«Ανατομία ενός εγκλήματος / Anatomy of a Murder» του Ότο Πρέμινγκερ (1959)
Ένα αριστούργημα, όπου στο τέλος μας μένει η επίγευση μιας καλής φιλίας, μιας καλής μουσικής και το να μπορούμε να αντικρίζουμε τον κόσμο με την καθαρότητα της ματιάς που όσο πιο πολύ αναζητά πίσω από το «φαίνεσθαι» τόσο πιο καθαρά αντικρίζει… (Η ταινία επαναπροβάλλεται σε ψηφιακά αποκατεστημένη κόπια)
Ο Πολ Μπίγκλερ -τον υποδύεται ο εξαιρετικός Τζέιμς Στιούαρτ, που την εποχή που γυριζόταν η ταινία βρισκόταν στο απόγειο της καριέρας του- πρώην εισαγγελέας, έχει αποσυρθεί στην επαρχιακή πόλη Άιρον Σίτι της ευρύτερης περιοχής του Μίσιγκαν, εργαζόμενος πλέον ως δικηγόρος, αναλαμβάνοντας τυπικές και χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον υποθέσεις της περιοχής. Κάτι όμως που δεν τον προβληματίζει ιδιαίτερα, αφού ο ίδιος δείχνει να έχει αποσυρθεί ουσιαστικά από την ενασχόλησή του με τη νομική επιστήμη που κάποτε -όπως υποδηλώνεται από την ταινία- του ασκούσε ιδιαίτερη έλξη και ασχολούνταν με πάθος με αυτήν.
Στο σπίτι – γραφείο όπου κατοικεί, το ψυγείο του είναι γεμάτο από τα ψάρια που ψαρεύει ο ίδιος -μία ασχολία στην οποία διοχετεύει τον περισσότερο χρόνο του- και το γραφείο του ξεχειλίζει και αυτό, όχι από φακέλους δικογραφιών, όπως θα ήταν αναμενόμενο να συναντήσουμε σε ένα δικηγορικό γραφείο, αλλά από δίσκους της αγαπημένης του τζαζ μουσικής. Το τηλέφωνο χτυπά αραιά και που, αλλά αυτό δεν φαίνεται να απασχολεί ιδιαίτερα τον Πολ. Δείχνει αυτάρκης, ικανοποιημένος από τη ζωή που ζει, μακριά από την ένταση των δικαστηρίων και των πολυσύνθετων υποθέσεων που εκδικάζονται σε αυτά. Μακριά από τους μηχανισμούς και τις μηχανορραφίες, μέσω των οποίων ο ένοχος μπορεί να κριθεί αθώος ή το αντίθετο.
Όταν ο Πολ αναλαμβάνει την υπεράσπιση του υπολοχαγού Φρεντερίκ Μάνιον που έχει σκοτώσει τον βιαστή της γυναίκας του, Λόρας, γνωρίζει εκ των προτέρων ότι οι πιθανότητες αθώωσης του κατηγορούμενου είναι ελάχιστες. Αναλαμβάνει όμως την υπόθεση, αναλαμβάνοντας ταυτόχρονα και το ρίσκο της αποκάλυψης όλης της υποκρισίας που κρύβεται πίσω από καλά εδραιωμένους μηχανισμούς που διαιωνίζουν τα πατριαρχικά στερεότυπα, ενισχύουν τις σεξιστικές απόψεις και τον λόγο μέσα από τον οποίο εκφράζονται αυτές, και αντιμετωπίζουν τη γυναίκα ως τον ηθικό αυτουργό της διάπραξης βιαιοτήτων που προέρχονται από τη μεριά των «παρορμητικών» ανδρών.
Στα «χέρια» του Ότο Πρέμινγκερ, το σενάριο της υπόθεσης που βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα, μετατρέπεται στην πραγματικότητα σε ένα δριμύ κατηγορώ που ούτε ο κώδικας Χέιζ δεν στέκει εμπόδιο στον να ξεσκεπαστούν σημαντικά ζητήματα που αφορούν στην ανελέητη επίθεση που δέχεται η γυναίκα- θύμα όχι μόνο από τον πραγματικό θύτη, αλλά και από το σύστημα που προστατεύει αυτόν και που με μεγάλη ευκολία επιρρίπτει τις ευθύνες στο “προκλητικό” της κίνησης, της εμφάνισης και σε οποιαδήποτε συμπεριφορά αντίκειται στην ηθικολογία και τα κοινωνικά στερεότυπα της κάθε εποχής. Γιατί η γυναίκα πάντα «προκαλεί» και γιατί όσα χρόνια κι αν περάσουν το στερεότυπο της κόσμιας κίνησης και εμφάνισης πάντα παραμένει ενεργό και έτοιμο να πυροδοτήσει τους μηχανισμούς υπεράσπισης των θυτών.
Μέσα στο δικαστήριο η Λόρα «βιάζεται» αρκετές φορές από την πολιτική αγωγή και τους μάρτυρες που καταθέτουν εναντίον του συζύγου της. Και το ζητούμενο για τον Πολ είναι η αποτροπή αυτών των συνεχόμενων «βιασμών». Σαν να μην τον ενδιαφέρει τόσο η αθώωση του πελάτη του -η συμπεριφορά του οποίου δεν απέχει και τόσο από τη συμπεριφορά του ανθρώπου που δολοφόνησε- όσο το να σταματήσει τους κάθε μορφής βιασμούς τους οποίους υφίσταται η ανίσχυρη γυναίκα του υπολοχαγού και η κάθε αδύναμη γυναίκα που αντιδρά με τον δικό της τρόπο, τον όχι κοινωνικά αποδεκτό τις περισσότερες φορές, μέσα σε ένα φοβικό και εχθρικό περιβάλλον, στην ανελέητη επίθεση που δέχεται από όλους όσους το στηρίζουν και το ενισχύουν. Την υπεράσπιση αυτής της γυναίκας αναλαμβάνει στην πραγματικότητα ο Πολ, ίσως γιατί κάποιες πτυχές της ζωής του συναντιούνται με τη ζωή της Λόρας. Ίσως γιατί αναγνωρίζει και στη δική της ζωή αυτό που και ο ίδιος έχει βιώσει, το πώς είναι δηλαδή, να σε πετάνε στην άκρη, να μην αναγνωρίζουν τις αξίες που πρεσβεύεις, να ζηλεύουν τις ικανότητες που διαθέτεις, απαξιώνοντάς τες, και σε κάθε βήμα σου να σου επιτίθενται όχι τόσο για αυτό που είσαι, αλλά για αυτό που οι ίδιοι δεν μπορούν να είναι.
Με ένα εξαιρετικό καστ ηθοποιών -εκτός από τον Τζέιμς Στιούαρτ, αποσπώνται εξαιρετικές ερμηνείες από τη Λι Ρέμικ, τους Μπεν Γκαζάρα, Άρθουρ Ο’ Κόνελ, και τον Τζόζεφ Γουελς στον ρόλο του δικαστή (δικηγόρος στην πραγματική του ζωή που ήρθε σε ευθεία ρήξη με τον γερουσιαστή Μακάρθι)- με διαλόγους που ανατέμνουν σε βάθος χαρακτήρες, καταστάσεις και συμπεριφορές των ηρώων, όπου ο καθένας προσπαθεί να δικαιολογήσει, αλλά όχι να αιτιολογήσει, ο Ότο Πρέμινγκερ μάς παραδίδει ένα διαχρονικό αριστούργημα.
Ένα αριστούργημα, όπου στο τέλος μας μένει η επίγευση μιας καλής φιλίας, μιας καλής μουσικής (εξαιρετικό το σάουντρακ του Ντιουκ Έλινγκτον) και το να μπορούμε να αντικρίζουμε τον κόσμο με την καθαρότητα της ματιάς που όσο πιο πολύ αναζητά πίσω από το «φαίνεσθαι» τόσο πιο καθαρά αντικρίζει…
Η ταινία επαναπροβάλλεται σε θερινά σινεμά, σε ψηφιακά αποκατεστημένη κόπια.