«Animal» της Σοφίας Εξάρχου (Yes Sir, I Can Boogie…)
Από τις ωραιότερες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου που πολύ δικαίως απέσπασε βραβείο Γυναικείας Ερμηνείας στο Λοκάρνο και Χρυσό Αλέξανδρο (και γυναικείου ρόλου επίσης), στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
«Εσύ παραγγέλνεις, εγώ χορεύω…»
Έτσι μας συστήνεται η Κάλια που ο ρόλος της είναι αυτός. Να ικανοποιεί τις παραγγελίες των πελατών του all inclusive ξενοδοχείου στο οποίο χρόνια τώρα εργάζεται κατά τη διάρκεια της τουριστικής σεζόν. Μία από τις/τους αναρίθμητες/ους πλέον εργάτριες/ες της τουριστικής βιομηχανίας που ως τέτοια έχει εμπορευματοποιήσει τη διασκέδαση και την ψυχαγωγία, καταφέρνοντας να δημιουργήσει ένα κοινό που έχει αποδεχτεί το είδος αυτό της διασκέδασης, χωρίς καμία αντίσταση.
Τζουκ μποξ αποκαλεί η Κάλια τον εαυτό της που όλα τα τραγουδά , όλα τα χορεύει. Από το ρώσικο τραγούδι «Μillion roses» που πρωτοερμήνευσε η Alla Pugacheva, που ο μύθος του παραπέμπει στον αυτοδίδακτο φτωχό γεωργιανό ζωγράφο Niko Pirosmani, όπου σύμφωνα με τους στίχους του τραγουδιού, πούλησε όλη την περιουσία του και αγόρασε χιλιάδες τριαντάφυλλα, αποθέτοντάς τα έξω από το παράθυρο της αγαπημένης του, έως τα «φιλάκια» που ερμήνευσε ο Λ. Πανταζής μία διασκευή τουρκικού τσιφτετελιού και έως τον κλασικό ντίσκο ύμνο «Yes sir, I Can Boogie» των Baccara, ένας αχταρμάς τραγουδιών που παραπέμπουν στον διαπολιτισμικό αχταρμά που αντικατέστησε την επικοινωνία και τη συνάντηση των ανθρώπων που σε κάποιες πολύ μακρινές εποχές ο τουρισμός ευνοούσε.
«Yes sir, I can boogie», τραγουδάει η Κάλια και ναι, μπορεί να χορέψει τα πάντα μπορεί να κάνει ό,τι της ζητήσουν, ό,τι της παραγγείλουν, αλλά η τραγικότητα του όλου, βρίσκεται στο ότι χρόνια τώρα κάθε μέρα διαπιστώνει ότι κανείς δεν της ζητάει, κανείς δεν της παραγγέλνει. Ό,τι κάνει βρίσκεται στο πακέτο προσφοράς. Δεν αλλάζει…Χρόνια τώρα…
Άραγε τι αναζητά ο Sir μέσα σε ένα all inclusive ξενοδοχείο; Και εδώ ο Sir δεν έχει φύλο.
Δεν έχει ταυτότητα. Είναι απλά ο πελάτης, που πληρώνει τον διασκεδαστή. Τι πληρώνει όμως; Τι ζητά από αυτόν; Πώς εναποθέτει την ατομική του διασκέδαση σε ένα πακέτο διακοπών που είναι απόλυτα προκαθορισμένο από τους άλλους; Τι αντλεί από μία επιβαλλόμενη απρόσωπη διασκέδαση που δεν υπάρχει ίχνος αλληλεπίδρασης σε αυτήν;
Αυτό το «τίποτα» της ανύπαρκτης επικοινωνίας είναι που τον μετατρέπει σε μία άμορφη μάζα, σε έναν όχλο, κάτι που εντείνει την προσωπική του μοναξιά, κάτι που τον κάνει ακόμη πιο βίαιο, ακόμη πιο αδιάφορο, ακόμη πιο ξένο προς τον ίδιο και φυσικά προς όλους και όλα. Κάτι που τον αποκτηνώνει. Τα αφεντικά όμως που βρίσκονται πάνω από τον πελάτη έχουν προβλέψει ώστε ο ίδιος να μην προλάβει να σκεφτεί. Η σκέψη και η συνειδητοποίηση του ποιος είμαι, τι κάνω, πώς με έχουν εγκλωβίσει έτσι, θα αποβεί εις βάρος του «πακέτου». Μέσα λοιπόν σε αυτό υπάρχει άφθονο αλκοόλ, άφθονα ναρκωτικά και άφθονα μπιτάκια. Είναι το άλλο πακέτο, η δικλείδα ασφαλείας μιας τουριστικής βιομηχανίας που συνθλίβει κάθε είδους ατομικότητα, κάθε είδους ανθρώπινη ανάγκη, κάθε είδους ανθρώπινη συμπεριφορά καταφέρνοντας να νεκρώσει τη διάθεση των ανθρώπων για επικοινωνία.
Μέσα σε αυτόν τον κυκεώνα της απεραντοσύνης των μοναχικών ανθρώπων, των διασκεδαζόμενων και των διασκεδαστών, η Κάλια δοκιμάζει τις αντοχές της που έχουν ένα όριο. Εκλιπαρεί για μία ανθρώπινη επικοινωνία, μεθά, κάνει σεξ και χορεύει ασταμάτητα ψάχνοντας μέσα στους εσωτερικούς της κλυδωνισμούς κάτι να την απαλλάξει από το τίποτα που υπάρχει μέσα της, γύρω της, παντού. Ένας υπόγειος άρρητος σπαραγμός που τον καταλαβαίνουμε σταδιακά, κυρίως μέσω της εξωλεκτικής επικοινωνίας, της επικοινωνίας που γίνεται μέσω των παραστατικών κωδίκων, τις χειρονομίες της, τις κινήσεις των ματιών της, τα νεύματά της, την ποιότητα της φωνής της. Και η Κάλια καταφέρνει να μας μεταδώσει απόλυτα, μέσω αυτών των κωδίκων, την κατάστασή της, χωρίς να μας μιλήσει για το παρελθόν της, χωρίς να μας μιλήσει σχεδόν καθόλου για την ίδια. Δεν χρειάζεται. Άλλωστε «προτέρημα» των εργαζομένων για τα αφεντικά τους είναι να μην μιλούν. Να μην επικοινωνούν τις ανάγκες τους, τα προβλήματά τους, να μην διεκδικούν. Μέρος ενός πακέτου αποτελεί και η ίδια. Του πακέτου των εργαζόμενων στην τουριστική βιομηχανία, των δούλων που δουλεύουν ασταμάτητα χωρίς ωράρια, που ζουν σε τρώγλες, που ανέχονται τα βίτσια και τα καπρίτσια των πελατών για να έχουν στέγη χρήματα, και τι; Τι άλλο; Τίποτα. Αυτό το «τίποτα» που πνίγεται και αυτό μέσα στο αλκοόλ, τα ηρεμιστικά, τα παυσίπονα. Εκεί που πνίγονται ο ιδρώτας του μόχθου και η μυρωδιά του πλαστικού, του ιλουστρασιόν, της ψεύτικης διασκέδασης, της ρουτίνας, αυτής της επαναλαμβανόμενης ρουτίνας που μεταδίδεται, πακέτο και αυτή, από γενεά σε γενεά.
Όμως η Κάλια τολμά. Έρχεται αντιμέτωπη με αυτό το «τίποτα» του μέσα της και του έξω της. Και σπαράζει με το απόλυτο κενό που αντικρίζει, με την άβυσσο της μοναξιάς της, της δικής της και των άλλων. Και ο σπαραγμός της γίνεται ακόμη πιο βαθύς όταν ανακαλύπτει ψήγματα μιας άλλης κατάστασης στην οποία θα μπορούσε να βρίσκεται αν το τεράστιο χάσμα που άνοιξαν και ανοίγουν όλα τα καπιταλιστικά πακέτα προσφορών δεν απομάκρυναν τόσο τους ανθρώπους.
Ένα εξαιρετικό ψυχογράφημα ενός ανθρώπου που συνειδητοποιεί επώδυνα, που προσπαθεί να συναρμολογήσει τα στοιχεία μιας διαλυμένης προσωπικότητας που η λαίλαπα της τουριστικής εμπορευματοποίησης των πάντων, αργά αλλά μεθοδικά, κατάφερε να αποσυναρμολογήσει. Ενός ανθρώπου που ο εσωτερικός του πόνος είναι πολύ πιο δυνατός ακόμη και από τον πιο δυσβάσταχτο εξωτερικό.
Με μία σκηνοθετική ματιά που παραπέμπει σε έναν νεορεαλιστικό κινηματογράφο αλλά και με πολλά καινοτόμα στοιχεία αφήγησης, με συμβολισμούς όχι τόσο ξεκάθαρους στην ερμηνευτική τους απόδοση, αλλά που μας αγγίζουν βαθιά μέσα μας, αφήνοντάς μας ελεύθερο το πεδίο να τους ερμηνεύσουμε με τον δικό του τρόπο ο καθένας μας, η Σοφία Εξάρχου αποσπά μία συγκλονιστική ερμηνεία από την Δήμητρα Βλαγκοπούλου που μας καθηλώνει.
Από τις ωραιότερες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου που πολύ δικαίως απέσπασε βραβείο Γυναικείας Ερμηνείας στο Λοκάρνο και Χρυσό Αλέξανδρο (και γυναικείου ρόλου επίσης), στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Η ταινία προβάλλεται στις κινηματογραφικές αίθουσες.