Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου: Μια αεικίνητη μαστόρισσα του λαϊκού στίχου
Στο πρόσωπο της Ευτυχίας συναντήθηκαν η αυθεντικότητα, το ταλέντο, το πείσμα και το όραμα για τη δημιουργία νέων μουσικών δρόμων που σηματοδότησαν – θέλοντας και μη – και το πέρασμα σε μια νέα εποχή.
Η νέα ταινία του Άγγελου Φραντζή (σε σενάριο Κατερίνας Μπέη), «Ευτυχία», έρχεται να φωτίσει πτυχές και γεγονότα της άγνωστης για πολλούς, Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, μίας από τις μεγαλύτερες στιχουργούς της ελληνικής μουσικής σκηνής, έναν θρύλο της ομοιοκαταληξίας και του λαϊκού στίχου, που χάρισε ανεπανάληπτα τραγούδια σε μεγάλους μουσικοσυνθέτες της εποχής, όπως τον Μανώλη Χιώτη, τον Βασίλη Τσιτσάνη, τον Απόστολο Καλδάρα και τον Μάνο Χατζιδάκι.
Η ταινία ξεκινάει με ένα εξαιρετικό σκηνοθετικό τέχνασμα, που εκτός από τις διευκολύνσεις που παρέχει στον σκηνοθέτη για να στήσει την ταινία, επιτρέπει και στον θεατή να εισχωρήσει ακόμα βαθύτερα στις υπερβάσεις, τις αντιφάσεις και τις ανατροπές που εμπεριείχε η ζωή της Ευτυχίας. Η ηρωίδα εμφανίζεται στην πρώτη σκηνή, σε ώριμη πια ηλικία, σε μια τελετή βράβευσης αφιερωμένη εξολοκλήρου σε αυτήν και το έργο της. Από εκεί θα ξεκινήσει ένα flashback στους ανθρώπους και τα γεγονότα που τη σημάδεψαν, που καθόρισαν την μοίρα της και άφησαν ανεξίτηλο το στίγμα τους στη ζωής της.
Η περίτεχνη αναπόληση του παρελθόντος ξεκινάει από το Αϊδίνι, με την Κάτια Γκουλιώνη, που υποδύεται τη νεότερη Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, να αναγκάζεται να ξεριζωθεί από τη Σμύρνη με τις δύο κόρες της, Μαίρη (Ευαγγελία Συριοπούλου) και Καίτη (Λίλα Μπακλέση). Μαζί με την μητέρα της, Μαριόγκα, (που την ενσαρκώνει η εξαιρετική Ντίνα Μιχαηλίδου) ταξιδεύει στην Ελλάδα, προκειμένου να συναντήσει τον κατά είκοσι χρόνια μεγαλύτερο σύζυγό της, Κωστή Νικολαϊδη (Παύλος Ορκόπουλος), τη στιγμή που οι σφαγές και οι βιαιοπραγίες από τους Τσέτους οξύνονται.
Όλες αυτές οι εικόνες έμελλε να διοχετευθούν αργότερα μέσα σε στίχους και τραγούδια, που θα αποτυπώσουν με τα μάτια της ψυχή της όλα εκείνα που δεν έβρισκε τρόπο να εκφράσει διαφορετικά, τη θλίψη, την απογοήτευση και το μαράζι για τους ανθρώπους που χάθηκαν, την ελπίδα πως τα όνειρα που έμειναν ανολοκλήρωτα θα τελεσφορήσουν στο μέλλον, τις στιγμές και τις μνήμες που πάντα θα κρατάει μέσα της σαν φυλαχτό. Αυτοί οι στίχοι αποτυπωνόντουσαν σε χαρτοπετσέτες, πρόχειρα χαρτάκια, πακέτα από τσιγάρα, όντας φευγαλέες εμπνεύσεις από σκόρπιες σκέψεις και ακούσματα με τα οποία την τροφοδοτούσε η ίδια η ζωή μέσα από το οικείο – και όχι μόνο – περιβάλλον της.
Η Ευτυχία υπήρξε μια γυναίκα ελεύθερη στη σκέψη και στη δράση, δεν καταλάβαινε από περιορισμούς και νουθεσίες, άκουγε μόνο την καρδιά της, το ένστικτό της, τις παρορμήσεις και τα πάθη της. Γι’ αυτό και αποφάσισε να χωρίσει με τον σύζυγό της στην Αθήνα, αφήνοντας μια τακτοποιημένη και στρωμένη ζωή για να κυνηγήσει συγκινήσεις, περιπέτειες και μια καριέρα στο θεατρικό σανίδι με τον γοητευτικό σκηνοθέτη και ηθοποιό Νίκο Αλεξίου (Ανδρέας Κωνσταντίνου). Παίζοντας μαζί του στα μπουλούκια θα γνωρίσει έναν διαφορετικό κόσμο από αυτόν που ήξερε, θα έρθει σε επαφή με καινούργια ερεθίσματα, θα γεμίσει με εμπειρίες που θεωρεί πως ταιριάζουν πραγματικά στον ατίθασο και αδάμαστο χαρακτήρα της, ενώ παράλληλα με το θράσος και τον τσαμπουκά της θα διευρύνει τον κύκλο γνωριμιών της, συνειδητοποιώντας ακόμα περισσότερο τις δυνατότητες που έχει για να τα καταφέρει μέσα στον αυστηρά ανδροκρατούμενο κόσμο της μουσικής και της εποχής.
Η Ευτυχία, πέρα απ’ όλα τα άλλα, είναι μια γυναίκα που δεν μοιάζει διατεθειμένη να υποβαθμίσει ή να υποβιβάσει τη γυναικεία φύση της. Αυτό σημαίνει πως έχει ανάγκη από το να αγαπήσει και να αγαπηθεί, να αισθανθεί ποθητή, να μπορέσει να οικοδομήσει μια καινούργια οικογένεια από την αρχή, να βρει κάποιον που να της εμπνέει εμπιστοσύνη, μα κυρίως να την κοιτάει στα μάτια και να νιώθει πως μοιράζονται κοινές έγνοιες και ανησυχίες. Ο άνθρωπος που τα εμπερικλείει όλα αυτά είναι ο αστυφύλακας, Γιώργος Παπαγιαννόπουλος (Πυγμαλίων Δαδακαρίδης), μια γνωριμία που θα συντελεστεί μέσα στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδας, αφού και οι δύο μοιράζονται το ίδιο πάθος: την αγάπη τους για τα βιβλία και το διάβασμα.
Όλοι μαζί – η Ευτυχία, ο Γιώργος, οι δύο κόρες της, η μητέρα της και ο πάντα πιστός της φίλος Λουκάς (Θάνος Τοκάκης) – θα προσπαθήσουν να ζήσουν αρμονικά κατανοώντας ο ένας τις ανάγκες και τις ιδιαιτερότητες του άλλου, φτιάχνοντας ένα ιδιότυπο οικογενειακό περιβάλλον με τον καθένα να διατηρεί μια προσωπική επικράτεια που άλλοτε ενώνεται με την επικράτεια του άλλου και άλλοτε διατηρεί ένα ξεχωριστό περίβλημα.
Μέσα στον οικογενειακό ιστό, θα υφανθούν στοιχεία ενσυναίσθησης και αλληλεγγύης για τους ανθρώπους που ανήκουν στο κοινωνικό περιθώριο ή γίνονται αντικείμενο χλευασμού για τις προσωπικές τους προτιμήσεις και απόψεις. Φυσικά, δεν θα λείψουν τα προβλήματα, τα απρόβλεπτα της ζωής και τα χτυπήματα της μοίρας που θα φέρουν τους χαρακτήρες αντιμέτωπους με την έννοια της φθαρτότητας.
Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη θα αναλάβει να ενσαρκώσει την Ευτυχία σε εκείνη την ώριμη καμπή της ζωή της ακροβατώντας έξοχα ανάμεσα στην τραγική και τη χιουμοριστική της πλευρά, παρουσιάζοντας με τον καλύτερο τρόπο την εξέλιξη των νεανικών της χρόνων.
Πιστούς συνοδοιπόρους της, εκτός από την οικογένειά της και το γράψιμο, θα έχει δύο πράγματα: το τσιγάρο και το χαρτί. Δύο πράγματα που χρόνο με τον χρόνο θα ζητούν περισσότερο ζωτικό χώρο στη ζωή της και θα διεκδικούν με επιτακτικότητα ακόμα μεγαλύτερο μέρος από την καθημερινότητά της.
Η Ευτυχία υποκύπτει και αφήνεται ολοκληρωτικά και στα δύο, αφού αντιλαμβάνεται σχετικά νωρίς πως οποιαδήποτε προσπάθεια να αντισταθεί είναι καταδικασμένη να αποτύχει.
Σίγουρα, το μεγαλύτερο πλεονέκτημα της ταινίας είναι οι εξαιρετικές ερμηνείες της Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη και της Κάτιας Γκουλιώνη, η αριστοτεχνική συνύπαρξή τους κάτω από το ίδιο πρόσωπο.
Στον αντίποδα, αν ψάχνουμε να επισημάνουμε κάποιο σημείο που θα έχριζε βελτίωσης ή πιο ουσιαστικής ενδοσκόπησης, αυτό θα ήταν η καλύτερη αποτύπωση του πολιτικοκοινωνικού περιβάλλοντος της εποχής, που γίνεται ακροθιγώς με ελάχιστες αναφορές στις συνεχείς διεργασίες και ζυμώσεις εκείνης της περιόδου.
Συμπερασματικά, η ταινία μπορεί να μην αποτελεί την τοιχογραφία μια ολόκληρης εποχής, αλλά ανατέμνει με οξυδέρκεια, ευαισθησία και τρυφερότητα μια σημαίνουσα προσωπικότητα του λαϊκού μας τραγουδιού που έγραψε μερικές από τις μεγαλύτερες λαϊκές επιτυχίες, που τραγουδιούνται ακόμα και σήμερα χωρίς να χάνουν καθόλου τα νοήματα και τους συμβολισμούς τους. Στο πρόσωπο της Ευτυχίας συναντήθηκαν η αυθεντικότητα, το ταλέντο, το πείσμα και το όραμα για τη δημιουργία νέων μουσικών δρόμων που σηματοδότησαν – θέλοντας και μη – και το πέρασμα σε μια νέα εποχή.