«Εγώ, Καπετάνιος / Io Capitano» του Ματέο Γκαρόνε
Ένα οδοιπορικό φρίκης σε μία κοινωνία που ναυαγεί…
Στο φιλμικό σύμπαν του Γκαρόνε συνυπάρχουν η βία, η σκληρότητα και η ελπίδα. Με τα μάτια του δεκαεξάχρονου Σεϊντού ταξιδεύουμε από τη Σενεγάλη στη Μάλτα σε ένα ταξίδι φρίκης, σε ένα ταξίδι όπου οι ανθρώπινες ζωές δεν έχουν καμία απολύτως αξία. Η κάμερα του Γκαρόνε ακολουθεί βήμα βήμα τον Σεϊντού και τον ξάδελφό του τον Μούσα, που αποφασίζουν να φύγουν από τη χώρα τους μη γνωρίζοντας τι τους περιμένει στην πορεία τους προς την Ευρώπη των ονείρων τους. Η δύναμη και η ορμή της νιότης τους, τους ωθούν στο να αφήσουν το μικρό αφρικάνικο χωριό τους για να περιπλανηθούν σε ένα ταξίδι ανθρώπινης κόλασης.
Σε αυτό το ταξίδι των δύο νεαρών συμμετέχουμε μαζί τους, αντικρίζοντας όλα τα εμπόδια και τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν σε μία περιπέτεια που σφηνώνεται και αυτή μέσα στο πλήθος των συμφορών όλων των ανθρώπων που από τα διάφορα μέρη της Αφρικής αποφασίζουν το ταξίδι τους προς την Ευρώπη. Και μέσα από τα μάτια του Σεϊντού δεν «διαβάζουμε» μόνο τη δικές του αγωνίες , τους δικούς του φόβους όταν πλέον σιγά σιγά ανακαλύπτει το τι εστί «ταξίδι προς το όνειρο» , αλλά «διαβάζουμε» τα πάθη και τα βάσανα και των υπολοίπων της πορείας αυτής. Μιας πορείας που οι φρικαλεότητες που διαπράττονται εις βάρος αυτών των ανθρώπων όσο γνωστές και αν μας είναι από όλα αυτά που διαβάζουμε, ακούμε και βλέπουμε, μας προκαλούν πρωτόγνωρα συναισθήματα αποστροφής προς το ανθρώπινο είδος και κυρίως προς τις πολιτικές των «πολιτισμένων» κρατών που κρατούν τα μάτια κλειστά συμπαρασύροντας λαούς και έθνη στη στήριξη αυτών των πολιτικών.
Πώς ο φόβος, η απογοήτευση, η αποδόμηση του ονείρου, η συνειδητοποίηση της απόλυτης μοναξιάς και της εγκατάλειψης από οποιαδήποτε πολιτική προστασία, μετατρέπονται σε πείσμα και ενδυνάμωση; Και πώς περνάμε από την ατομική περίπτωση του Σεϊντού, μέσα σε χίλια δράματα, στη συλλογική μοναξιά των θλίψεων και των συμφορών των λαών ενός κατώτερου Θεού; Την απάντηση σε αυτό το ερώτημα, μάς τη δίνει ο ίδιος ο Σεϊντού και ο πυρήνας της βρίσκεται στο ότι ο αγώνας για διεκδίκηση καλύτερης ζωής, γίνεται αποτελεσματικός όταν αποδεσμεύεται από την κλειστή προσωπική θέαση του ατομικού δράματος και όταν η θέαση περιλαμβάνει το συλλογικό δράμα.
Ο Σεϊντού στην πορεία του προς τον δυτικό κόσμο, που αποτελεί ταυτόχρονα και πορεία ωρίμανσης και ενηλικίωσής του, έχει πάψει να ονειρεύεται μια ζωή με κέντρο την ατομική του ευτυχία. Σκέφτεται μια ζωή όπου η δική του ευτυχία είναι άμεσα συνυφασμένη με τις ίδιες τις πράξεις του και τα κίνητρα αυτών, που στο επίκεντρό τους βρίσκεται η διάσωση των άλλων ανθρώπων. Ο Σεϊντού αναλαμβάνει να κάνει αυτό που δεν κάνουν οι ηγέτες των «εξελιγμένων» και «προηγμένων» κοινωνιών. Να σώσει ανθρώπους. Να γίνει αυτός καπετάνιος και να σώσει ό,τι σώζεται από μία κοινωνία που έχει από καιρό ναυαγήσει…
Μία σκληρή και ταυτόχρονα συγκινητική ταινία, με το στοιχείο της μυθοπλασίας να υπάρχει σαν να έχει σκοπό να λειτουργήσει ως αντιστάθμισμα στον ρεαλισμό της ωμής βίας που προβάλλεται με μια ντοκιμενταρίστικη σχεδόν ματιά. Ο Γκαρόνε μας έχει συνηθίσει άλλωστε, σε αυτόν τον τρόπο καταγραφής της σκληρής πραγματικότητας που βιώνουν οι ξεχασμένοι από Θεούς και ανθρώπους, ήρωές του. Θυμόμαστε την ταινία «Dogman» καθώς και το αριστουργηματικό του «Γόμορρα» όπου τα πλοκάμια της Καμόρα απλώνονται ανεξέλεγκτα και υπό την κρατική ανοχή, παρασύροντας στον θάνατο δεκάδες ανήλικα παιδιά και νέους, φτωχών και ξεχασμένων συνοικιών της Νάπολης, που αποτελούν την εργατική μηχανή της Καμόρα.
Η νέα ταινία του Ματέο Γκαρόνε «Εγώ, Καπετάνιος» έχει ήδη αποσπάσει βραβεία από το πρόσφατο Φεστιβάλ Βενετίας (Αργυρός Λέοντας Σκηνοθεσίας και Βραβείο Καλύτερου Πρωτοεμφανιζόμενου Ηθοποιού) και προβάλλεται στις κινηματογραφικές αίθουσες.