Ατυχές πήδημα ή παλαβό πορνό – Όταν ο Τσαουσέσκου συνάντησε το Pornhub
Ένα σουρεάλ μίγμα αντικομμουνισμού, κοινωνικής κριτικής και (σεξο)κωμωδίας με φόντο το Βουκουρέστι εν μέσω πανδημίας.
Ποια είναι τα όρια μεταξύ τέχνης και πορνογραφίας, αλλά και πώς ακριβώς ορίζεται η δεύτερη; Τα ερωτήματα είναι περίπου τόσο παλιά όσο και οι πρώτες αναπαραστάσεις ερωτικού περιεχομένου στα ανθρώπινα υλικά κατάλοιπα. Χωρίς να υπάρχει σαφής απάντηση – κι είναι αμφίβολο αν μπορεί αυτή αντικειμενικά να υπάρξει – οι περισσότεροι θα συμφωνούσαν ότι αυτή εξαρτάται πολύ από το κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιο της εποχής. Πορνογραφική θεωρήθηκε στην εποχή της η “Πάπισσα Ιωάννα” του Ροΐδη, ενώ οι εκτενείς, πλην για τα σημερινά κριτήρια αρκετά άκακες, περιγραφές των συνευρέσεων της λαίδης Τσάτερλι με τον κηπουρό της, αποτέλεσαν αντικείμενο διαβόητης δίκης “περί χυδαιότητας” στη Μεγάλη Βρετανία το 1959, την οποία κέρδισε ο εκδοτικός οίκος Penguin, αποδεικνύοντας ότι το έργο είχε “λογοτεχνική αξία” κι άρα μπορούσε να διατεθεί στο ευρύ κοινό, τρεις και πλέον δεκαετίες αφότου είχε γραφτεί από τον D.H. Lawrence.
Έκτοτε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι, αλλά ακόμα και στην εποχή που το πορνό βρίσκεται περίπου κυριολεκτικά σε κάθε σπίτι ή κινητό με σύνδεση στο ίντερνετ, η αναπαράσταση “κανονικών” σεξουαλικών σκηνών στον εμπορικό ή “καλλιτεχνικό” κινηματογράφο (άλλη ρευστή κατηγοριοποίηση κι αυτή βέβαια) εξακολουθεί να προκαλεί θόρυβο και συζητήσεις. Ο λόγος εν προκειμένω για το “Ατυχές πήδημα ή παλαβό πορνό” του Ρουμάνου σκηνοθέτη Radu Jude, o οποίος, για να μας δείξει πόσο edgy είναι, αρνήθηκε να συμμετάσχει στη φετινή τηλε-Μπερλινάλε, όπου το πόνημά του έλαβε τη Χρυσή Άρκτο καλύτερης ταινίας (τρίτη φορά για ρουμάνικη ταινία μέσα σε λιγότερο από μια δεκαετία στο συγκεκριμένο Φεστιβάλ), κατακρίνοντας τηn γκλαμουριά αυτών των εκδηλώσεων, τις οποίες αντιπαρέβαλε με τις εκθέσεις βιβλίου όπου “κανείς δεν πάει με φανταχτερά ρούχα”.
Χωρίς προκαταρκτικά – pun intended – η ταινία που προδιαθέτει για άφθονο σουρεαλισμό από τον τίτλο της, ξεκινά με ένα ολιγόλεπτο βίντεο με ανάλυση, αισθητική και διαλόγους βγαλμένους από τα κυριολεκτικά εκατομμύρια βιντεάκια ερασιτεχνικού πορνό που αποδεικνύουν την ιδεολογική ηγεμονία της αντίστοιχης βιομηχανίας στη σεξουαλική ζωή των περισσότερων ζευγαριών σήμερα – συνειδητά ή μη. Μόνο που o Jude δεν εστιάζει τόσο σε αυτή τη διάσταση, όσο στις συνέπειες που έχει η διαρροή του βίντεο στο ίντερνετ στη ζωή της πρωταγωνίστριας, μιας αξιοσέβαστης καθηγήτριας ιστορίας σε “καλό” ιδιωτικό σχολείο στο Βουκουρέστι. Το πρώτο μέρος της ταινίας απεικονίζει την Έμι Τσιλιμπίου (Κάτια Πασκαρίου), να περιφέρεται στους δρόμους της ρουμανικής πρωτεύουσας, προσπαθώντας να επεξεργαστεί τα νέα της διαρροής, αλλά και να προετοιμαστεί για τη συνάντηση γονέων που έχει οριστεί την ίδια μέρα στο σχολείο, προκειμένου να αποφασιστεί η τύχη της ως διδάσκουσας σε ένα τόσο “σοβαρό” εκπαιδευτικό ίδρυμα. Το κομμάτι αυτό αποτελεί μάλλον και το πιο ενδιαφέρον της ταινίας, που γυρίστηκε εξολοκλήρου πέρσι το καλοκαίρι εν μέσω πρώτου κύματος Covid-19, με τους πάντες να φοράνε – ή και όχι – τις μάσκες τους. Αφενός το Βουκουρέστι, με εξαίρεση την τυπική αρχιτεκτονική της σοσιαλιστικής περιόδου που ξεχωρίζει από χιλιόμετρα, θυμίζει, τουλάχιστον στα πλάνα αυτά, σοκαριστικά την Αθήνα, από τη βρωμιά και τα σπασμένα πεζοδρόμια, μέχρι τις ταγκιές σε όλους τους τοίχους, τις σκισμένες αφίσες, τα εγκαταλελειμμένα νεοκλασικά ή και την αδιανόητη οδηγική συμπεριφορά στους δρόμους. Αφετέρου οι ηθογραφικού χαρακτήρα σκηνές των Ρουμάνων σε φαρμακεία, εμπορικά κέντρα και σούπερ μάρκετ, αναπαριστούν γλαφυρά τη φτώχεια, το συντηρητισμό, τη συνωμοσιολογία (περί πανδημίας και όχι μόνο) και τη γενικότερη μιζέρια της καπιταλιστικής Ρουμανίας, μιας χώρας σταθερά στις λίστες των πιο διεφθαρμένων στον κόσμο.
Όχι φυσικά ότι ο Jude έχει συνειδητά κάποια πρόθεση να καταγγείλει το σημερινό κοινωνικοοικονομικό σύστημα για το κατάντημα της χώρας, αντίθετα, είναι εμφανές πως θεωρεί εξίσου υπεύθυνους για την κατρακύλα, τα κατάλοιπα του φασιστικού της παρελθόντος, τη φθοροποιό επίδραση της Ρουμανικής Ορθόδοξης εκκλησίας, αλλά φυσικά και τον υπαρκτό, που εν προκειμένω κυρίως προσωποποιείται στον εύκολο στόχο που αποτελεί διαχρονικά η περίοδος Τσαουσέσκου (καθόλου τυχαία το προηγούμενο έργο του, “Με κεφαλαία γράμματα” αφορά στην ανάκριση ενός εφήβου από τη Σεκουριτάτε λόγω αντικομμουνιστικών συνθημάτων). Δε χρειάζεται κανείς να νιώθει ιδιαίτερο ενθουσιασμό για τον εκτελεσθέντα τελευταίο ηγέτη της σοσιαλιστικής Ρουμανίας, για να νιώσει θυμηδία σε σκηνές όπως εκείνης της ξεναγού μπροστά στο πασίγνωστο “Σπίτι του λαού” (έδρα του ρουμανικού κοινοβουλίου), όπου προσπαθεί να μας πείσει ότι για την οικοδόμησή του εργάστηκαν “σκλάβοι όπως στις πυραμίδες και το σινικό τείχος”, με “άγνωστο ως ήμερα αριθμό νεκρών”. Γιατί προφανώς όλα αυτά τα “μιλiούνια θυμάτων του κομμουνισμού” (το κτίριο φυσικά ολοκληρώθηκε το 1997, αλλά ας μην αφήσουμε τις λεπτομέρειες να χαλάσουν μια όμορφη αντικομμουνιστική ιστορία για αγρίους) δεν είχαν οικογένειες να μιλήσουν για το δράμα τους ή και να διεκδικήσουν αποζημιώσεις μετά το 1989. To γεγονός πως αυτό το σκετσάκι, ένα από τα 26 συνολικά (όσα τα γράμματα της ρουμανικής αλφαβήτου) που αποτελούν το δεύτερο μέρος της ταινίας, έχει ως ντεκόρ Κινέζους τουρίστες που τραβούν χαζοχαρούμενα σέλφι, δεν ξέρω αν είναι τυχαίο σχόλιο για τη βαθιά απολίτικη φύση του μέσου μαζικού τουρίστα ή αν υπαινίσσεται πως οι Κινέζοι, ως υπήκοοι “κομμουνιστικής δικτατορίας” αδυνατούν να συλλάβουν το δράμα του ρουμανικού λαού επί επάρατου σοσιαλισμού.
Εν πάσει περιπτώσει, τα χαλαρά ως καθόλου συνδεδεμένα μεταξύ τους σκετσάκια-κλιπάκια, διαρκούν για κανένα μισάωρο, στηλιτεύοντας από τα φασισμό και τον κομμουνισμό, μέχρι το ρατσισμό και την ανθρώπινη ματαιοδοξία, όλα αυτά διανθισμένα από νέες ράντομ τσοντοσκηνές, μία από αυτή σε γερμανικά με ρουμανική προφορά και άλλη μια όπου μαθαίνουμε ότι μετά τη λέξη “πίπα”, τα περισσότερα διαδικτυακά χτυπήματα αναζήτησης συγκεντρώνει η “ενσυναίσθηση”. Ουάου, που θα έλεγε κι ο Γιάνης με ένα νι. Πολύ χαρακτηριστική για το ιδεολογικό στίγμα της ταινίας είναι και ένα σκετς για τη λέξη “Πατριωτισμός”, όπου παρουσιάζεται η ιστορία μιας Ρουμάνας που τιμωρήθηκε με πρόστιμο στη Βιέννη γιατί έδειρε τη ρομά οικιακή βοηθό της, κάτι που μπορούσε να κάνει ατιμώρητα στην πατρίδα της. Εδώ εμμέσως πλην σαφώς αντιπαραβάλλεται η “βαλκάνια” οπισθοδρόμηση με τις “ευνομούμενες” δυτικές αστικές δημοκρατίες, τι κι αν μιλάμε για μια χώρα όπως η Αυστρία, όπου τα σκάνδαλα διαφθοράς ξεφυτρώνουν το ένα μετά το άλλο και ο καγκελάριος Κουρτς εξαναγκάστηκε να παραιτηθεί με αφορμή – κι όχι αιτία φυσικά – την εμπλοκή του σε στημένες δημοσκοπήσεις (τα γέλια που ακούγονται ασφαλώς και είναι από του Μαξίμου).
Φτάνουμε λοιπόν στο τρίτο και τελευταίο μέρος, τη “δίκη” της Τσιλιμπίου στο αίθριο του σχολείου, παρουσία της διευθύντριας, που παλαντζάρει ανάμεσα στη συμπάθειά της για την υφιστάμενη πολυβραβευμένη καθηγήτριά της και την ανάγκη να κρατήσει ευχαριστημένη τους γονείς – πελάτες. Οι οποίοι, στην πλειονότητά τους, έχουν έρθει με άγριες διαθέσεις, απαιτώντας εξηγήσεις για την ανάρμοστη συμπεριφορά της καθηγήτριας που απειλεί να διαφθείρει τα βλαστάρια τους. Όλα αυτά αφού πρώτα φυσικά επιδοθούν σε μια περίπου ανοιχτά ηδονοβλεπτική δημόσια προβολή του βίντεο μέσω τάμπλετ για όσους δεν πρόλαβαν το θέαμα πριν τη συνάντηση. Η Έμι δεν είναι διατεθειμένη να καταθέσει τα όπλα, ξεκαθαρίζοντας πως δεν έχει να απολογηθεί για την προσωπική της ζωή και το τι κάνει με τον άντρα της ή τον όποιον συναινούντα ενήλικα. Η άρνηση της καθηγήτριας να συναινέσει στη διαπόμπευσή της οδηγεί την ομήγυρη σε μια γενικευμένη επίθεση συνολικά κατά του τρόπου διδασκαλίας της, που ενοχοποιείται για αντεθνικό περιεχόμενο, αριστερόστροφες τάσεις, και υπερβολική συμπάθεια σε γκέι, τσιγγάνους και Εβραίους. Οι διάλογοι θα μπορούσαν να είναι αρκετά πιο αποτελεσματικοί στην ανάδειξη της ακροδεξιάς σαπίλας που αποτελεί τον κυρίαρχο λόγο στη σύγχρονη Ρουμανία (αλλά θυμίζει για μια ακόμα φορά υπερβολικά ανοησίες που ακούμε κι εδώ τόσο στα σόσιαλ, όσο και στην κανονική ζωή), αν δεν υπήρχε η συνεχής αναφορά σε “κομμουνιστική δικτατορία”, αλλά κι αν οι χαρακτήρες των γονέων δεν ήταν όλοι ανεξαιρέτως χοντροκομμένες καρικατούρες, από τους εν ενεργεία ή απόστρατους αντισημίτες νοσταλγούς του Αντωνέσκου μπαμπάδες, μέχρι τις εμφανώς σεξουαλικά καταπιεσμένες ζηλόφθονες θείτσες, την Τσέχα μαμά – σεξοβόμβα, αλλά και τον ντεμέκ “προοδευτικό” διανοούμενο της παρέας, που παίρνει το μέρος της Τσιλιμπίου απλά και μόνο για να επιδειχθεί ο ίδιος. Ακόμα και μια μαμά με μαντίλα κι ένας πατέρας αφρικανικής καταγωγής ελάχιστα παρεμβαίνουν στη συζήτηση, μάλλον αποδεχόμενοι ως “κοινωνικά πετυχημένοι” μετανάστες, τοn σεξισμό και τοn ρατσισμό της πλειοψηφίας των ανθρώπων της τάξης στην οποία αναδύθηκαν.
Εκεί που πραγματικά όμως χάνεται η μπάλα, είναι μετά τρία (3) εναλλακτικά φινάλε, το ένα λίγο πιο αποτυχημένο από το άλλο, με το τελευταίο να αποτελεί σκηνή εφηβικής σεξοκωμωδίας, που μόνο ως τρολάρισμα του σκηνοθέτη στο κοινό μπορεί να ερμηνευθεί, διαλύοντας οποιαδήποτε διάθεση σοβαρής αναμέτρησης με την ταινία και τα μηνύματά της.
Εν κατακλείδι και ανεξάρτητα από κάποιες επιμέρους καλές στιγμές, κυρίως στην αρχή όπως προείπαμε, η ταινία αποτυγχάνει τόσο ως σάτιρα, όσο και ως πολιτικό statement. Ακόμα και για τους ρέκτες του αντικομμουνιστικό καλτ, όπως η υποφαινόμενη, υπάρχουν πολύ διασκεδαστικότερες – και χωρίς εισιτήριο – εναλλακτικές από τη χώρα του Βλαντ Τέπες, όπως το “Τσακ Νόρις εναντίον κομμουνισμού”.