Ακίρα Κουροσάβα – Η ασιατική τίγρης της μεγάλης οθόνης

Το πρωτοποριακό έργο του Ακίρα Κουροσάβα άνοιξε τις πύλες της Άπω Ανατολής στη Δύση με ένα μοναδικό συνδυασμό ιαπωνικής αισθητικής, φιλοσοφίας και ιστορικού καμβά, και δυτικότροπης αίσθησης του δράματος και της πλοκής.

Μπορεί σήμερα ο ιαπωνικός και ευρύτερα ο ασιατικός κινηματογράφος να μη χρειάζεται συστάσεις, καθώς τον θεραπεύει πλήθος άξιων δημιουργών με διεθνές κοινό, αυτό όμως δεν ήταν καθόλου αυτονόητο πριν το πρωτοποριακό έργο του Ακίρα Κουροσάβα που άνοιξε τις πύλες της Άπω Ανατολής στη Δύση με ένα μοναδικό συνδυασμό ιαπωνικής αισθητικής, φιλοσοφίας και ιστορικού καμβά, και δυτικότροπης αίσθησης του δράματος και της πλοκής, συχνά παρμένης από ευρωπαϊκά λογοτεχνικά έργα και θρίλερ.

Γεννήθηκε στο Τόκιο της αυτοκρατορικής Ιαπωνίας στις 23 Μάρτη 1910 και ήταν γιος δασκάλου γυμναστικής και πρώην στρατιωτικού. Αρχικά φοίτησε σε καλλιτεχνική σχολή, φιλοδοξώντας να γίνει ζωγράφος. Σύντομα όμως τον κέρδισε ο κινηματογράφος κι από το 1936 ως το 1943 εργάστηκε ως βοηθός σκηνοθέτη και σεναριογράφος. Τα σενάριά του δε γυρίστηκαν όλα σε ταινίες, ωστόσο κυκλοφόρησαν σε περιοδικά του χώρου κι αρκετά βραβεύτηκαν. Την ίδια χρονιά, η πρώτη προσωπική του ταινία “Σανσίρο Σουγκάτα” με θέμα πρωταθλητές του Τζούντο γνώρισε επιτυχία, κι ως το τέλος του πολέμου γύρισε άλλες δυο ταινίες, εκ των οποίων η τελευταία κυκλοφόρησε το 1952, επειδή από τους σύμμαχους απαγορεύονταν οι ταινίες που πραγματεύονταν το φεουδαρχικό παρελθόν της χώρας.

Στην ταινία “Όχι τύψεις για τη νιότη μας” (1946) επικρίνει τον ιαπωνικό μιλιταρισμό μέσω της ιστορίας ενός ανθρώπου που εκτελείται ως κατάσκοπος στη διάρκεια του πολέμου. Διάσημος γίνεται με το “Μεθυσμένο Άγγελο” το 1948, όπου αναπαρίσταται η απελπισία της μεταπολεμικής Ιαπωνίας μέσα από την ιστορία ενός κακοποιού κι ενός αλκοολικού γιατρού.

Ακίρα Κουροσάβα

Η πρώτη μεγάλη διεθνής επιτυχία για τον Κουροσάβα ήρθε με το “Ρασομόν”, βασισμένο σε δύο διηγήματα, όπου τέσσερις άνθρωποι αφηγούνται με πολύ διαφορετικό τρόπο ένα βιασμό και μια δολοφονία στην Ιαπωνία του 10ου αιώνα. Η ταινία κέρδισε τόσο το μεγάλο βραβείο του Φεστιβάλ Βενετίας, όσο και το Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας. Μετά το επίσης αξιόλογο δράμα “Να ζεις”, ακολούθησε η γνωστότερη και πιο πετυχημένη εμπορικά ταινία του σκηνοθέτη, οι “Επτά Σαμουράι”, όπου επτά σαμουράι δίχως ηγέτη υπερασπίζονται ένα χωριό από συμμορία ληστών. Εδώ ο Κουροσάβα κατορθώνει να συνδυάσει την πλοκή του γουέστερν με ένα καθαρά ιαπωνικό περιβάλλον.

Ασυγκίνητο αντίθετα έμεινε το κοινό από την ταινία “Ζω με το φόβο” (1955), με θέμα ένα φόβο πυρηνικού ολοκαυτώματος. Ακολούθησαν τρεις ταινίες βασισμένες σε έργα του Ντοστογιέφσκι, του Σέξπιρ και του Μαξίμ Γκόρκι. “Ο όρμος του αίματος” μάλιστα, μια ελεύθερη διασκευή του Μάκβεθ, έχει χαρακτηριστεί η πιο επιτυχημένη σαιξπηρική ταινία όλων των εποχών.

“Ρασομόν”

Το 1960 έστησε τη δική του εταιρία παραγωγής, με την οποία γύρισε κυρίως εμπορικές ταινίες, με πρωταγωνιστές σαμουράι. Η εταιρεία του ναυάγησε (;) ενώ κι άλλοι Ιάπωνες παραγωγοί αρνούνταν να χρηματοδοτήσουν τα μεγαλεπήβολα κινηματογραφικά του σχέδια. Προσπάθησε να βρει την τύχη του στο Χόλιγουντ, όπου επίσης καμία από τις ταινίες του δεν ολοκληρώθηκε και πάλι λόγω κόστους. Η πρώτη του ταινία μετά από έξι χρόνια, μια έγχρωμη κωμωδία με θέμα τη ζωή στις φτωχογειτονιές, απέτυχε εμπορικά και βύθισε σε τέλμα το σκηνοθέτη. Από το αδιέξοδο αυτό βγήκε στα μέσα της δεκαετίας του 70′, όταν κατόπιν πρόσκλησης της σοβιετικής κυβέρνησης, γυρισε στη Σιβηρία την ταινία “Ντέρσου Ουζάλα ” με θέμα τη ζωή ενός ερημίτη. Τις θετικές εμπειρίες του Κουροσάβα, παρά τις ιδεολογικές του διαφορές με την ΕΣΣΔ, μπορείτε να τις βρείτε εδώ.

Το 1980 επέστρεψε στη γνώριμη θεματολογία των Σαμουράι, με τον “Σκιώδη πολεμιστή”. Τελευταίο του αριστούργημα θεωρείται το επικό “Ραν ” (Χάος), μια ιαπωνική εκδοχή του βασιλιά Λιρ, με κόρες στη θέση των αχάριστων γιων ενός ηλικιωμένου μονάρχη στην Ιαπωνία του 16ου αιώνα. Οι επόμενες ταινίες του δεν είχαν την ίδια απήχηση, ωστόσο ως σύνολο το έργο θεωρούνταν ήδη κλασικό, πριν ακόμα ο σκηνοθέτης φύγει από τη ζωή, σαν σήμερα το 1998.

Δύσκολες Νύχτες

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6


Notice: Only variables should be passed by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/functions.php on line 38

Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/functions.php on line 38
1 Σχόλιο

  • Ο/Η Hossain Sabzian λέει:

    Νομίζω πως στον Κουροσάβα χρωστάμε και τα σπαγγέτι γουέστερν. Η πρώτη ταινία από την τριλογία του Σέρτζιο Λεόνε με τον Κλιντ Ίστγουντ, το “Για μια χούφτα δολάρια”, είναι αντιγραφή του θρυλικού Yojimbo (1961). Ο Κουροσάβα είχε διαμαρτυρηθεί στον Λεόνε που δεν το είχε αναφέρει. Η σχέση των ταινιών γουέστερν με αυτή των αντίστοιχων σαμουράι είναι απολύτως διαπλεκόμενη, δύσκολο να εντοπίσεις ποιος έκανε πρώτος τι ενώ και τα διάφορα υπό-είδη που προκύψανε (νίντζα-καράτε-σπαγγέτι μέχρι τον Ταραντίνο και τους διάφορους “Ταραντίνους”) έχουν μεγάλες ομοιότητες μεταξύ τους.
    Μία πολύ όμορφη ταινία του Κουροσάβα η οποία περιγράφει τη σχέση ενός φτωχού ερωτευμένου ζευγαριού στην μετά τον πόλεμο Ιαπωνία είναι το “Μία υπέροχη Κυριακή”- Subarashiki nichiyôbi (1947) – Ο Κουροσάβα νομίζω πως δεν έκανε πολλές ταινίες με “πρωταγωνίστρια” τη φτώχεια που ζούσαν οι συμπατριώτες του μετά τον πόλεμο όπως άλλοι μεγάλοι σκηνοθέτες (Ναρούσε, Κομπαγιάσι, κ.α). Για τους απόκληρους και το αποτυχημένο εισπρακτικά αλλά πολύ καλό Dodesukaden (1970)

Κάντε ένα σχόλιο: