«Αλύγιστος Νίκος» – Μια… «ευλύγιστη» ματιά σε έναν αλύγιστο της ταξικής πάλης
Η ταινία σε αφήνει με ανάμικτες εντυπώσεις, χωρίς σαφή απάντηση στο ερώτημα αν αξίζει να δει κανείς το ντοκιμαντέρ για τον Ζαχαριάδη και μια επιφανειακή, “απολίτικη” ματιά, που φέρνει έναν αλύγιστο αγωνιστή στα δικά της μέτρα.
Έχοντας την ευκαιρία να παρακολουθήσω τη δημοσιογραφική προβολή της ταινίας «αλύγιστος Νίκος», στο ιστορικό «Studio», και τη συνέντευξη τύπου που ακολούθησε με τον Ρώσο σεναριογράφο Ντιμίτρι Μιζγκούλιν και τον γιο του Ζαχαριάδη, Σήφη (Αλεξέι), έμεινα στο τέλος με ανάμικτες εντυπώσεις. Και δε θα είχα μια καθαρή, μονοσήμαντη απάντηση στο ερώτημα αν προτείνω στους αναγνώστες να δουν το ντοκιμαντέρ.
Σίγουρα υπάρχουν πολλά κίνητρα και λόγοι στα υπέρ.
-Μια ταινία για τον ιστορικό ηγέτη του ΚΚΕ έχει -αν μη τι άλλο- πάντα ξεχωριστό ενδιαφέρον και δεν υπάρχουν πολλές αντίστοιχες δουλειές που να τιμούν τη μνήμη του Νίκου Ζαχαριάδη. Ένας αγωνιστής που έμεινε αλύγιστος στις φυλακές και τις εξορίες των εχθρών του, στο κολαστήριο του Νταχάου, υπέμεινε τις άδικες κατηγορίες των παλιών του συντρόφων χωρίς να προδώσει τις αρχές του και απέδειξε στην πράξη πως την τιμή κανείς δεν μπορεί να σου την αφαιρέσει.
-Ο «αλύγιστος Νίκος» περιλαμβάνει την τελευταία ίσως μαρτυρία του Αλέξη Πάρνη, που έφυγε πλήρης ημερών, λίγους μήνες πριν συμπληρώσει έναν αιώνα ζωής και δει την ταινία ολοκληρωμένη να κυκλοφορεί στις κινηματογραφικές αίθουσες.
Ο Πάρνης συνδέθηκε στενά με τον Νίκο Ζαχαριάδη και ήταν ίσως ο μόνος έλληνας λογοτέχνης που άφησε τέτοιο αποτύπωμα στα ρωσικά γράμματα και τις τέχνες. Είναι ενδεικτικό πως η επίδοση με τις εκατοντάδες παραστάσεις του δικού του θεατρικού έργου «το Νησί της Αφροδίτης» που ανέβαιναν κάθε χρόνο ανά τη σοβιετική επικράτεια, παραμένει μάλλον αξεπέραστη μέχρι σήμερα.
Οι θεατές έρχονται σε επαφή με πτυχές του έργου του και έχουν την ευκαιρία να αγοράσουν από το Studio κάποια βιβλία του, σε νέες αλλά και παλιές, συλλεκτικές εκδόσεις. Καλύτερα όμως να ξεκινήσουν τη «γνωριμία τους» με το «Γεια χαρά, Νίκος» και την αλληλογραφία του λογοτέχνη με τον Ζαχαριάδη, για να αντιληφθούν καλύτερα το στίγμα του Πάρνη και να είναι υποψιασμένοι για την πολιτική του θέση.
-Η ταινία αναδεικνύει τις πιο σημαντικές καμπές της ζωής του Ζαχαριάδη, στέκεται στις ανθρώπινες σχέσεις του με τον γιο του, τη δεύτερη σύζυγό του (Ρούλα Κουκούλου) και τον Πάρνη, ενώ συγχρόνως αναδεικνύει κάποια ιστορικά γεγονότα: πχ την καθοριστική συμβολή της Ελλάδας στην αναβολή και καθυστέρηση της ναζιστικής επιχείρησης «Μπαρμπαρόσα» εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης (που είναι σχετικά άγνωστη στις νεότερες ρωσικές γενιές). Και το γεγονός πως η χώρα μας ήταν η μοναδική που απελευθερώθηκε από τις δικές της αντιστασιακές δυνάμεις, χωρίς άμεση συμμετοχή συμμαχικών στρατευμάτων στο ελληνικό έδαφος -ο κύριος όγκος των Βρετανών κατέφτασε κατόπιν εορτής, για πολύ διαφορετικούς λόγους.
-Στο παρελθόν υπήρξαν και άλλες ανάλογες απόπειρες για ένα αντίστοιχο ντοκιμαντέρ, που σκόνταψαν σε δυσκολίες και εμπόδια. Η προσπάθεια αυτή δε θα είχε ευδοκιμήσει χωρίς την καθοριστική συμβολή κάποιων συντελεστών αλλά και τη σφραγίδα της New Star, που στηρίζει διαχρονικά ένα διαφορετικό σινεμά, με πολιτικές προεκτάσεις, που επιβιώνει από τις Συμπληγάδες της εμπορευματοποίησης και του δόγματος «η τέχνη για την τέχνη», τον διάχυτο αντικομμουνισμό κτλ. Δεν είναι τυχαίο ότι προβάλλεται πρώτα στην Ελλάδα, μολονότι απευθύνεται μάλλον στο ρωσικό κοινό -που αγνοεί βασικές πτυχές της ιστορίας ή και τον ίδιο τον Ζαχαριάδη ως προσωπικότητα.
-Θα σταθώ σε κάποια σημεία από τη συνέντευξη τύπου που ακολούθησε, γιατί καταγράφηκαν στη μνήμη ενιαία, ως αδιάσπαστη εμπειρία, από την προβολή του ντοκιμαντέρ.
Μεταξύ πολλών συγκινητικών στιγμών, ξεχωρίζω: την αγωνία του Σήφη αν ήρθε/έγραψε σχετικά ο Ριζοσπάστης.
Τη συγνώμη του για τα «σπασμένα ελληνικά», γιατί μετά τα έξι του χρόνια, ο εκτοπισμένος πατέρας του αποφάσισε πως θα μιλάνε μόνο ρωσικά στο σπίτι, και ένα μικρό παιδί μπορεί να ξεχάσει εξίσου γρήγορα/εύκολα όσα μάθαινε στην αρχή.
Την αναφορά του στο πρώτο γράμμα του Νίκου Ζαχαριάδη από τις φυλακές του Μεταξά τον Οκτώβρη του 1940 -«το καλύτερο πράγμα που έκανε ο πατέρας μου, αλλά στο Κρεμλίνο το θεώρησαν λάθος και του άσκησαν κριτική για αυτό».
Την ανάμνηση της εκδήλωσης στο Σοργκούτ της Σιβηρίας, με την παρουσία 50 Ελλήνων και της Αλέκας επικεφαλής κλιμακίου του ΚΚΕ, της τιμητικής πλάκας και της αλέας που φέρει πλέον το όνομα του Ζαχαριάδη, δίπλα στη δεντροστοιχία που πήρε το όνομά της από τον Ντιμιτρόφ!
Τους ύμνους του Σήφη στην ελληνορωσική φιλία, ανεξάρτητα από τη στάση των κυβερνήσεων που… «δεν έχουν αίσθηση της πραγματικότητας». Την εκτίμηση πως κανείς λαός δεν αγαπά την Ελλάδα, όπως οι Ρώσοι. Και το δηκτικό σχόλιο για την παρουσία των Ναζί του Αζόφ στο ελληνικό κοινοβούλιο.
Την ανέκδοτη στιχομυθία με τον πατέρα του, 2-3 χρόνια πριν τον θάνατό του, και την «προφητεία» πως τα επόμενα 100 χρόνια θα εμφανιστεί ένας νέος Μαρξ και ο σοσιαλισμός θα επικρατήσει σε όλον τον κόσμο. «Έχουν περάσει 50 και περιμένουμε….» είπε στο τέλος ο Σήφης (Αλεξέι).
Και προπαντός, την απέραντη, τρυφερή αγάπη για τον πατέρα του, που του αποκάλυψε την αλήθεια για την πραγματική πολιτική του διαδρομή και τις διώξεις που αντιμετώπιζε, μόνο όταν ο Σήφης είχε γίνει 15 χρονών, γιατί… «δεν ήθελα να φανεί πως δεν είμαι αντικειμενικός», όπως του είχε πει.
Παράλληλα, ο Μιζγκούλιν ανέφερε μια «διαφωνία» που είχαν με τον Σήφη, για το αν χρειαζόταν πιο εκτενής αναφορά στην καθαίρεση του Ζαχαριάδη και τα στελέχη των έξι ΚΚ που συγκρότησαν την επιτροπή για τη σύγκληση της 6ης Ολομέλειας του ’56, που τα ονόματά τους τα «περιέλαβε το σκουπιδαριό της ιστορίας», σε αντίθεση με το όνομα του ΝΖ.
Ενώ έκλεισε λέγοντας προς τους παριστάμενους κριτικούς-δημοσιογράφους: «μας συγχωρείτε, αν σας φάνηκε ότι κάναμε κάποιο λάθος, σε κάποιο σημείο». Κι αφού μας δίνει την πάσα, θα ήταν ασυγχώρητο να μην επισημάνουμε κάποια βασικά λάθη.
Η ταινία έχει μια σειρά αστοχίες, όχι τόσο λόγω προχειρότητας όσο κυρίως εξαιτίας της οπτικής γωνίας που επιλέγει. Δεν έχει νόημα να γίνει μια εξαντλητική αναφορά, σημειώνω όμως ενδεικτικά κάποια χαρακτηριστικά σημεία.
-Κάνει μια ελλιπή αναφορά στο πρώτο γράμμα του Νίκου Ζαχαριάδη, αγνοώντας τα δύο επόμενα, που το συμπληρώνουν και αναδεικνύουν το συνολικό πολιτικό του σκεπτικό.
-Μιλάει για το «ΟΧΙ» του Μεταξά (!), κάτι που δεν ειπώθηκε ποτέ από τον ίδιο στην πράξη, ούτε καν φραστικά -τουλάχιστον με αυτή τη διατύπωση. Alors, c’ est la guerre…
-Τα στιγμιότυπα για την 6η Ολομέλεια είναι οπτικά επενδυμένα με φωτογραφίες από το 10ο Συνέδριο του ΚΚΕ -το πρώτο μετά τη νομιμοποίησή του! Αντίστοιχες αστοχίες υπάρχουν στα πλάνα για τη βοήθεια των σοσιαλιστικών χωρών προς τον ένοπλο αγώνα του ΔΣΕ (με πλάνα από τεθωρακισμένα άρματα μάχης!) και αλλού.
-Το ντοκιμαντέρ αναφέρεται ακόμα και στα διαβόητα «χαρτάκια» της Μόσχας (όχι της Γιάλτας, που ήταν πολύ αργότερα) μεταξύ Τσώρτσιλ και Στάλιν, που μοίρασαν -υποτίθεται- τον κόσμο σε σφαίρες επιρροής. Καταπίνει αμάσητη και αναμασά, δηλαδή, την εκδοχή των απομνημονευμάτων του Τσώρτσιλ -που γράφτηκαν μετά τον θάνατο του Στάλιν.
Αυτό όμως δεν είναι το μόνο πρόβλημα.
Οι Ρώσοι είναι ειδικοί στο να αφηγούνται μια ωραία ιστορία -τους βοηθά ακόμα και η προφορά τους ή η χροιά της γλώσσας τους σε αυτό. Η ιστορία του Νίκου Ζαχαριάδη, όμως, δεν είναι ένα παραμυθάκι όπως τα άλλα. Απαιτεί συστηματική έρευνα, ιστορική ακρίβεια, πολιτικό κριτήριο. Το ντοκιμαντέρ για τον «αλύγιστο Νίκο» δεν απέτυχε απλώς να πιάσει αυτές τις προϋποθέσεις, αλλά το έκανε συνειδητά (!), όπως επιβεβαιώθηκε και στη συνέντευξη τύπου -από τις σχετικές ερωτήσεις του «Ριζοσπάστη».
Ο Μιζγκούλιν είπε ότι ο στόχος τους δεν ήταν μια ιστορική, ιδεολογική αποτίμηση, αλλά να αφηγηθούν την τύχη δύο επιφανών Ελλήνων σε μια ξένη χώρα. Η αρχική πρόθεσή τους, μάλιστα, ήταν να επικεντρώσουν στην ιστορία του Πάρνη, γρήγορα ωστόσο αντιλήφθηκαν ότι η εξιστόρηση θα ήταν ελλιπής χωρίς να αναφερθούν στη διαδρομή του Ζαχαριάδη. Παρόλα αυτά, ο στόχος τους παρέμεινε ο ίδιος: να αφηγηθούν την ιστορία μιας ανδρικής φιλίας -sic- στη δύσκολη σοβιετική περίοδο…
Και η πολιτική ταυτότητα του «αλύγιστου Νίκου» -αλλά και του Πάρνη;
Η αποτύπωσή της δε συμπεριλαμβανόταν στους στόχους των συντελεστών. Ο Μιζγκούλιν τόνισε ότι ήταν αγωνιστές που δεν τους ενδιέφερε το ατομικό τους συμφέρον και πάλεψαν για τις ιδέες τους. Σημείωσε ότι σέβεται οποιαδήποτε ιδεολογία και δεν κρίνει τον πυρήνα της. Ότι ο αγώνας για κοινωνική δικαιοσύνη θα είναι πάντα διαχρονικός. Κι ότι δεν έχει αλλάξει τίποτα σε αυτόν τον αγώνα από την εποχή που ο Ιησούς Χριστός διακήρυξε αυτό το ιδανικό -της κοινωνικής δικαιοσύνης!
Γίνεται εύκολα αντιληπτό πως το πρόβλημα δεν είναι ότι οι συντελεστές εστιάζουν στην ιστορία μιας αντρικής φιλίας -το λεγόμενο bromance- αποφεύγοντας μια πολιτική εκτίμηση για την Ιστορία -με γιώτα κεφαλαίο. Το πρόβλημα είναι στην πολιτική θέση που έχουν πάρει -γιατί καμία ματιά δεν είναι απαλλαγμένη από ιδεολογίες, ακόμα και αν δηλώνει πεισματικά ουδέτερη.
Στη θέση αυτή, μπορεί να διακρίνει κανείς το στίγμα του Πάρνη, που είναι μια εντελώς ιδιότυπη περίπτωση, ενός αφοσιωμένου ζαχαριαδικού, που υπέστη πιέσεις-διώξεις για την πίστη του, και δε λύγισε, διαμόρφωσε όμως στην πορεία μια αντισοβιετική και ειδικά φανατικά αντισταλινική συνείδηση! Έτσι, μαζί με τις αναφορές στην προδοσία του Τίτο -που έκλεισε τα σύνορα και έκοψε τη στρατιωτική βοήθεια στον ΔΣΕ- μαθαίνουμε ότι υπήρξε και η «προδοσία του Στάλιν», που εγκατέλειψε αβοήθητους στη μοίρα τους τους έλληνες αντάρτες. Ένα συμπέρασμα που μπορεί να τεθεί προς συζήτηση, αλλά σίγουρα δεν απηχεί τις απόψεις του Νίκου Ζαχαριάδη.
Στη σκοπιά του ντοκιμαντέρ, υπάρχει εμφανώς η σφραγίδα της σύγχρονης, επίσημης ιστορίας και της ρωσικής ηγεσίας, που δεν αποκηρύσσει ευθέως το σοβιετικό παρελθόν, επιχειρεί όμως να εγκολπώσει μέρος της κληρονομιάς του, απορρίπτοντας την ουσία του και διατηρώντας πολλές αντισοβιετικές αιχμές στον λόγο της (βλέπε πχ και τα διαγγέλματα του Πούτιν για την Ουκρανία και τους μπολσεβίκους). Μολονότι το ρωσικό κράτος εξακολουθεί να αρνείται την πρόσβαση στα περισσότερα έγγραφα που αφορούν τον Ζαχαριάδη (όπως είπε στη συνέντευξη ο γιος του, Σήφης), στην ταινία -αλλά και τη συνέντευξη τύπου- υπήρχε μια διάχυτη «ρωσοφιλία». Που όσο κι αν μπερδεύει κάποιους, μικρή (ελάχιστη) σχέση έχει με την κριτική υπεράσπιση της Σοβιετικής Ένωσης και την ιστορική της παρακαταθήκη.
-Ο «αλύγιστος Νίκος» ακροβατεί ανάμεσα σε δύο είδη -την ταινία και το ντοκιμαντέρ- αποτυγχάνοντας να κρατήσει ισορροπίες. Χρησιμοποιεί ελάχιστες μαρτυρίες και ιστορικό υλικό, συμπληρώνει τα κενά με δραματοποιημένες σκηνές (μια ούτως ή άλλως αμφιλεγόμενη μέθοδο), δεν αξιοποιεί καν τα γραπτά κείμενα του Ζαχαριάδη -έστω το «γράμμα από την άλλη μεριά», που είναι ένα βαθιά πολιτικό κείμενο, χωρίς μελοδραματισμούς (μάταια επιχείρησε η συντάκτρια του Ριζοσπάστη να αποσπάσει παραπάνω πληροφορίες για τις πηγές, σε σχετική της ερώτηση). Καταλήγει σε μια επιφανειακή ματιά που αποφεύγει να εμβαθύνει στα γεγονότα, σε ένα μάλλον απλοϊκό αποτέλεσμα, χωρίς επιστημονικές αξιώσεις και επαρκές, πειστικό καλλιτεχνικό άλλοθι. Δεν είναι μυθοπλασία (για να δικαιολογεί μια απόκλιση από τα γεγονότα και κάποιες καλλιτεχνικές ελευθερίες), δεν ακολουθεί ούτε τους στοιχειώδεις κανόνες του ντοκιμαντέρ και της έρευνας και σε αφήνει στο τέλος με μια ειλικρινή απορία: τι ακριβώς είναι;
Και μερικές ακόμα. Εφόσον η προσέγγισή του ήταν ρηχή, κάνοντας πχ το «Κόκκινο Ταγκό» των Κουτσομύτη και Μαυρουδή να μοιάζει βαθιά πολιτικό κείμενο, ποιες (ερευνητικές, πολιτικές) δυσκολίες αντιμετώπισε και γιατί άργησε τόσα χρόνια να βγει; Και αν όλα αυτά δεν απασχολούσαν εξ αρχής τους συντελεστές, αν ήθελαν να εστιάσουν απλώς στην ανθρώπινη πτυχή του Ζαχαριάδη, γιατί διάλεξαν αυτόν τον φορτισμένο -πολιτικά και ιστορικά- τίτλο; Κι αν ο Σήφης δικαιολογείται να δει συναισθηματικά τη διαδρομή του πατέρα του, τι δικαιολογία έχουν οι άλλοι συντελεστές που είδαν τόσο «ευλύγιστα» και επιφανειακά έναν αλύγιστο αγωνιστή, για να τον φέρουν στα μέτρα της επίσημης ιστορίας ή κάποιας εξουσίας;
Εν κατακλείδι. Ο Νίκος Ζαχαριάδης ήταν ένας από τους εμβληματικούς αλύγιστους της ταξικής πάλης, γιατί παρέμεινε πιστός στις αρχές και στα ιδανικά του, στο Κουκουέδικο και τη Σοβιετική Ένωση. Γιατί δε λύγισε σε εξορίες και φυλακές, ούτε απέναντι στις άδικες κατηγορίες. Γιατί κράτησε καθαρό το όνομά του και την τιμή του -μοναχός σου μπορείς μόνο να την αφαιρέσεις, όπως έλεγε. Γιατί το ανθρώπινο μεγαλείο του, αναδεικνύεται από τις πολιτικές του πράξεις. Και τέτοια ήταν ακόμα και το τέλος που διάλεξε. Η αυτοκτονία του, τα γραπτά που άφησε, ακόμα και η μεταφορά της σορού του σε ελληνικό έδαφος, τον Δεκέμβρη του ’91, σε μια συγκλονιστική ιστορική συγκυρία. Η ταινία-ντοκιμαντέρ «αλύγιστος Νίκος» ελάχιστα απ’ αυτά μπόρεσε και θέλησε να αγγίξει.
Φτάνω στο τέλος και αναρωτιέμαι μήπως η δική μου ματιά γίνεται σκληρή και άδικη. Πόσες ταινίες υπάρχουν για τον Ζαχαριάδη -για να απορρίψουμε αυτήν, με ελαφριά καρδιά; Δεν ξέρουμε άραγε πως οι επίσημοι κριτικοί θα αγνοήσουν επιδεικτικά το έργο απλώς και μόνο για το πολιτικό πρόσωπο που αφορά, ότι θα το πνίξουν στη λογοκρισία της περιφρόνησης και της αδιαφορίας; Ή μήπως δεν έχουμε δεχτεί και άλλα έργα, με κραυγαλέες πολιτικές αστοχίες, θεωρώντας πως είναι παρόλα αυτά μια καλή αφορμή για τους νέους να καταπιαστούν με την περίοδο και μια σπουδαία προσωπικότητα, που έχει να τους διδάξει πολλά;
Δεν έχω απάντηση. Αναφέρω απλώς τα δεδομένα και αφήνω την απόφαση στον αναγνώστη. Αρκεί να πάει προετοιμασμένος για όσα πρόκειται να δει.