε τελικά η πρώτη της αγάπη, καθώς ξεκίνησε τη θεατρική σχολή από την εφηβεία της, πιστεύοντας πως θα τη βοηθούσε να καταλάβει τον κόσμο, ακόμα κι αν δεν της έδινε δουλειά ως ηθοποιό. Το βάσκικο ιδίωμα της δίνει το εισιτήριο για το ρόλο μιας λεσβίας αστυνομικού σε μια σαπουνόπερα που έγινε η μακροβιότερη στην ιστορία της βασκικής τηλεόρασης. Κάνει παράλληλα αρκετές καλλιτεχνικές δουλειές, αλλά το μεγάλο άλμα και η καταξίωση έρχεται με το ρόλο της inspectora, της επιθεωρήτριας Ρακέλ Μουρίγιο, που επιχειρεί αρχικά να συλλάβει τους ληστές του Casa de Papel, για να ερωτευτεί στη συνέχεια τον profesor και να περάσει τελικά με το μέρος τους, παίρνοντας το ψευδώνυμο Lisboa -αν και ήδη όλοι γνώριζαν την ταυτότητά της.
Έκτοτε οι περισσότεροι την ταυτίζουν μοιραία με αυτό τον ρόλο, που επισκιάζει τις άλλες δουλειές της, και με τη σειρά που προκαλεί πλήθος συζητήσεων και διαφωνίες. Η ίδια λέει πως το Casa de Papel είναι ένας απόηχος όσων συμβαίνουν στον πραγματικό κόσμο, και οφείλει την επιτυχία του στην ταύτιση του κοινού με τη συμμορία που λειτουργούσε σαν μια εκδοχή του Ρομπέν των Δασών: Δεν έκλεβε κανέναν, αλλά ήθελε να τυπώσει χρήματα για λογαριασμό της, περίπου όπως κάνουν τα κράτη και οι τράπεζες για το δικό τους συμφέρον. Ή όπως λέει και το τραγούδι “Ληστέψανε την τράπεζα και τι με νοιάζει εμένα, δεν είμαι με κανέναν/σου λέω καλά της κάνανε/γιατί μας προκαλούσε/γεμάτη εκατομμύρια/ενώ κι ο Θεός πεινούσε“.
Στον αντίποδα, πολλοί είναι αυτοί που δεν αντέχουν την επιφανειακή κριτική για τις τράπεζες και την πατριαρχία που δεν προχωράει σε βάθος, και αναπτύσσουν αντανακλαστικά ενάντια στον ρηχό εναλλακτισμό, τη μόδα των ισπανικών και του Bella Ciao, που ακούγεται πλέον παντού σα σουξέ, ακόμα και στα κλαμπάκια.
Η ίδια απαντά σχετικά:
“Πολλοί νέοι, είναι αλήθεια, εκφράζονται μέσα από το Bella Ciao. Αμφιβάλλω εάν γνωρίζουν ότι είναι ένα τραγούδι που ξεκίνησε από τους παρτιζάνους της Ιταλίας κόντρα στο φασισμό. Δεν μου αρέσει να το ακούω σε μια ντισκοτέκ. Με κουράζει. Όταν ακούω την αυθεντική εκτέλεση, είναι άλλη αίσθηση. Θα πεις από την άλλη το σημαντικό είναι ν’ ακούγεται. Κάτι θα μείνει στον άλλον, σκέφτεσαι. Αλλά το να το ακούω σε remix σε ντισκοτέκ και σε club δεν μου αρέσει. Έτσι κι αλλιώς είμαι της ροκ μουσικής (γέλια)”.
Το τελευταίο το λέει ως μουσικός που συμμετέχει σε τρία συγκροτήματα: Ένα με λαϊκή βασκική μουσική, ένα με παλιά τραγούδια της δεκαετίας του ’80 κι ένα τρίτο, με δικές τους συνθέσεις, πάντα στη γλώσσα των Βάσκων. Έχει τραγουδήσει επίσης κομμάτια όπως το “No es no”, δηλαδή το “Όχι σημαίνει όχι” καθώς οι επιθέσεις σε γυναίκες που φθάνουν ως τη γυναικοκτονία είναι μείζον ζήτημα στην Ισπανία, ενώ η ίδια έχει βιώσει το σεξισμό στο χώρο της, κι έχει πέσει θύμα ενδοοικογενειακής βίας.
Πρόσφατα βρέθηκε θετική, ευτυχώς με ελαφρά συμπτώματα, στον κορονοϊό και δε δίστασε να μιλήσει ανοιχτά για τις ευθύνες της πολιτείας, που άργησε να αντιδράσει και δεν υπέβαλε σε μαζικά τεστ τον πληθυσμό, προσθέτοντας ότι δεν είναι θέμα απλά μιας κυβέρνησης, αλλά οργάνωσης του δυτικού τρόπου ζωής.
Παλιότερα συμμετείχε και σε μια διαδήλωση για τα δικαιώματα των κρατουμένων της ΕΤΑ, λέγοντας θαρρετά ότι δημοκρατία σημαίνει να μπορείς να διαδηλώσεις γι’ αυτό που πιστεύεις, ακόμα κι αν η άποψή σου διαφέρει από αυτή της πλειοψηφίας.
Κι αυτές είναι μόνο μερικές ψηφίδες του προφίλ μιας ηθοποιού που μπορεί να μην είναι στρατευμένη, σίγουρα όμως παραμένει ανήσυχη. Ποτέ της δε δήλωσε επαναστάτρια, ούτε προφανώς το Casa de Papel είναι κάποιου είδους κοινωνικό μανιφέστο σε συσκευασία τηλεοπτικής σειράς, κατά συνέπεια είναι άδικο να το κρίνουμε βάζοντας τόσο ψηλά τον πήχη. Έχουμε συνηθίσει άλλωστε τη δικαιολογία “ναι, αλλά για Χόλιγουντ είναι πολύ προωθημένο”, οπότε δεν προκύπτει γιατί πρέπει να σκεφτούμε διαφορετικά για μια ισπανική παραγωγή του Netflix, κι αλίμονο αν περιμέναμε από τέτοιες σειρές να καλύψουν το κενό της πολιτικής τέχνης στις μέρες μας.
Σε τελική ανάλυση, το βασικό πρόβλημα του Casa de Papel δεν είναι το πολιτικό κομμάτι, αλλά ότι έγινε θύμα της επιτυχίας της, κράτησε παραπάνω απ’ όσο έπρεπε, δηλαδή δύο σαιζόν, και οι παραγωγοί και σεναριογράφοι την τραβούν από τα μαλλιά επειδή φέρνει κέρδος. Αλλά γι’αυτό σίγουρα δεν ευθύνεται η Ιτθιάρ Ιτούνιο, μια από τις βασικές αιτίες για να συνεχίσει κανείς να βλέπει τη σειρά μετά το δεύτερο κύκλο.