Dune – Είναι κακό στην άμμο να χτίζεις παλάτια;
Μια οπτική και μουσική πανδαισία, που δεν απομακρύνεται όμως όσο θα μπορούσε και θα έπρεπε από το βαθιά προβληματικό ιδεολογικά λογοτεχνικό της πρωτότυπο.
Το ερώτημα για το κατά πόσο μπορεί να διαχωριστεί η μορφή από το περιεχόμενο ενός καλλιτεχνικού έργου είναι μάλλον τόσο παλιό όσο και η ίδια η τέχνη ή τουλάχιστον τόσο παλιό όσο ο ανθρώπινος στοχασμός περί τέχνης. Όλοι μπορούμε να σκεφτούμε ταινίες, σειρές, βιβλία ή πίνακες με μηνύματα που μας συγκινούσαν, αλλά έχαναν πάρα πολύ στην εκτέλεση, ή αντίστοιχα άλλα πονήματα που πληρούσαν τα αισθητικά μας κριτήρια, αλλά μας προκαλούσαν έως και αποστροφή σε κοσμοθεωρητικό επίπεδο.
Το δίλημμα μορφή – περιεχόμενο επανέρχεται πολύ έντονα στην περίπτωση του Dune, της πιο πολυαναμενόμενης μάλλον ταινίας για το 2021. Δε θα σταθώ εδώ στις δραματουργικές περιπέτειες του ομώνυμου βιβλίου του Φρανκ Xέρμπερτ, σε μικρή και μεγάλη οθόνη, καθώς εύκολα μπορεί κανείς να ανατρέξει σε αυτές διαδικτυακά, φαίνεται όμως ότι έχουν δίκιο όσοι θεωρούν πως ο Ντενί Βιλνέβ είναι εκείνος που κατόρθωσε πιο αποτελεσματικά να μετατρέψει τις περίπλοκες περιγραφές του βιβλίου σε υπερθέαμα με την καλύτερη έννοια του όρου.
Αν και η ταινία δείχνει ενίοτε τη διάρκειά της – περί τις 2,5 – ώρες, δύσκολα θα σε αναγκάσει να κοιτάξεις την ώρα, με κάθε πλάνο να αποτελεί κυριολεκτικά πίνακα, παρότι η παλέτα κυμαίνεται κατά κύριο λόγω μεταξύ αποχρώσεων του μπεζ (της άμμου προφανώς), του γκρι και του μαύρου. Οι σκηνές των μαχών και των σκουληκιών της ερήμου είναι κυριολεκτικά επικές, ενώ στην όλη αισθητική πλήρωση συμβάλει τα μάλα η πραγματικά απόκοσμη μουσική του Χανς Τσίμερ (κι όχι Ζίμερ), για τον οποίο δε χρειάζονται φυσικά συστάσεις, αλλά εδώ δεν είναι κλισέ να πούμε ότι ξεπέρασε τον ήδη κορυφαίο εαυτό του. Σε όλα αυτά προσθέτουμε τις καλές – αν και όχι αριστουργηματικές – ερμηνείες του εντυπωσιακού καστ (εξαίρεση εδώ η Σαρλότ Ντάμπλινγκ, ως Σεβάσμια Μητέρα, που με ελάχιστα λεπτά επί σκηνής κι αυτά πίσω από βέλο κυριολεκτικά σβήνει όλους τους υπόλοιπους) κι έχουμε μια σειρά καλούς λόγους για να αποφασίσουμε ότι αξίζει τον κόπο να παρακολουθήσουμε το Dune στη μεγάλη οθόνη.
Κάπου εδώ όμως τελειώνουν τα καλά νέα κι αρχίζουν οι προβληματικές πτυχές. Να διευκρινίσω στο σημείο αυτό ότι δεν έχω διαβάσει το βιβλίο, ή μάλλον τα βιβλία του Χέρμπερτ, που συνθέτουν μια ολόκληρη σάγκα γύρω από το Dune, από όσα καταλαβαίνω ωστόσο νομίζω ότι η ταινία δεν απομακρύνεται δραματικά από το κοσμοείδωλο της πηγής της. Σε κάποια σημεία μάλιστα, κάποιες γωνίες στρογγυλεύονται, όπως η απάλειψη της ανοιχτά ομοφοβικής περιγραφής του βαρώνου Χάρκονεν, του βασικού “κακού” της υπόθεσης δηλαδή, στο βιβλίο. Παραμένει όμως η βασική ιδέα του Χέρμπερτ, που μοιάζει να είναι, συνειδητά ή μη, ότι και το 10.000 φεύγα μ.Χ. θα μας κυβερνάνε στρέιτ λευκοί άνδρες – μεσσίες. Εν προκειμένω ο νεαρός Πολ Ατρείδης (οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις της αρχαιοελληνικής και πλήθους άλλων μυθολογιών είναι προφανώς απόλυτα συνειδητή), γιος του δούκα Λίτο Ατρείδη και της παλλακίδας του Τζέσικας, μέλους του φοβερού και τρομερού μητριαρχικού τάγματος των Μπένε Τζέσεριτ, που για χιλιετίες εφαρμόζουν ένα πρόγραμμα ευγονικής με στόχο να γεννηθεί κάποια στιγμή ο “Kwisatz Haderach”, ένας νιτσεϊκού τύπου υπεράνθρωπος που θα υπερκεράσει το χάσμα μεταξύ χώρου και χρόνου και μέσω του οποίου οι Μπένε Τζέσεριτ θα ελέγξουν τις τύχες του κόσμου – για το καλό του, βεβαίως – βεβαίως. Μόνο που η Τζέσικα ως θερμόαιμη και βιαστική, παράκουσε τις εντολές του τάγματος να γεννήσει κόρη, ευελπιστώντας ότι το βλαστάρι της θα είναι “ο εκλεκτός”. Κι αν όλο αυτό το κράμα ευγονικής και μεσιανισμού ήταν ήδη “πίσω από την εποχή του” ακόμα κι όταν γράφτηκε το βιβλίο στα μέσα της δεκαετίας του ’60, δεν υπάρχουν πολλές δικαιολογίες για την σχεδόν άκριτη μεταφορά του στην οθόνη τον 21ο αιώνα, και όχι, η προσθήκη έγχρωμων και γενικά μούλτι κούλτι ηθοποιών δεν ανατρέπει τα δεδομένα, αντίθετα λειτουργεί αντικειμενικά ως άλλοθι.
Επιστρέφοντας στην πλοκή, ο Πολ εκπαιδεύεται παιδιόθεν να κληρονομήσει τον πατέρα του, ο οποίος αναλαμβάνει τη διακυβέρνηση του πλανήτη Αράκις, του Dune δηλαδή, μιας απέραντης ερήμου που καταληστεύεται από τον οίκο Χάρκονεν για το “μπαχαρικό” του, ενός παραισθησιογόνου απαραίτητου για τα διαστρικά ταξίδια Ο αυτοκράτορας του σύμπαντος δίνει το Αράκις ως φέουδο στους Ατρείδες, τη δύναμη των οποίων φοβάται, ελπίζοντας πως θα τους ξεφορτωθεί, ποντάροντας στο αφιλόξενο κλίμα, την καταστροφή των υποδομών εξόρυξης “μπαχαρικού” από τους Χάρκονεν (με τους οποίους εντέλει και θα συμμαχήσει κατά των Ατρειδών) και την αγριάδα των ντόπιων Φρέμεν, μιας φυλής που παραπέμπει ανοιχτά στον αραβοϊσλαμικό κόσμο και που μάχεται σθεναρά ενάντια σε κάθε εισβολέα. Ή μάλλον περίπου, καθώς, αν πιστέψουμε την ταινία – και τον Χέρμπερτ φυσικά – αρκούν μερικοί καλοί και πεφωτισμένοι αποικιοκράτες που σέβονται τα ήθη και έθιμα των ντόπιων, προκειμένου οι Φρέμεν να αποδεχτούν με χαρά τους νέους δυνάστες τους και την απομύζηση των φυσικών τους πόρων, όσες οικολογικές φιοριτούρες κι αν προσθέτει ο συγγραφέας κι οι συντελεστές της ταινίας. Ακόμα πιο χαρακτηριστική για το πώς αντιλαμβάνεται το Dune τις σχέσεις εξουσιαστή κι εξουσιαζόμενου, είναι η στιγμή που ο δούκας Λίτο με το ορνιθόπτερό του (που είναι ακριβώς αυτό που λέει το όνομά του, ένα ελικόπτερο με πτηνόμορφα φτερά), διακινδυνεύει τη ζωή τη δική του και της οικογένειάς του, για να σώσει το πλήρωμα εξορυκτικού ερπυστριοφόρου από την επίθεση των τρομαχτικών σε μέγεθος και δύναμη σκουληκιών της ερήμου – φανταστείτε κάτι μεταξύ μαύρης τρύπας και σωλήνα αποχέτευσης-. Τέτοια αφεντικά με αυτοθυσία θέλουμε. Παρεμπιπτόντως, αυτή είναι και η μοναδική νύξη σε όλο το έργο για την ύπαρξη κάτι -σαν εργατικής τάξης-, σε αυτό τον υποτίθεται μετακαπιταλιστικό κόσμο του μακρινού μέλλοντος, όπου η υπερσύγχρονη τεχνολογία και ο νόμος της προσφοράς και ζήτησης συνυπάρχουν αρμονικά με ένα μεσαιωνικό εποικοδόμημα μιας μάλλον χαλαρής κεντρικής εξουσίας που βάζει τους φεουδάρχες να αλληλοεξοντωθούν, επιλέγοντας πλευρά κατά το δοκούν. Κι αν η ανάδειξη ενός συγκεντρωτικού κράτους και της πεφωτισμένης δεσποτείας (την οποία εδώ βέβαια δεν εκπροσωπεί ο αυτοκράτορας, αλλά οι αναδυόμενοι διεκδικητές του θρόνου Ατρείδες) αποτέλεσε πρόοδο στην εποχή της, δηλαδή πριν τρεις και τέσσερις αιώνες, μια χάι – τεκ επανάληψη της ιστορίας, δεν είναι ακριβώς το όραμα που νομίζω ότι χρειάζεται κανείς στο τώρα και το σήμερα, πολλώ δε μάλλον για το απροσδιόριστα μακρινό μέλλον.
Υπάρχει φυσικά και η ένσταση ότι ο Πωλ δεν δέχεται ασμένως τη μεσσιανική αποστολή του, ότι παλεύει εσωτερικά και γνωρίζει ότι η επικράτησή του θα αποτελέσει απαρχή ενός ιερού πολέμου με πρωταγωνιστές τους Φρέμεν, οι οποίοι παρουσιάζονται διαρκώς ως ευγενείς άγριοι, γενναίοι κι ατίθασοι, αλλά ανίκανοι να χειραφετηθούν με ίδιες δυνάμεις. Αν ο Βιλνέβ δεν επιλέξει να αλλάξει ριζικά την ιστορία στην ή στις κινηματογραφικές συνέχειες που λογικά θα υπάρξουν, εντέλει η “προφητεία” για τον Kwisatz Haderach θα εκπληρωθεί, ολοκληρώνοντας μια βαθιά φαταλιστική προσέγγιση για την ανθρώπινη φύση και κοινωνία, κι αυτό δίχως να σχολιάσουμε ότι η ιδέα ισλαμικού τύπου φύλων να διεξάγουν τζιχάντ είναι επιεικώς προβληματική.
Κλείνοντας, να πω και δυο λόγια για τους γυναικείους χαρακτήρες του Dune, το οποίο, στην έντυπη μορφή του, είχε θεωρηθεί πρωτοποριακό στην εποχή του για το είδος της επιστημονικής φαντασίας, όπου η θηλυκή παρουσία ήταν παραδοσιακά περιθωριακή ή επικουρικού χαρακτήρα. Προσωπικά δε βλέπω σε τι ακριβώς ξεφεύγει από μια σειρά στερεότυπα η παρουσίαση των γυναικών στην ταινία, καθώς αυτές, όσο ισχυρές, έξυπνες ή ικανές πολεμίστριες κι αν παρουσιάζονται, δεν παύουν να δρουν στη σκιά του ισχυρού άντρα ή γιου, ή τουλάχιστον να κινούν τα νήματα από το παρασκήνιο, ως επί το πλείστον με πλάγιους και συνωμοτικούς τρόπους. Δεν είναι τυχαίο ότι οι πλέον ανεξάρτητες γυναίκες στον κόσμο του Dune, δηλαδή οι Μπένε Τζέσεριτ, ιδίως δε η “Σεβάσμια Μητέρα” τους (αν δεν είπαμε πόσο φανταστική είναι η Σάρλοτ Ντάμπλινγκ στο ρόλο, να το ξαναπούμε), εμφανίζονται ως ο ορισμός της δολοπλοκίας και του βυζαντινισμού.
Δε θέλω να πιστέψω ότι ο Βιλνέβ επέλεξε συνειδητά να γυρίσει μια στον πυρήνα της τόσο οπισθοδρομική – για να μην πω αντιδραστική – ταινία. Προτιμώ να νομίζω πως, όπως συμβαίνει συχνά με τους λάτρεις της ΕΦ λογοτεχνίας, το δέος μπροστά στο αρχικό έργο συσκότισε την κριτική ματιά που ο σκηνοθέτης έχει αποδείξει στο παρελθόν πως διαθέτει. Απλά είναι κρίμα που το καλλιτεχνικό του διαμέτρημα περιορίστηκε στο αισθητικό πεδίο, αφήνοντάς μας κάτι που ακόμα και στην πιο απενεχοποιημένη του θέαση, δεν αποτελεί παρά ένα ακόμα παραμύθι της αναμέτρησης του “καλού” με το “κακό”, με όρους αν-ιστορικούς, α-ταξικούς και τελικά αδιάφορους ακόμα και σε επίπεδο καθαρά υπαρξιακής φιλοσοφικής αναζήτησης.