«Ελεύθερος ωραρίου / L’Emploi du temps» του Λοράν Καντέ (2001)

Λοράν Καντέ: Ένας εξαιρετικός σκηνοθέτης που έφυγε στα 63 του χρόνια από τη ζωή. Για ό,τι μας άφησε πίσω του, τον ευχαριστούμε…

«Η αντίθεση μεταξύ της επιθυμίας να ανήκεις κάπου και της ανάγκης για ανεξαρτησία είναι ένα θέμα που υπάρχει πάντα στις ταινίες μου» είχε δηλώσει σε συνέντευξή του ο Λοράν Καντέ. Την επιθυμία του να ανήκει στην οικογένειά του που υπεραγαπά -στο μικροσκόπιο του Καντέ μπαίνει και η έννοια της αγάπης- μέσα από τον κοινωνικά καταξιωμένο ρόλο του συμβούλου επιχειρήσεων, μάς τη μεταδίδει έντονα ο Βενσάν, ο κεντρικός ήρωας της ταινίας «Ελεύθερος ωραρίου». Όπως επίσης ταυτόχρονα μάς μεταδίδει την εξίσου έντονη επιθυμία του να διανύει μεγάλες αποστάσεις με το αυτοκίνητό του έξω από τον αστικό ιστό, μόνος του, καπνίζοντας και ακούγοντας μουσική. Και αυτές τις δύο αντιφατικές επιθυμίες προσπαθεί να εναρμονίσει. Μία διόλου εύκολη υπόθεση που απαιτεί πολύ κόπο που τον εξαντλεί σιγά σιγά, και που αποτελεί το κεντρικό θέμα της ταινίας, όπως και των άλλων ταινιών του Καντέ, στη δήλωση του οποίου περικλείεται η ουσία του πολύτιμου έργου που άφησε πίσω του. Και από τον τίτλο και μόνο της ταινίας αναδεικνύεται ακριβώς αυτό: Το πόσο ελεύθερος μπορείς να είσαι, όταν για χρόνια ολόκληρα δουλεύεις εντός ενός επιβεβλημένου απάνθρωπου ωραρίου εργασίας που δεν σου επιτρέπει να σκεφτείς και να αναγνωρίσεις τις πραγματικές σου επιθυμίες. Και που καθημερινά διαπιστώνεις το ασυμβίβαστο αυτών των επιθυμιών μέσα στον ρόλο που έχεις εγκλωβιστεί, έναν ρόλο που αποτελεί και αυτός μέρος της προσωπικότητάς σου, όσο και αν διαπιστώνεις ότι δεν ταιριάζει με αυτή, όσο και αν νιώθεις ότι ο πραγματικός σου εαυτός ασφυκτιά σε αυτόν. 

Ο Βενσάν ανήκει στην κατηγορία εκείνη των ανθρώπων που «δυστυχώς» ακόμη σκέφτονται και εξακολουθούν να επιθυμούν, εξακολουθούν να παραμένουν ζωντανοί, χωρίς να βυθίζονται στις αυταπάτες που απλόχερα τους παρέχει ο σύγχρονος και απάνθρωπος τρόπος ζωής. Όταν απολύεται από την επιχείρηση στην οποία κατείχε εξέχουσα θέση, ο άλλος του εαυτός, ο καταπιεσμένος, αρπάζει την ευκαιρία: Ξυπνά , αντιδρά. Και τα διλήμματα που αναφύονται είναι πολλά. Γιατί οι διαπιστώσεις, η μία μετά την άλλη, τον κατακλύζουν.

 

Τι του είναι πιο εύκολο; Να αναζητήσει κάπου αλλού εργασία και να συνεχίσει να ζει μέσα στην απάτη, να συνεχίσει να λέει ψέματα στον εαυτό του αναζητώντας τις ελάχιστες στιγμές απόδρασης από αυτά, τις ελάχιστες στιγμές συνάντησης με τον εαυτό του, τις ελάχιστες στιγμές εκπλήρωσης των λειψών επιθυμιών του; Να συνεχίσει να υποκύπτει σε αυτόν τον «άλλον» στο φάντασμα του εαυτού του που θέλουν οι εταιρείες και οι επιχειρήσεις που «κόπτονται» για την ανάπτυξη αποσκοπώντας ουσιαστικά στην κερδοφορία εις βάρος των αδυνάτων λυμαίνοντας επί της ουσίας τα δημόσια αγαθά αυτών; Τι του είναι πιο εύκολο; Να κοιμάται στο αυτοκίνητό του λέγοντας ψέματα στην οικογένειά του, ότι λείπει σε επαγγελματικά ταξίδια ή να αποκαλύψει στους δικούς του ότι έχει απολυθεί και ότι η οικονομική κατάσταση από εδώ και στο εξής του ιδίου και της οικογένειάς του δεν θα είναι η ίδια; Τι φοβάται ο Βενσάν; Και γιατί φοβάται; Γιατί φοβάται τόσο να αποκαλύψει στους οικείους του την αλήθεια; Οι μοναχικές του στιγμές που δείχνει τόσο να απολαμβάνει, γιατί δεν λειτουργούν ως κίνητρο προκειμένου μέσω της αποκάλυψης της αλήθειας, να καταφέρει να ζήσει τις επιθυμίες του και να δει και τις πραγματικές επιθυμίες των άλλων; 

Οι απαντήσεις, όπως και σε κάθε ταινία που σέβεται τον θεατή, δεν δίνονται. Οι σκέψεις όμως που μας δημιουργούνται και οι ταυτίσεις μας σε πολλά επίπεδα με τις αντιφάσεις του ήρωα είναι πολλές. Ο Βενσάν βρίσκεται μπλεγμένος σε ένα δίκτυο ψεμάτων που δεν σχετίζονται μόνο με τον ίδιο, αλλά και με την οικογένειά του. Αν ο ίδιος μπορεί να αντέξει τις αλήθειες γύρω του και μέσα του, δεν είναι καθόλου σίγουρος ότι η οικογένειά του μπορεί να τις αντέξει. Ο Βενσάν φοβάται αυτό που θα αποκαλυφθεί όταν ο ίδιος σταθεί γυμνός απέναντι τους άλλους. Φοβάται την αντίδρασή τους. Φοβάται τις εκφράσεις των προσώπων τους όταν αντικρίσουν τη γύμνια του, όταν αντικρίσουν μια άλλη εικόνα από αυτή που χρόνια τους παρουσίαζε. Του ανθρώπου που όλα τα μπορεί που σε κάθε δυσκολία θα κάνει τα πάντα για να μην λείψει τίποτα από την οικογένειά του. Φοβάται να μην φανεί ο ίδιος λειψός. Φοβάται να μην έρθουν στο φως οι ατέλειές του. Και ίσως ακόμη πιο πολύ φοβάται το δικό τους ξεγύμνωμα. Φοβάται την αποκάλυψη των πραγματικών προσώπων που κρύβονται πίσω από τα προσωπεία των ρόλων που όπως και ο ίδιος, έτσι και τα μέλη της οικογενείας του έχουν αποδεχτεί, ενδεχομένως και ενστερνιστεί. Και μέσα σε αυτούς τους φόβους του αυτοπαγιδεύεται και ταυτόχρονα παγιδεύει και τους οικείους του στις ψευδαισθήσεις της λιμνάζουσας ευταξίας που κρατά τους δικούς του ανθρώπους τόσο ενωμένους όσο αυτή η ένωση δεν διαταράσσεται, δεν κινδυνεύει από αποκαλύψεις που θα φέρουν τον καθένα αντιμέτωπο με την πραγματική θέση που κατέχει μέσα σε αυτό το κοινωνικοπολιτικό σύστημα που έχουν εγκλωβιστεί. Ένα σύστημα όπου απουσιάζει παντελώς η κριτική του, η αντίσταση σε αυτό και που όλοι γνωρίζουν το παράλογό του, αποδεχόμενοι σιωπηλά αυτή την παραλογία, έτοιμοι όμως να χαρακτηρίσουν παρανοϊκή την οποιαδήποτε μορφή αντίστασης σε αυτό, την οποιαδήποτε παραδοχή της υποκρισίας στην οποία έχουν συμβιβαστεί. 

Ταινία ορόσημο, κατά τη γνώμη μου, στην ιστορία του πολιτικού κινηματογράφου, ενός κινηματογράφου που δείχνει να κατανοεί και να αναλύει σε βάθος την αδυναμία του ανθρώπου να αντιπαλέψει μόνος του ένα σύστημα που τον συντρίβει, παρόλο που η εξωτερική του εικόνα κρύβει πολύ καλά τα συντρίμμια της ανθρώπινης ύπαρξης. 

Λοράν Καντέ: Ένας εξαιρετικός σκηνοθέτης που έφυγε στα 63 του χρόνια από τη ζωή. Για ό,τι μας άφησε πίσω του, τον ευχαριστούμε…

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: