«Αξιαγάπητη / Loveable» της Λίλια Ινγκολφσντοτίρ (Νορβηγία, 2024)
Κινηματογράφος και Ψυχανάλυση συναντιούνται, αναδεικνύοντας τις πολυσύνθετες πτυχές της ανθρώπινης προσωπικότητας.
Το 1895 είναι η χρονιά εφεύρεσης της μηχανής προβολής από τους αδελφούς Lumier καθώς και της πρώτης δημόσιας προβολής των ταινιών τους, ενώ ταυτόχρονα δημοσιεύονται και οι Μελέτες για την Υστερία των Breuer και Freud. Ψυχανάλυση και κινηματογράφος, διανύουν έκτοτε πορείες που μερικές φορές συναντιούνται, γιατί η κινηματογραφική γλώσσα παρουσιάζει έναν πολύ μεγάλο βαθμό συνάφειας με τη γλώσσα της ψυχανάλυσης, αφού κινηματογράφος και ψυχανάλυση αναδεικνύουν μέσα από την τέχνη και την επιστήμη αντίστοιχα, τις πολυσύνθετες πτυχές της ανθρώπινης προσωπικότητας.
Στον χώρο του κινηματογράφου ο “μετρ της ψυχανάλυσης”, αφού οι ταινίες του (“Περσόνα”, “Φθινοπωρινή Σονάτα”, “Σκηνές από έναν Γάμο”) παρουσίαζαν πολύ έντονο ψυχαναλυτικό ενδιαφέρον, θεωρείται κατά πολλούς ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν. Από τις Σκανδιναβικές χώρες μας έρχεται και η ταινία της Νορβηγίδας Λίλια Ινγκολφσντοτίρ, που αποτελεί και το κινηματογραφικό της ντεμπούτο. Επηρεασμένη αρκετά και αντλώντας στοιχεία από τον κινηματογράφο του Μπέργκμαν η ταινία της αποτελεί μια πολύ ευχάριστη έκπληξη.
Η Μαρία δείχνει μία δυναμική γυναίκα που ζει με τα δύο μικρά παιδιά της αφού πρόσφατα έχει χωρίσει. Δείχνει να πατάει γερά στα πόδια της, να είναι ιδιαίτερα μαχητική και επίμονη, χαρακτηριστικά που αναδεικνύονται ακόμη περισσότερο, όταν γνωρίζει σε ένα πάρτι τον Σίγκμουντ, που με την πρώτη ματιά τον ερωτεύεται και θέτει ως στόχο της να τον κατακτήσει, κάτι που φέρνει εις πέρας.
7 χρόνια μετά, τη συναντάμε με δύο επιπλέον παιδιά να έχει μεγαλώσει την οικογένεια της, έχοντας στο πλάι της τον άνδρα που ερωτεύτηκε και αγάπησε, τον Σίγκμουντ. Τη συναντάμε όμως διαφορετική. Πιο νευρωτική, πιο αγχωμένη, πιο κουρασμένη σαν να χάνει σιγά σιγά τον έλεγχο της κατάστασης στην προσπάθεια της να διαχειριστεί όλα τα προβλήματα μιας πολυμελούς οικογένειας, που περιλαμβάνει δυο έφηβους και δύο μικρά παιδιά, στην προσπάθειά της να ικανοποιήσει τις ανάγκες όλων, μόνη τις περισσότερες φορές, αφού ο Σίγκμουντ λείπει αρκετά, εξαιτίας των επαγγελματικών του υποχρεώσεων. Τα ξεσπάσματα θυμού, συχνά φέρνουν τη γκρίνια και σταδιακά την απομάκρυνση της από τον σύντροφό της, αλλά και από τη έφηβη κόρη της που αντιδρά όλο και πιο έντονα εκφράζοντας τη δυσαρέσκειά της στον τρόπο με τον οποίο η μητέρα της συμπεριφέρεται απέναντί της. Ο έλεγχος χάνεται και μαζί με αυτόν και η υπομονή του Σίγκμουντ, που νιώθοντας ότι ασφυκτιά στο οικογενειακό περιβάλλον, ζητά από τη Μαρία να χωρίσουν. Και τότε ο κόσμος της Μαρίας καταρρέει…
«Αν με αφήσεις, θα πεθάνω» η πρώτη της αντίδραση, η πρώτη της δήλωση. Ο κόσμος της Μαρίας γκρεμίζεται. Η Μαρία αρνείται να αποδεχτεί μία τέτοια απόφαση, τρέμει στην ιδέα της εγκατάλειψης και εκλιπαρεί τον σύζυγό της, προσπαθώντας να σώσει τη σχέση της.
Ζωή, έρωτας, ψυχικός θάνατος αρχίζουν να ξεπροβάλλουν σε ένα μπερδεμένο κουβάρι πίσω από τις λέξεις, τα βλέμματα, πίσω από τις σκέψεις και τα συναισθήματα που κατακλύζουν τη Μαρία τις δύσκολες μοναχικές νύχτες στο έρημο διαμέρισμα στο οποίο καταφεύγει μετά την απόφαση του συζύγου της.
Ξεκινώντας από το μηδέν η Μαρία με τη βοήθεια της ψυχοθεραπεύτριάς της θα προσπαθήσει να ανακαλύψει το νήμα του μπερδεμένου κουβαριού της ζωής της και να βάλει αυτή τη ζωή σε μια τάξη. Σταδιακά την παρακολουθούμε να συνδιαλέγεται με τον εαυτό της και να αρχίζει να αποδομεί το προσωπείο που χρόνια τώρα καλλιεργούσε συστηματικά και φυλακιζόταν σε αυτό, όλο και πιο πολύ αποξενωμένη από τον πραγματικό της εαυτό. Μία απομάκρυνση που ξεκινά από τα παιδικά της χρόνια , στα οποία «επιστρέφει», αναζητώντας μία δημιουργική συνάντηση με τη μητέρα της, μία συνάντηση που καθώς φαίνεται δεν πραγματοποιήθηκε την εποχή που θα βοηθούσε σημαντικά την ίδια ως παιδί, στην ομαλή μετάβαση του προς την ενήλικη ζωή.
Με πολύ λεπτούς χειρισμούς η Λ. Ινγκολφσντοτίρ, διατηρώντας τις πολύ ευαίσθητες ισορροπίες ανάμεσα στον κινηματογράφο και την ψυχανάλυση, αποφεύγοντας να καταστεί η ταινία της ένα εύκολο “εγχειρίδιο αυτοβοήθειας” -αν εξαιρέσουμε μόνο τη σκηνή στον καθρέφτη, όπου με λόγια μας λέει αυτό που προηγουμένως το είχε στηρίξει καλά, οπότε τα λόγια εκεί περιττεύουν και μας προσγειώνουν κάπως απότομα με την χιλιοειπωμένη απλοϊκότητά τους- η σκηνοθέτης αποφεύγει την ευκολία της απόδοσης ευθυνών στους γονείς ή στον περίγυρο ή και την ίδια την ηρωίδα μας. Στο μικροσκόπιο της κινηματογραφικής αφήγησης και ανάλυσης της προσωπικότητας της ηρωίδας της, μπαίνει ο τρόπος που η αλληλεπίδραση της με τον περίγυρο, αλλά και τα ίδια τα ιδιοσυγκρασιακά στοιχεία του χαρακτήρα της, την οδηγούν σε ρόλους, όπως αυτός της χειραφετημένης γυναίκας, που προσπαθεί να τα έχει όλα υπό έλεγχο, κουβαλώντας ασυνείδητα στους ώμους της διαγενεαλογικά τραύματα, φροντίζοντας πάντα να κρύβει τον διαρκή φόβο της μη αποδοχής και της απόρριψής από τους άλλους, καθώς και τον φόβο της αποκάλυψης των αδυναμιών της. Τον φόβο μήπως πάψουν να την αγαπούν. Μήπως πάψει να είναι η “αξιαγάπητή” τους.
Ο τρόπος που η Λ. Ινγκολφσντοτίρ τα κινηματογραφεί όλα αυτά -με τα πολύ κοντινά της στο πρόσωπο της Μαρίας (εξαιρετική η ερμηνεία της Χέλγκα Γκούρεν) η επανάληψη της ίδιας σεκάνς κάτω από διαφορετικές κάθε φορά οπτικές που ανακύπτουν στην εξέλιξη της εσωτερικής διαδρομής της Μαρίας, η προσωπική αφήγηση που κινητοποιείται από τις ερωτήσεις της ψυχοθεραπεύτριας- μάς φέρνει πολύ κοντά στην ηρωίδα. Στους συναισθηματικούς της ακροβατισμούς που άλλοτε την κάνουν συμπαθητική, άλλοτε όχι, στα λάθη και τα πάθη της που σίγουρα κάτι πολύ δικό μας, μας θυμίζουν, έτσι που βγαίνοντας από την αίθουσα νιώθουμε τη θεραπευτική επίδραση που έχει πάνω μας η σωστή συμπόρευση κινηματογράφου και ψυχανάλυσης.