Άρνολντ Σβαρτσενέγκερ – Η “αυστριακή βελανιδιά” κι ο καπιταλισμός
Καταγόμενος από ένα αυστριακό χωριό, κατάφερε ως μπόντι μπίλντερ στις ΗΠΑ να γίνει εκατομμυριούχος πριν ακόμα ξεκινήσει η ιδιαίτερα πετυχημένη εμπορικά καριέρα του στο Χόλιγουντ, που τον έφερε και σε πολιτικούς θώκους, με γνωστότερο εκείνον του κυβερνήτη της Καλιφόρνιας
Το όνομα Σβαρτσενέγκερ (που στα γερμανικά ακούγεται κάπως σαν “μαύροι νέγροι”) είναι συνώνυμο των ταινιών δράσης, αλλά και του αμερικανικού ονείρου. Καταγόμενος από ένα αυστριακό χωριό, κατάφερε ως μπόντι μπίλντερ στις ΗΠΑ να γίνει εκατομμυριούχος πριν ακόμα ξεκινήσει η ιδιαίτερα πετυχημένη εμπορικά καριέρα του στο Χόλιγουντ, που τον έφερε και σε πολιτικούς θώκους, με γνωστότερο εκείνον του κυβερνήτη της Καλιφόρνιας για δυο συνεχόμενες θητείες.
Ο “Άρνι” γεννήθηκε στις 30 Ιούλη 1947 στο Τάαλ, στην επαρχία του Γκρατς της Αυστρίας, που μόλις πριν 2 χρόνια πριν είχε ξαναγίνει ανεξάρτητο κράτος μετά την ήττα των ναζί στον πόλεμο. Ο πατέρας του ήταν χωροφύλακας κι η μητέρα του νοικοκυρά, δίνοντας αυστηρή ανατροφή σε εκείνον και τον αδερφό του Μάινχαρντ, που σκοτώθηκε νέος σε τροχαίο στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Ο Άρνολντ δεν ήταν καλός μαθητής και αποφοίτησε από την κατώτατη βαθμίδα δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης για να υπηρετήσει αμέσως μετά τη στρατιωτική του θητεία. Έχοντας δείξει από μικρός την αθλητική του φύση, σε ηλικία 21 ετών μετανάστευσε στις ΗΠΑ, όπου ακολούθησε καριέρα στο μποντιμπίλντινγκ, με το οποίο είχε αρχίσει να ασχολείται και στην Αυστρία από 14 ετών. Σε ηλικία 19 ετών κατέκτησε το πρώτο του ερασιτεχνικό πρωτάθλημα, ενώ πολύ σύντομα άρχισε να σαρώνει και στις επαγγελματικές κατηγορίες, κερδίζοντας επανειλημμένα διεθνείς τίτλους όπως του Mr. Universum και Mr. Olympia. Μεγάλα έσοδα του επέφερε και η συγγραφή μιας σειράς βιβλίων και άρθρων για το άθλημα, στα οποία φυσικά παρέλειψε να αναφερθεί σε ένα βασικό συστατικό της επιτυχίας του, το οποίο παραδέχτηκε αργότερα δημόσια, δηλαδή τη χρήση αναβολικών ουσιών. Τη δεκαετία του ’70 ολοκλήρωσε με αρκετά περιπετειώδη τρόπο και τις σπουδές του στη διοίκηση επιχειρήσεων, καθώς λόγω του ότι δεν είχε σπουδαστική βίζα, αναγκαζόταν να αλλάζει διαρκώς εκπαιδευτικά ιδρύματα.
Τα φυσικά του προσόντα, αλλά και η αγάπη του για ταινίες με ήρωες και Ρωμαίους μονομάχους τον οδήγησαν σύντομα σε τηλεοπτικές αρχικά και μετέπειτα κινηματογραφικές εμφανίσεις. Ο πρώτος του φιλμικός ρόλος ήταν στο έργο «Ο Ηρακλής στη Νέα Υόρκη», όπου ντουμπλαρίστηκε λόγω της έντονης αυστρογερμανικής προφοράς του, που με τα χρόνια βέβαια έγινε σήμα κατατεθέν του. Τα πρώτα χρόνια υποδυόταν βασικά τον εαυτό του ως μποντιμπίλντερ, όπως στην ταινία «Mr. Universum» το 1977, ρόλος για τον οποίο μάλιστα έλαβε Χρυσή Σφαίρα ως καλύτερος πρωτοεμφανιζόμενος ηθοποιός. Αυτή θα ήταν μάλλον και η σημαντικότερη διάκριση της καριέρας του, καθώς γενικά οι κριτικοί δεν εκτίμησαν και πολύ το υποκριτικό του ταλέντο, κάτι που αντανακλάται και στις 8 φορές που βρέθηκε ως υποψήφιος για το Χρυσό Βατόμουρο, χωρίς όμως να έχει ποτέ την «τιμή» να το παραλάβει.
Η καθιέρωσή του στα ταμεία ωστόσο έρχεται το 1982, με την ταινία Κόναν ο Βάρβαρος, που είχε και σίκουελ δυο χρόνια μετά, είδος στο οποίο διακρίθηκε η «αυστριακή βελανιδιά», ενώ ξαναχτυπά μες στο ίδιο έτος με την ταινία δράσης επιστημονικής φαντασίας «Ο εξολοθρευτής». Σε ολόκληρη την ταινία ο σάιμποργκ εκτελεστής που υποδύεται ο Σβαρτσενέγκερ, δεν προφέρει παρά 17 φράσεις με περίπου 70 λέξεις. Η ταινία θα εδραιώσει και το σκηνοθέτη της, Τζέιμς Κάμερον, στην αμερικανική κινηματογραφική βιομηχανία, με τον πρωταγωνιστή να γίνεται παγκόσμιος σταρ και τον «Εξολοθρευτή» ποπ έμβλημα των 80ς, το οποίο ακολούθησαν 4 ακόμα σίκουελ ως το 2015. Η δεκαετία κύλισε με ταινίες του ίδιου φυράματος, αλλά και ορισμένες κωμωδίες που είχαν στόχο να ελαφρύνουν και παίξουν αυτοσαρκαστικά με τη «βαριά» εικόνα του ηθοποιού. Ξεχωριστή μνεία αξίζει η «Αποστολή εκτός έδρας», όπως για ακατανόητους λόγους αποδόθηκε στα ελληνικά το «Red heat» (1988), όπου ο Άρνι υποδύεται το σοβιετικό αστυνομικό Ιβάν Ντάνκο (καμία σχέση με τη “φλογερή καρδιά του Ντάνκο”) που ενώνει τις δυνάμεις του με τον Αρτ Ρίτζικ (Τζέιμς Μπελούσι) της αστυνομίας του Σικάγο, για την καταδίωξη ενός Γεωργιανού εμπόρου ναρκωτικών, που, αφού σκότωσε συνάδελφο του Ιβάν στην ΕΣΣΔ, κατέφυγε στις ΗΠΑ. Το πολιτισμικό σοκ του Ιβάν αποτελεί βασικό άξονα της ταινίας, με χαρακτηριστικότερη τη σκηνή όπου ανοίγει την τηλεόραση για να πέσει σε σκηνή σοφτ πορνό, μουρμουρίζοντας απαξιωτικά «Capitalism». Και να πεις πως είχε άδικο… Από την άλλη και μόνο ότι θεωρήθηκε σχετικά λογικοφανές ένα σενάριο που περιλάμβανε Σοβιετικό μεγαλέμπορο ναρκωτικών καταδεικνύει ήδη πόση ζημιά είχε κάνει η περεστρόικα.
Ο ηθοποιός μπαίνει δυναμικά στα 90ς με την «Ολική Επαναφορά», από τις ακριβότερες ως τότε παραγωγές στην κινηματογραφική ιστορία, αλλά και το μπλοκμπάστερ Εξολοθρευτής 2 – Μέρα Κρίσης. Από την άλλη, οι συνεχείς εξελίξεις στην ψηφιακή τεχνολογία καθιστούσαν όλο και λιγότερο επίκαιρες τις παραδοσιακές ταινίες δράσης, με το Σβαρτσενέγκερ να αποφασίζει μετά το 2002 να ασχοληθεί κυρίως με την πολιτική του καριέρα.
Έχοντας αποκτήσει την αμερικανική υπηκοότητα από το 1983, ο Σβαρτσενέγκερ από παλιά ήταν γνωστό μέλος των ρεπουμπλικάνων, έχοντας και κοινή εμφάνιση με το Ρήγκαν το 1984, ενώ το 1990 ο Τζωρτζ Μπους ο πρεσβύτερος τον τοποθέτησε επικεφαλής του Εθνικού Συμβουλίου Φυσικής κατάστασης και Αθλητισμού. Έχοντας τη στήριξη του πολυεκατομμυριούχου Γουόρεν Μπάφετ μεταξύ άλλων, και προβάλλοντας ένα «μετριοπαθές» ρεπουμπλικανικό προφίλ, ο Σβαρτσενέγκερ κέρδισε την εκλογή του στο αξίωμα του κυβερνήτη της Καλιφόρνιας με 48% των ψήφων το 2003.
Με δεδομένη την πλειοψηφία που είχαν οι Δημοκρατικοί στο κοινοβούλιο της Καλιφόρνιας, ο νέος κυβερνήτης εμφανίστηκε συναινετικός, διορίζοντας στο επιτελείο του σημαντικά στελέχη τους. Φιλοτέχνησε το προφίλ του απλού οικογενειάρχη, ανακοινώνοντας παράλληλα πως δεν εισέπραττε αμοιβή για το αξίωμά του.
Στο εξωτερικό η εικόνα του ήταν λιγότερο κολακευτική, λόγω της σταθερής του προσήλωσης στη θανατική ποινή. Στην Αυστρία, της οποίας την υπηκοότητα είχε διατηρήσει, οι φωνές που ζητούσαν την αφαίρεσή της αυξάνονταν, ενώ συζητήθηκε η μετονομασία του σταδίου του Γκρατς που έφερε το όνομά του. Προτού τελικά ομοφωνήσει το δημοτικό συμβούλιο της πόλης, ο κυβερνήτης πρόλαβε τις εξελίξεις, απαγορεύοντας στο Γκρατς τη χρήση του ονόματός του.
Οι προσπάθειες εισαγωγής συντηρητικότερων μεταρρυθμίσεων, όπως μεγαλύτερες δοκιμαστικές περιόδους νεοπροσλαμβανόμενων δασκάλων, περικοπές στον προϋπολογισμό και περιορισμό της συνδικαλιστικής δράσης, προσέκρουσαν στην απόκρουση του εκλογικού σώματος σε τοπικό δημοψήφισμα. Τα οικονομικά της πολιτείας καταβυθίζονταν, δίνοντας το πρόσχημα στον κυβερνήτη να περάσει μέτρα όπως την αναγκαστική άνευ αποδοχών αδειοδότηση των δημοσίων υπαλλήλων, απολύσεις στη δημόσια υγεία και παιδεία, όπως και την αύξηση των διδάκτρων στα πολιτειακά πανεπιστήμια.
Το 2006 ανακηρύχθηκε «persona non grata» σε κρατίδιο του Μεξικού, λόγω της μεταναστευτικής του πολιτικής, που χαρακτηρίστηκε ρατσιστική. Κατόρθωσε πάντως τον ίδιο χρόνο να εξασφαλίσει την επανεκλογή του για τη δεύτερη και τελευταία, λόγω συνταγματικών περιορισμών, θητεία του. Αμέσως μετά απασχόλησε κυρίως με την προσωπική του ζωή, όταν αναγνώρισε την πατρότητα του παιδιού της οικιακής του βοηθού, που ήταν έγκυος την ίδια εποχή με τη σύζυγό του, την ανιψιά του Τζον Κένεντι και δημοσιογράφο Μαρία Σρίβερ, με την οποία χώρισαν λίγο καιρό πριν τη δημόσια αποκάλυψη. Κατά καιρούς ήρθε αντιμέτωπος και με κατηγορίες σεξουαλικής παρενόχλησης, με τον ίδιο να δηλώνει πως “κάποιες φορές φέρθηκε άσχημα” στο παρελθόν, αλλά “πολλά πράγματα σε αυτές τις ιστορίες δεν είναι αλήθεια”.
Το 2013 κυκλοφόρησε η φήμη ότι ο Σβαρτσενέγκερ σκόπευε να θέσει υποψηφιότητα για πρόεδρος των ΗΠΑ, εγκαινιάζοντας εκστρατεία για συνταγματική άρση της απαγόρευσης σε μετανάστη να διεκδικήσει το αξίωμα, χωρίς τελικά να γίνει κάτι τέτοιο.
Μετά τη δημοσίευση του διαβόητου βίντεο όπου ο Τραμπ με σεξιστικές εκφράσεις καμάρωνε για τις ερωτικές του κατακτήσεις, ο Σβαρτσενέγκερ δήλωσε πως για πρώτη φορά μετά την απόκτηση υπηκοότητας δε θα ψήφιζε τους Ρεπουμπλικάνους. Η δήλωσή του προκάλεσε όμως την αντίδραση του Ρόμπερτ ντε Νίρο, που θεώρησε πως η αποχή από τις εκλογές σήμαινε βοήθεια στον Τραμπ, γεγονός για το οποίο αρνήθηκε να φωτογραφηθεί με το συνάδελφό του.