Είμαστε φωτιά που λάμπει μες στη γη τη ρημαγμένη…
Θανάτω θάνατον πατήσαντες. Κι ας μην έγινε ποτέ το θέλημά τους επί γης. Κι ας μη στέφθηκε με επιτυχία η έφοδος στους ουρανούς. Η νικηφόρος επανάσταση που χάθηκε…
“Μια μέρα εμείς θα γίνουμε πολύ καλύτεροί σας…” τραγουδούσαν τα παιδιά κι οι νέοι στην Αρχαία Σπάρτη προς τις μεγαλύτερες γενιές. Πώς να τολμήσουν όμως να το πουν αυτό οι σύγχρονοι Λακεδαιμόνιοι, βλέποντας τι έχει πετύχει η δρακογενιά της δεκαετίας του 40, της Αντίστασης, του ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ. Βλέποντας πόσο φυσικά δρούσε, σα να έκανε κάτι απλό και καθημερινό. Τη σεμνότητα με την οποία διηγείται τα κατορθώματά της, σα να μην πέτυχε τίποτα σπουδαίο. Το υψηλό της φρόνημα, την αυτοθυσία, την αυταπάρνηση.
Σε μια εποχή που ο λαός έδινε στην πράξη τις δικές του εξετάσεις, αν μπορεί να αυτοκυβερνηθεί. Που είχε πάθει ανοσία στο θάνατο και το φόβο που προκαλεί, στο φρικτό καθημερινό θέαμα των πτωμάτων από την πείνα στα πεζοδρόμια, στο μαύρο νεροζούμι που έτρωγε -κι αυτό αν το έβρισκε- με δέκα φασόλια να επιπλέουν. Που είχε ακόμα και ειδικούς στη μαύρη αγορά, άτομα έμπειρα κι εξειδικευμένα, που έδιναν κάθε πιθανή βοήθεια.
Μια γενιά όπου τα μικρά κορίτσια ονειρεύονταν να γίνουν Μπουμπουλίνες, αψηφώντας τον κίνδυνο και τις συνέπειες. Τα παιδιά έκρυβαν όπλα και προκηρύξεις μες στη σάκα και τα παιχνίδια τους, πήγαιναν σε κινηματογραφικές προβολές και πετούσαν τα τρικάκια της ΕΠΟΝ, με τους καθηγητές να χάνουν το χρώμα τους, αλλά τους μαθητές να κερδίζουν μπόι στο σχολείο της Αντίστασης. Οι ΕΠΟΝίτες μοίραζαν το συσσίτιο στη γειτονιά και γυρνούσαν πίσω στο σπίτι χωρίς να έχουν κρατήσει τίποτα για τους ίδιους και τις οικογένειές τους.
Μια γενιά που παραφυλούσε τους δωσίλογους 40 μερόνυχτα, κι όταν αυτοί ξεμύτιζαν την 41η μέρα, τους επιβαλλόταν η δίκαια ποινή από το χέρι του τιμωρού λαού. Που μπορεί να σκότωνε τους Ναζί κατακτητές και να σκαρφιζόταν ιστορίες, πως τους έφαγε κάποιος Ιταλός, για να γλιτώσουν οι άμαχοι τα αντίποινα. Που έβλεπε τους ντόπιους φασίστες να στήνουν μπλόκα και να εντείνουν την καταστολή και το λουτρό αίματος το 44′, όταν είχε χαθεί το παιχνίδι για τους κατακτητές, αλλά παιζόταν το μέλλον κι η διάδοχη κατάσταση, με τους δωσίλογους να ετοιμάζονται για την επόμενη ημέρα.
Ένα κίνημα που εξαπλωνόταν παντού κι είχε μαζικές δυνάμεις ακόμα και μες στην αστυνομία. Με τους αγωνιστές του να έχουν ακόμα ενθύμια με ραγισμένα τζάμια από τον καιρό των Δεκεμβριανών. Να πέφτουν με ζήλο να σταματήσουν τα τανκ με όπλο το τακούνι ενός παπουτσιού… Να αψηφούν το θάνατο και να τον εξευτελίζουν, κερδίζοντας μια θέση στην αθανασία -κι ας έχασαν τελικά τη μάχη τους. Και να ταπεινώνουν τους κατακτητές με το ηθικό μεγαλείο του αγώνα τους.
Θανάτω θάνατον πατήσαντες. Κι ας μην έγινε ποτέ το θέλημά τους επί γης. Κι ας μη στέφθηκε με επιτυχία η έφοδος στους ουρανούς. Η νικηφόρος επανάσταση που χάθηκε…
Αυτοί ήταν οι Παρτιζάνοι των Αθηνών…
Που ξεκίνησαν με μια χούφτα όπλα και τα πολλαπλασίασαν με χίλια βάσανα και ταλαιπωρίες, σαν σε βιβλικό θαύμα. Που θεωρούσαν λογικό κι επόμενο να δικαιωθεί ο αγώνας τους, να τιμωρηθούν οι δωσίλογοι, κι είδαν να έρχονται τα πάνω-κάτω. Που ήξεραν πως για αυτό ακριβώς το λόγο ήταν απίθανο να μη γίνουν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αργά ή γρήγορα, τα Δεκεμβριανά και ο Εμφύλιος.
Που δε λύγισαν την κρίσιμη στιγμή. Που αργότερα είχαν διαφορετικές πολιτικές πορείες, αλλά δίνουν πολύτιμες μαρτυρίες για το Έπος της Αντίστασης, που τους ανύψωσε στο μπόι του ανθρώπου και των ονείρων μας -κι ας μην έγιναν τελικά πράξη. Μιλούν για τον αγώνα, που έβγαλε από όλους τα καλύτερά τους στοιχεία, για τις πιο όμορφες στιγμές της ζωής τους και της ιστορίας αυτού του τόπου.
Που είναι ακόμα φάρος φωτεινός με το παράδειγμά τους, τρία γράμματα μόνο φωτίζουν… Που είναι φωτιά που λάμπει μες στη γη τη ρημαγμένη, όπως λέει ένας στίχος που τραγουδούσαν. Που δεν παραδέχτηκαν την ήττα. Δεν ηττήθηκαν ποτέ ηθικά από τους αντιπάλους τους, και στο πεδίο του πολέμου λύγισαν μόνο λόγω της ξένης επέμβασης. Που είδαν την ηγεσία του κινήματος να κάνει πολιτικά λάθη την πιο κρίσιμη ώρα, χωρίς αυτό να μειώνει στο παραμικρό το δικό τους έπος, τη δράση τους, την αυτοθυσία τους. Όλα μαζί στέκουν ως πηγή έμπνευσης κι άντλησης διδαγμάτων -ακόμα κι από αυτά τα λάθη…
Όλα αυτά είναι που χώρεσαν μέσα από μαρτυρίες, αρχειακό υλικό, πλάνα, φωτογραφίες και ντοκουμέντα σε μια μεστή ταινία, που πρέπει να την δούνε όλοι. Να μάθουν, να συγκινηθούν, να την πιάσουν με το μυαλό και το συναίσθημα. Και να την εκτιμήσουν διπλά, γιατί είναι μια ταινία -όπως όλες οι δουλειές αυτής της ομάδας- που ζει μαζί με το κίνημα, προβάλλεται δωρεάν στους μαζικούς φορείς που την ζητάνε, ανοίγει συζητήσεις, δίνει τροφή για προβληματισμό. Δεν είναι μια απλή παρένθεση στη ζωή του θεατή, που θα κλείσει μόλις ανοίξουν τα φώτα, αλλά διαφωτίζει η ίδια, όπως κι αυτή η δρακογενιά με το παράδειγμά της.
Τρία γράμματα μόνο φωτίζουν…