Αντρέι Βάιντα – Στάχτες και αντικομμουνισμός

Όσο καινοτόμος ήταν στο κινηματογραφικό του ιδίωμα, τόσο συντηρητικός ήταν στις πολιτικές του πεποιθήσεις, που στο πέρασμα των ετών, ακόμα και πριν την επικράτηση της αντεπανάστασης, την οποία ενεργά υπηρέτησε, γινόταν ολοένα και πιο εμφανείς στις ταινίες του

Τολμηρός και πρωτοπόρος αισθητικά, ο Αντρέι Βάιντα υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της λεγόμενης «Πολωνικής σχολής», που έβαλε την καθημαγμένη από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο χώρα στον παγκόσμιο κινηματογραφικό χάρτη. Όσο καινοτόμος ήταν στο κινηματογραφικό του ιδίωμα, τόσο συντηρητικός ήταν στις πολιτικές του πεποιθήσεις, που στο πέρασμα των ετών, ακόμα και πριν την επικράτηση της αντεπανάστασης, την οποία ενεργά υπηρέτησε, γινόταν ολοένα και πιο εμφανείς στις ταινίες του. Μπορούμε χωρίς υπερβολή να πούμε ότι όσο πιο «ελεύθερα» μπορούσε να εκφράζει τις απόψεις του μέσω των ταινιών του, τόσο περισσότερο αλλοίωνε και το προσωπικό κινηματογραφικό του ιδίωμα, ξεπέφτοντας σε ευκολίες, τόσο στο περιεχόμενο, όσο και στη μορφή.

Ήρθε στον κόσμο στο Σουλβάκι της Πολωνίας στις 6 Μαρτίου 1926 ως γιος μιας δασκάλας και ενός αξιωματικού του πολωνικού πεζικού. Η μετάθεση του πατέρα του στην πόλη Ράντομ σήμανε μετακόμιση της οικογένειας. Τα ίχνη του πατέρα του χάθηκαν το 1940 κι ο Βάιντα εμφανιζόταν πεπεισμένος ότι είχε πέσει θύμα της σφαγής του Κατύν, υιοθετώντας μάλιστα πλήρως την εκδοχή που πρώτοι πρόβαλλαν οι ναζί πως είχε διαπραχθεί από τους Σοβιετικούς. Στην πραγματικότητα, δεν είναι καν βέβαιο ότι ο Γιάκουμπ Βάιντα βρισκόταν μεταξύ των εκτελεσμένων στο διαβόητο δάσος. Το όνομα του πατέρα του δεν εμφανίζεται σε καμία λίστα Πολωνών πεσόντων στη διάρκεια του πολέμου, γεγονός που κατά τον ίδιο το σκηνοθέτη έκανε τη μητέρα του να ελπίζει σε όλη της τη ζωή πως μια μέρα θα τον ξαναέβλεπε. Το μόνο γνωστό γεγονός είναι πως ο Γιακούμπ Βάιντα είχε συλληφθεί από τους Σοβιετικούς, και έστελνε χρήματα και γράμματα από το στρατόπεδο στο οποίο βρισκόταν, λέγοντας στους δικούς του να μην ανησυχούν.

Κανάλι

Ο Αντρέι συμμετείχε στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής σε αντικομμουνιστική αντιστασιακή οργάνωση και στη διάρκεια της παρανομίας έκανε μαθήματα σχεδίου. Εργάστηκε σε μια σειρά χειρωνακτικών εργασιών και στη συνέχεια ως υπάλληλος γραφείο στην υπηρεσία σιδηροδρόμων. Αρχικά σπούδασε ζωγραφική στη σχολή Καλών Τεχνών της Κρακοβίας και αργότερα στην περίφημη κινηματογραφική ακαδημία του Λοτζ. Εκεί συναντήθηκε με τον μετέπειτα επίσης γνωστό σκηνοθέτη κι ηθοποιό Ρόμαν Πολάνσκι, ο οποίος έπαιξε κι ένα μικρό ρόλο στη διπλωματική ταινία του Βάιντα με τίτλο «Μια Γενιά» (1953). H ταινία ήταν το μέρος μιας τριλογίας αφιερωμένης στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Διασημότερα είναι το δυο τελευταία μέρη της, το «Κανάλι» (1956) και ιδίως το «Στάχτες και διαμάντια» (1958). Στην πρώτη απεικονίζεται η απέλπιδα προσπάθεια των υπολειμμάτων μιας αντιστασιακής ομάδας να γλιτώσει από τους Γερμανούς στη διάρκεια της εξέγερσης της Βαρσοβίας το 1944, διασχίζοντας τους υπόνομους της πόλης. Στη δεύτερη απεικονίζεται η ιστορία δυο μελών της αντικομμουνιστικής οργάνωσης όπου ανήκε κι ο Βάιντα, που καλούνται να δολοφονήσουν τοπικό ηγετικό στέλεχος του Κομμουνιστικού Κόμματος. Oι βεβαιότητες του ενός κλονίζονται, ιδίως αφότου ερωτεύεται μια νεαρή σερβιτόρα, που τον κάνει να ονειρεύεται μια «φυσιολογική» ζωή, η πορεία του όμως θα είναι τραγική στη συνέχεια. Οι ταινίες γνώρισαν μεγάλη διάδοση στο εξωτερικό, αποσπώντας βραβεία στα φεστιβάλ Καννών και Βενετίας.

Στάχτες και Διαμάντια

Σε όλη τη διάρκεια των δεκαετιών του ’60 και του ’70, ο Βάιντα υπήρξε άοκνος και ιδιαίτερα παραγωγικός, καθιερώνοντας το προσωπικό του στιλ, που χαρακτηριζόταν από αλληγορίες, συμβολισμούς, αλλά και κάποια σουρρεαλιστικά στοιχεία. H ταινία του “Όλα για πούλημα” (1969) έχει παρομοιαστεί με το θρυλικό “81/2” του Φελίνι, εικονίζοντας την αναζήτηση ενός εξαφανισμένου ηθοποιού στη διάρκεια γυρισμάτων από το σκηνοθέτη του μαζί με τη σύζυγο και την ερωμένη του ηθοποιού.

Υποψηφιότητα για Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας απέσπασε το 1975 για την ταινία του “Η Γη της Επαγγελίας”, βασισμένη στο μυθιστόρημα του νομπελίστα Πολωνού λογοτέχνη Βλαντίσλαβ Ρέιμοντ. Εκεί εικονίζεται η ανάπτυξη του καπιταλισμού και των ταξικών αντιθέσεων στο Λοτζ του 19ου αιώνα, εποχή ραγδαίας ανάπτυξης της υφαντουργίας. Οι πρωταγωνιστές, που ανήκουν σε διαφορετικές τάξεις κι εθνότητες (Γερμανοί, Εβραίοι, Πολωνοί), οδηγούνται σε επιλογές αντίθετες στις προσωπικές τους αρχές προκειμένου να επιβιώσουν ή να ανέλθουν σε αυτό το άγριο εκμεταλλευτικό σύστημα.

Ο άνθρωπος από σίδερο

Η αντίθεση του Βάιντα στο σοσιαλιστικό σύστημα εκφράζεται ανοιχτά στην ταινία “Άνθρωπος από μάρμαρο”, στην οποία πάντως δόθηκε άδεια προβολής, έστω και με περιορισμένη διανομή. Σε αυτή εικονίζεται μια νεαρή φοιτήτρια σκηνοθεσίας που προσπαθεί να γυρίσει τη διπλωματική της ταινία με θέμα τη ζωή ενός σταχανοβίτη εργάτη, του Ματέους Μπίρκουτ, τα ίχνη του οποίου χάθηκαν στη συνέχεια. Οι αρχές ανακαλούν την άδειά των γυρισμάτων, η κοπέλα όμως βρίσκει το γιο του εργάτη, που την ενημερώνει πως πέθανε. Στην ταινία “Άνθρωπος από σίδερο” μαθαίνουμε ότι ο πρώην σταχανοβίτης σκοτώθηκε στη διάρκεια απεργίας το 1970. O γιος του, που ουσιαστικά εικονίζει υπό άλλο όνομα το Λεχ Βαλέσα, απεικονίζεται ως ο ηρωικός πρωτεργάτης του αντικομμουνιστικούς συνδικάτου των ναυπηγείων του Γκντανσκ. Εδώ ο σκηνοθέτης δηλώνει δημόσια τη στήριξή του στην “Αλληλεγγύη”, γεγονός που συνέβαλε στη βράβευσή του με Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών το 1981 και μία ακόμα υποψηφιότητα για Όσκαρ. Μετά τις ανατροπές, η τριλογία του ολοκληρώθηκε με τον “Βαλέσα. Ο άνθρωπος της ελπίδας”, μια πολιτική αγιογραφία του ηγέτη της πολωνικής αντεπανάστασης, που έδωσε μάλιστα την έγκρισή του στο πρότζεκτ, βασισμένη στη συνέντευξή του με την Οριάνα Φαλάτσι. Η σχέση του Βάιντα με την “Αλληλεγγύη” δεν ήταν μόνο κινηματογραφική, αλλά και πολιτική, αφού το 1989 ως το 1991 υπηρέτησε ως γερουσιαστής του κόμματος.

Μια ακόμα γνωστή ταινία του πριν τις ανατροπές ήταν ο “Δαντόν” (1982), με πρωταγωνιστή το βραβευμένο για την ερμηνεία του Ζεράρ Ντεπαρντιέ. Η ταινία χρηματοδοτήθηκε από την κυβέρνηση Μιτεράν, ενώ λέγεται πως ακόμα και οι εκπρόσωποί της που είδαν την πρώτη προβολή δυσαρεστήθηκαν από το ωμά αντεπαναστατικό της μήνυμα. Τη δεκαετία του ’90 συνέχισε να γυρίζει ταινίες για τον πόλεμο, με έμφαση στο ολοκαύτωμα, αλλά και εφηβικά δράματα όπως το “Μις Καμία” (1999), όπως και έργα βασισμένα στη λογοτεχνία. Το 2000 έλαβε Όσκαρ καριέρας και το 2006 τη Χρυσή άρκτο του Βερολίνου στην ίδια κατηγορία. Η ώρα για το χρυσό αγαλματίδιο που άγγιξε αρκετές φορές χωρίς να αποκτήσει ως τότε ήρθε το 2008, για το αντικομμουνιστικό προπαγανδιστικό δράμα “Κατίν”, όπου μέσα από τα μάτια των γυναικών και των παιδιών των αιχμάλωτων αξιωματικών επιχειρείται ο συναισθηματικός εκβιασμός του θεατή, πρακτική που δε συνήθιζε γενικά ο Βάιντα. H ταινία γυρίστηκε υπό την αιγίδα του συντηρητικού τότε προέδρου Λεχ Καζίνσκι, προκαλώντας επικρίσεις ότι εργαλειοποιήθηκε για προεκλογικούς σκοπούς. Η προβολή της προκάλεσε πολεμική μεταξύ ρωσικών και πολωνικών ΜΜΕ, με τα πρώτα να επισημαίνουν την αναξιοπιστία των στοιχείων στα οποία βασίζεται η εκδοχή περί σοβιετικής ενοχής και τα δεύτερα να επικαλούνται τις “ομολογίες” των πρωτεργατών της διάλυσης της ΕΣΣΔ Γκορμπατσώφ και Γέλτσιν.

Κατίν

Αντικομμουνιστικού περιεχομένου είναι και το κύκνειο άσμα του “Μετείκασμα”, σχετικά με τη ζωή του ζωγράφου Władysław Strzemiński, που ήρθε σε σύγκρουση με το σοσιαλιστικό καθεστώς λόγω της άρνησής του απέναντι στο σοσιαλιστικό ρεαλισμό, με αποτέλεσμα να χάσει τη θέση του στη σχολή Καλών Τεχνών και τα έργα του να απομακρυνθούν από μουσεία της χώρας.

Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 90 ετών στη Βαρσοβία.

Δύσκολες Νύχτες

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: