«Άνθρωποι, άνθρωποι, προς τι το μίσος και η αλληλοεξόντωσις, προς τι ο αλληλοσπαραγμός…»
Σε αντίθεση με το θέατρο όπου οι ρόλοι του κάλυψαν ολόκληρο το ρεπερτόριο, στον κινηματογράφο ο Χρήστος Τσαγανέας υποδυόταν συχνά τον ταξικά «ανώτερο», πλούσιο «κύριο της υψηλής κοινωνίας. Σε αυτό τον βοήθησε αναμφισβήτητα το αριστοκρατικό, επιβλητικό παρουσιαστικό του.
Στις 2 του Ιούλη 1976, έφυγε από τη ζωή ο επί σαράντα χρόνια πρωταγωνιστής του θεάτρου και ξεχωριστή μορφή του ελληνικού κινηματογράφου Χρήστος Τσαγανέας.
Σε αντίθεση με το θέατρο όπου οι ρόλοι του κάλυψαν ολόκληρο το ρεπερτόριο, στον κινηματογράφο ο Χρήστος Τσαγανέας υποδυόταν συχνά τον ταξικά «ανώτερο», πλούσιο «κύριο της υψηλής κοινωνίας. Σε αυτό τον βοήθησε αναμφισβήτητα το αριστοκρατικό, επιβλητικό παρουσιαστικό του.
Στο σινεμά πρωτοεμφανίστηκε το 1933 με την ταινία του Τούρκου Ερτογρούλ Μουσχίν «Ο Κακός Δρόμος», και καθιερώθηκε με την ταινία του Αλέκου Σακελλάριου «Οι Γερμανοί Ξανάρχονται (1948)», όπου ερμήνευσε τον τρόφιμο του τρελοκομείου που περιφερόταν εκφράζοντας με ευαισθησία τα ανθρωπιστικά του αισθήματα με την αλησμόνητη φράση «άνθρωποι, άνθρωποι, προς τι το μίσος και η αλληλοεξόντωσις, προς τι ο αλληλοσπαραγμός…», ενώ παρέμεινε κλασική η ατάκα «βεβαίως, βεβαίως…» του «καθηγητή» της Αλίκης Βουγιουκλάκη στο «Ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο» (1959).
Ο ηθοποιός αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης
Ο Χρήστος Τσαγανέας από τους κορυφαίους της παλιάς φρουράς του ελληνικού θεάτρου «πρόζας» και «επιθεώρησης», γεννήθηκε το 1905 στη Βραΐλα της Ρουμανίας από Έλληνες γονείς. Εκεί τελείωσε το ελληνικό γυμνάσιο και το 1923 ο πατέρας του τον έστειλε στην Ελλάδα και γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ο νεαρός όμως Χρήστος είχε έρωτα για τη θεατρική τέχνη και δεν δίστασε να ’ρθει σ’ αντίθεση με τις επιθυμίες του εύπορου πατέρα του και να βρεθεί μαθητής της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου.
Για πολύ καιρό αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα επιβίωσης. Ένα μικρό πλοιάριο – τροφοδότης πετρελαίου πλοίων, που κάθε βράδυ άλλαζε και σημείο πρόσδεσης μέσα στο λιμάνι του Πειραιά, ήταν για πολλούς μήνες το νυχτερινό του καταφύγιο.
Στη διάρκεια των σπουδών, αλλά και μετά απ’ αυτές, ένα κάποιο διάστημα για να εξοικονομήσει τον επιούσιο βρέθηκε να παίζει διάφορους ρόλους στους λεγόμενους «θιάσους – μπουλούκια». Η τέχνη – τέχνη, αλλά και το στομάχι δεν μπορεί να παραμείνει για πολύ καιρό άδειο. «Λίγα τα θέατρα, λίγες οι θεατρικές πιάτσες, πολλοί οι ασκούντες το επάγγελμα», όπως πάλι ο ίδιος έλεγε.
Αρκετά χρόνια υπήρξε ένας από τους πρωταγωνιστές του Εθνικού Θεάτρου σε Σαιξπηρικούς και άλλους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Ανεπανάληπτος Ιάγος, Οιδίππους Τύραννος, Αβραάμ!
Έμπαινε, θα έλεγε κανείς, στο πετσί του ο κάθε ήρωας, τον όποιο υποδυόταν, στον οποιοδήποτε μικρό ή μεγάλο ρόλο.
Με την έναρξη του Αλβανικού πολέμου ο θίασος της Κατερίνας, στον οποίο ο Τσαγανέας ήταν αυτή την περίοδο βασικό στέλεχος, από θίασος πρόζας γίνεται, επιθεωρησιακός κι ανεβάζει την πρώτη πολεμική σατυρική επιθεώρηση των Γιαλαμά – Οικονομίδη – Θίσβιου: «Πολεμικές Καντρίλιες». Κι εδώ ο Τσαγανέας ανταποκρίθηκε θαυμάσια.
Στην περίοδο της Κατοχής, οργανωμένος στο ΕΑΜ ηθοποιών, προσφέρει τις υπηρεσίες του σαν πατριώτης και σαν ηθοποιός.
Μετά την απελευθέρωση, βλέποντας σωστά το ρόλο του ηθοποιού και την αποστολή του θεάτρου στην υπηρεσία του λαού, πρωταγωνιστεί μαζί με το Βεάκη, το Γιαννίδη, το Μαρίδη, τον Παππά, τη Τζόλη Γαρμπή, στη δημιουργία του θιάσου των «Ενωμένων καλλιτεχνών».
Στον ελληνικό κινηματογράφο έκανε πολύ αισθητή και έντονη την παρουσία του, με συμμετοχή μεγάλη ή μικρότερη σε ογδόντα και πλέον ταινίες.
Ο Χρήστος Τσαγανέας αγάπησε και σεβάστηκε το κοινό και γι’ αυτό έδωσε πάντα τον καλύτερο εαυτό του σε κάθε παρουσία του. Αγαπήθηκε όσο τού άξιζε από το κοινό και τους συναδέλφους του σαν καλλιτέχνης και σαν άνθρωπος. Είχε προοδευτικές δημοκρατικές πεποιθήσεις, που τον κατευθύνανε ως την τελευταία του παρουσία στο παλκοσένικο της ζωής. Κοντά του και άξιά του βρέθηκε και περπάτησε μαζί του η Νίτσα Τσαγανέα.
Ριζοσπάστης, 4 του Ιούλη 1976
Ο Χρήστος Τσαγανέας συμμετείχε σε πολλές ταινίες κωμωδίες, κομεντί, και δράματα, όπως: «Ο άνεμος του μίσους (1954)», «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο (1955)», «Μια ζωή την έχουμε (1958)», «Το ξύλο βγήκε απ’ τον παράδεισο (1959)», «Έγκλημα στα παρασκήνια (1960)», «Ορφανή σε ξένα χέρια (1962)», «Ο Θόδωρος και το δίκανο (1962)», «Κάτι να καίει (1963)», «Ο φίλος μου ο Λευτεράκης (1963)», «Ο δρόμος με τα κόκκινα φώτα (1963)», «Φτωχός, αλλά τίμιος (1965)», «Χωρίσαμε ένα δειλινό (1966)», «Η αρτίστα (1966)», «Ο σατράπης (1967)», «Το πιο λαμπρό αστέρι (1967)», «Δημήτρη μου, Δημήτρη μου (1967)», «Ο Ρωμιός έχει φιλότιμο (1968)», «Ο παλιάτσος (1968)», «Επιχείρησις Απόλλων (1968)», «Οι άντρες δεν λυγίζουν ποτέ (1968)», «Ένας μάγκας στα σαλόνια (1969)», «Ο ακτύπητος χτυπήθηκε (1970)», «Ο Μανολιός ξανακτυπά (1971)», «Κρεβατομουρμούρα (1971)», «Κάθε ναυάγιο και μια κόλαση (1971)» κ.α.
Ήταν σύζυγος της επίσης ηθοποιού Νίτσας Τσαγανέα και πεθερός του Γιώργου Οικονομίδη.