Ελένη Μηλιαρονικολάκη: Πίσω από την οθόνη των «Άστορ» και «Ιντεάλ»
Δεν είναι λοιπόν να απορεί κανείς με τη σθεναρή αντίσταση που προβάλλει το αστικό κράτος, παρά την έκταση που έχει ήδη πάρει το θέμα. Πράγματι, τους τελευταίους μήνες έχουμε γίνει θεατές σε σκηνές απείρου κάλλους…
Ένας ακόμη δίκαιος αγώνας εξελίσσεται τούτη την περίοδο γύρω από το θέμα των εμβληματικών κινηματογράφων του κέντρου της Αθήνας «Αστορ» και «Ιντεάλ», που κινδυνεύουν να κλείσουν οριστικά, καθώς το κράτος – στο οποίο ανήκουν – αρνείται να τους χαρακτηρίσει διατηρητέους ως προς τη χρήση τους, υποκλινόμενο στις απαιτήσεις των επερχόμενων επενδυτών – μισθωτών τους. Η ίδια τύχη προδιαγράφεται και για τον κινηματογράφο «Ιριδα» της Πανεπιστημιακής Λέσχης του ΕΚΠΑ, αφού με τον πρόσφατο νόμο – πλαίσιο για τα πανεπιστήμια καταργείται η αυτοτελής νομική προσωπικότητα της Λέσχης, επομένως παύει να προστατεύεται η χρήση της «Ιριδας» από τον Κινηματογραφικό και Φωτογραφικό Τομέα των φοιτητών του Πανεπιστημίου.
Η πλατιά συμμετοχή του κόσμου στις πρόσφατες κινητοποιήσεις με αφορμή αυτές τις εξελίξεις δείχνει πως το θέμα έχει ξεπεράσει τα στενά όρια της διάσωσης δύο – τριών κινηματογράφων. Στην πράξη έχει μετατραπεί σε αγώνα για την υπεράσπιση του καλλιτεχνικού κινηματογράφου, απέναντι στην αισθητική ισοπέδωση από τις διαδικτυακές πλατφόρμες και τα μεγαθήρια της κινηματογραφικής παραγωγής και διανομής, αλλά και για την προάσπιση της κοινωνικής υπόστασης του ανθρώπου, απέναντι στην προσπάθεια να μετατραπούμε σε βολικές στη χειραγώγηση ατομικότητες, που απομονωμένοι στους 4 τοίχους του σπιτιού μας θα τηλε-εργαζόμαστε και θα τηλε-ψυχαγωγούμαστε μέσα από τα λάπτοπ και τα κινητά.
Ταυτόχρονα, εξελίσσεται σε αγώνα για τη διάσωση της ταυτότητας της Αθήνας, σε μια περίοδο που στο όνομα της διαφύλαξής της όλες οι κυβερνήσεις των τελευταίων χρόνων κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν για να την αφανίσουν, αναπλάθοντας το κέντρο της σε προαύλιο πεντάστερων ξενοδοχείων και Airbnb.
Στην ουσία του, όμως, είναι ένας αγώνας βαθιά πολιτικός, αφού γύρω από το θέμα συγκρούονται τα κεφαλαιοκρατικά συμφέροντα, για κερδοφόρα επένδυση συσσωρευμένων κεφαλαίων, με τις ανάγκες ενός πλήθους ανθρώπων: Από τους φίλους του κινηματογράφου, τους δημιουργούς, τους εργαζόμενους και τους επαγγελματίες του, μέχρι όλους τους λαϊκούς ανθρώπους του κέντρου αυτής της πόλης, οι οποίοι βλέπουν να εκτοπίζονται σταδιακά από τα σπίτια τους, τα μαγαζιά τους, τους χώρους όπου εργάζονται, συναντιούνται, ψυχαγωγούνται.
Χορός εκατομμυρίων ευρώ γίνεται στην αγορά ακινήτων, κυρίως του κέντρου της Αθήνας, ειδικά από το 2018, από τότε δηλαδή που ψηφίστηκε ο νόμος του ΣΥΡΙΖΑ για τη σύσταση φορέα αναπλάσεων της Αθήνας, μέχρι τον «μεγάλο περίπατο» της ΝΔ, που μαζί της τον επικύρωσαν ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ στο Δημοτικό Συμβούλιο της Αθήνας. Τα στοιχεία είναι αποκαλυπτικά: Από τα 400 εκατ. ευρώ που ήταν οι ξένες επενδύσεις στα ακίνητα το 2017, εκτινάχθηκαν στο ενάμισι δισ. το 2019 και το 2022 έφτασαν στα 2 δισ.! Ομολογουμένως «είναι πολλά τα λεφτά…» και λίγοι οι προς εκμετάλλευση χώροι στο κέντρο της Αθήνας. Τα τετραγωνικά των δύο κινηματογράφων δεν μπορεί να σπαταλιούνται για «περιττά» και «αστεία» πράγματα όπως η Τέχνη. Εδώ μιλάμε για μπίζνες!
Ορκίζονται στην «ανταγωνιστικότητα» και στη «βιώσιμη ανάπτυξη της οικονομίας»
Δεν είναι λοιπόν να απορεί κανείς με τη σθεναρή αντίσταση που προβάλλει το αστικό κράτος, παρά την έκταση που έχει ήδη πάρει το θέμα. Πράγματι, τους τελευταίους μήνες έχουμε γίνει θεατές σε σκηνές απείρου κάλλους:
Ενας κρατικός φορέας, ο e-EΦΚΑ, ιδιοκτήτης των κτιριακών συγκροτημάτων που στεγάζουν τους δύο κινηματογράφους, σαν γνήσιος επιχειρηματίας – καπιταλιστής αρνείται να συμπεριλάβει στους όρους του διαγωνισμού μακροχρόνιας εκμίσθωσής τους τη διατήρηση των κινηματογράφων. Τα δε αρμόδια υπουργεία, Περιβάλλοντος – Ενέργειας και Πολιτισμού, έχουν ανοίξει μια παρτίδα πινγκ πονγκ, με το δεύτερο πρόσφατα να δηλώνει στεγνά ότι οι συγκεκριμένοι κινηματογράφοι δεν πληρούν τα κριτήρια για να χαρακτηριστούν νεότερα μνημεία. Δικαιολογημένα αναρωτιόμαστε: Τι εμποδίζει το υπουργείο Πολιτισμού να προβεί στον χαρακτηρισμό τους ως τέτοιων, όπως το είχε κάνει στο παρελθόν για δεκάδες κινηματογράφους; Και τι άλλαξε από τον Δεκέμβριο του 2022, από τότε δηλαδή που απαντώντας σε σχετική κοινοβουλευτική Ερώτηση του ΚΚΕ το υπουργείο Πολιτισμού εγκωμίαζε με πρωτοφανή γλαφυρότητα και γαλαντομία την αρχιτεκτονική και ιστορική αξία των δύο κινηματογράφων;
Ρητορικές οι ερωτήσεις, γιατί ξέρουμε την απάντηση. Αυτό που άλλαξε είναι ότι οι επενδυτές έθεσαν κατηγορηματικά τις απαιτήσεις τους. Τώρα δεν υπάρχουν περιθώρια για φιλολογικές αναλύσεις. Τώρα πέφτουν τα προσωπεία και αποκαλύπτεται η ωμή αλήθεια: Οτι το κράτος και η κυβέρνηση φροντίζουν για την ευημερία των επενδυτών, των επιχειρηματικών ομίλων, όχι για τις δικές μας ανάγκες. Οπως το κάνουν άλλωστε και όλες οι κυβερνήσεις, που χτες, σήμερα και αύριο ορκίζονται στην «ανταγωνιστικότητα» και στη «βιώσιμη ανάπτυξη της οικονομίας».
Για χάρη αυτής της ανάπτυξης έχουν προωθήσει τα τελευταία χρόνια και άλλες φιλομονοπωλιακές ρυθμίσεις, που έπληξαν βαριά τον καλλιτεχνικό κινηματογράφο και την ανεξάρτητη αίθουσα. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ίδρυσε και πριμοδότησε το Εθνικό Κέντρο Οπτικοακουστικών Μέσων και Επικοινωνίας (ΕΚΟΜΕ), για προσέλκυση μεγάλων οπτικοακουστικών παραγωγών, σε βάρος του καλλιτεχνικού κινηματογράφου, ενώ το 2015, στο πλαίσιο των μνημονιακών νόμων, κατάργησε τον ειδικό φόρο επί των εισιτηρίων υπέρ του κινηματογράφου και τον αντικατέστησε με ΦΠΑ 24%. Η δε κυβέρνηση της ΝΔ με τη σειρά της ενίσχυσε την πριμοδότηση του ΕΚΟΜΕ και δεν πήρε κανένα μέτρο προστασίας των κινηματογραφικών αιθουσών την περίοδο της πανδημίας.
Οσο για την τουριστική ανάπτυξη της Αθήνας, ο προβληματισμός στα αστικά επιτελεία και κόμματα φαίνεται να επικεντρώνεται στα ποσοστά με τα οποία θα εκπροσωπηθούν στην τουριστική αγορά οι ξενοδοχειακοί όμιλοι, σε σχέση με τους ομίλους που διαχειρίζονται τα καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης.
Η αλήθεια όμως είναι ότι είτε με τον «προς το λαϊκότερο» τουρισμό των Airbnb, είτε με τον ξενοδοχειακό των πολυτελών απαιτήσεων, το κέντρο της Αθήνας θα γίνει ακόμη ακριβότερο και απλησίαστο για τον λαϊκό κόσμο της πόλης.
Αυτό άλλωστε είναι το νόημα του πολεοδομικού όρου «εξευγενισμός» (gentrification), που καλύπτει το φαινόμενο των αλλαγών χρήσης σε υποβαθμισμένες περιοχές, όπως το κέντρο της Αθήνας. Η εκκαθάρισή τους από το «αγενές» και «απολίτιστο» λαϊκό πλήθος, την πλέμπα.
Για να κερδίσουμε τον Πολιτισμό και τη ζωή που μας αξίζει
Προφανώς είναι αφελείς όσοι στον «πολιτισμένο» κόσμο μας πιστεύουν ότι η ζωντανή, αληθινή Τέχνη αποτελεί έναν από τους θεμελιακούς παράγοντες «εξευγενισμού», καθώς δείχνει στον άνθρωπο τη δύναμη της ανθρωπιάς του: Την ικανότητά του να επενεργεί στον κόσμο και να τον φέρνει στα ανθρώπινα μέτρα.
Κι όμως, σ’ αυτήν ακριβώς την ιδιότητα της Τέχνης οφείλεται η εχθρότητα του αστικού κράτους και των κυβερνήσεων απέναντι στον καλλιτεχνικό κινηματογράφο. Γιατί ο κινηματογράφος, ως πιο διεισδυτικός και μαζικός από τα άλλα είδη Τέχνης, μπορεί να αναπτύξει στο έπακρο την εξανθρωπιστική δύναμή της. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο πλήττονται και οι μεμονωμένες αίθουσες. Χωρίς αίθουσες ανεξάρτητες από τους μεγάλους ομίλους της διανομής, δύσκολα θα επιβιώσει και ένας κινηματογράφος ανεξάρτητος από την κυρίαρχη ιδεολογία και πολιτική.
Από όλα τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι για να έχουμε ανεξάρτητο κινηματογράφο και αίθουσες προβολής του, χρειάζεται πολιτική σύγκρουσης με τα συμφέροντα των μεγαλοξενοδόχων, των μεγαλοκατασκευαστών, των επενδυτών, των ομίλων διανομής κινηματογραφικού έργου. Με λίγα λόγια, για να κερδίσουμε τον Πολιτισμό και τη ζωή που μας αξίζει, πρέπει να χάσει το κεφάλαιο.
Αυτήν την αλήθεια τρομάζουν μόνο που την ακούν οι κάθε απόχρωσης σημαιοφόροι της «ανάπτυξης», που ανταγωνίζονται για το ποιος είναι πιο άξιος να εκπροσωπήσει τα επιχειρηματικά συμφέροντα των ομίλων. Από τη στιγμή που συνειδητοποιείται ο πραγματικός ρόλος τους, από τη στιγμή που διαλύεται οποιαδήποτε ψευδαίσθηση και παύει οποιαδήποτε προσμονή από τους επίδοξους σωτήρες των αστικών κομμάτων, τότε είναι που ανοίγεται η ελπίδα για τον κόσμο της εργασίας.
Ετσι, ελπίδα υπάρχει για τη σωτηρία της κινηματογραφικής Τέχνης και των αιθουσών προβολής της. Αυτή όμως βρίσκεται στη συνέχιση και κλιμάκωση αυτού του αγώνα, με συντονισμένες πρωτοβουλίες των μαζικών οργανώσεων των καλλιτεχνών, των φοιτητικών συλλόγων και των συλλόγων σπουδαστών των Καλλιτεχνικών Σχολών. Η ελπίδα βρίσκεται στα 2,5 εκατομμύρια των εργαζομένων που κατέβηκαν στον δρόμο για να μη ζήσουμε άλλα «Τέμπη», στους μεγάλους αγώνες που αναπτύσσονται όλο αυτό το διάστημα για τον Πολιτισμό, την Υγεία, την Παιδεία, το νερό, παράλληλα με το τεράστιο απεργιακό κύμα στη Γαλλία και σε άλλες χώρες της ΕΕ. Η ελπίδα, με λίγα λόγια, βρίσκεται στην πιο ωραία «ταινία», που τη γυρίζουν οι λαοί και που στον τίτλο της μεγάλης οθόνης της γράφει το σύνθημα των Γάλλων εργαζομένων, «Δεν εγκαταλείπουμε τίποτα, θα τα ανακτήσουμε όλα». Συμπληρωμένο όμως με τη φράση «θα τα κατακτήσουμε όλα», ακόμα και την εξουσία, οικονομική και πολιτική. Την εξουσία που στη θέση της αναρχίας της καπιταλιστικής αγοράς, και των πόλεων – εκτρωμάτων που αυτή αναπλάθει, θα βάλει τον κεντρικό επιστημονικό σχεδιασμό για πόλεις στα μέτρα των ανθρώπων, και στη θέση των κάθε λογής πολιτιστικών απορρυπαντικών του μυαλού και του συναισθήματος θα βάλει την Τέχνη που «τη ζωή ανεβάζει».
(Η Ελ. Μηλιαρονικολάκη είναι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και υπεύθυνη του Τμήματος Πολιτισμού της ΚΕ)
Αναδημοσίευση από τον Ριζοσπάστη του Σαββατοκύριακου 8-9 Απρίλη 2023