Η Ελληνίδα Θάτσερ, Ρένα Βλαχοπούλου, που πολέμησε τον κομμουνισμό του ΠΑΣΟΚ
Η δεκαετία της βάτας και της φράντζας αλλά και της άνθισης της βιντεοταινίας έχει την καλτ δεξιά ταινία που της αξίζει. Και ναι, είναι τόσο καλτ όσο ακούγεται και όσο αξίζει να είναι.
1983. Δύο χρόνια ΠΑΣΟΚ στην εξουσία και η δεξιών καταβολών κωμικός, Ρένα Βλαχοπούλου, αναλαμβάνει δράση και πρωταγωνιστεί στην ταινία η “Σιδηρά Κυρία”, σε έναν ύμνο κατά του λαϊκισμού (ή και όχι) και δοξασίας στην Μάργκαρετ Θάτσερ και την πολιτική της. Η δεκαετία της βάτας και της φράντζας αλλά και της άνθισης της βιντεοταινίας έχει την καλτ δεξιά ταινία που της αξίζει. Και ναι, είναι τόσο καλτ όσο ακούγεται και όσο αξίζει να είναι.
Η ταινία δε χάνει χρόνο. Ξεκινά με κοντινό σε Ρένα να παρακολουθεί Μάργκαρετ Θάτσερ στην τηλεόραση και ανοίγει με την ατάκα “Σκίσε Μαργαρίτα μου, καράφλιασέκαράφλιασέ τους” ενώ ακολουθεί σπόντα για τους κομμουνιστές που είναι στην εξουσία: “Όταν η Θάτσερ θέλει και οι Άγγλοι μπορούν” (σε αντίθεση φυσικά με το κομμουνιστικό του ΠΑΣΟΚ “ο λαός θέλει, το ΠΑΣΟΚ μπορεί” που έβαζε πρώτα την θέληση του λαού). Η πρώτη σκηνή ολοκληρώνεται με το σπουδαιότερο πολιτικό κομπλιμέντο που έχει ακούσει ηγέτης “πες τα καλοχτενισμένη μου” και “έμπα τους, έμπα τους”. Μόλις ολοκληρώνεται το ρεπορτάζ, η Ρένα κλείνει γρήγορα την τηλεόραση γιατί όπως μας πληροφορεί σε μία επίδειξη ανοιχτομυαλιάς, μπορεί να ακολουθήσει τίποτα από “αυτά τα κουλτουριάρικα γεμάτα τσόντες και αχ και βαχ” διότι προφανώς η τηλεόραση απαγορεύεται να δείχνει ερωτοτροπίες μεταξύ των πρωταγωνιστών στις ταινίες που προβάλλει.
Στην επόμενη σκηνή, γνωρίζουμε τα ανίψια της Ρένας, ένα κορίτσι το οποίο σε μία έκρηξη χαριτωμενιάς αποκαλεί “Κουτσόγιωργα” διότι “συνδικαλίζεται”, ενώ το αγόρι είναι ένας τεμπέλης μηχανόβιος που “γιατί δεν βγαίνει ένας νόμος να τις κάψουνε όλες τις μηχανές με αυτούς τους αλήτες που έχουνε μάθει στη σούζα, ενώ μπορεί να σου αρπάξουνε και την τσάντα που έχει δύο δεκάρες μέσα να πληρώσεις το νοίκι σου και αντί να πάνε να σκάψουνε, οι αληταράδες, μάθανε στην αλητεία, καβαλάνε τα μηχανάκια”. Αν και θα μπορούσε να είχε ακουστεί σε καφενείο της Μάνης με φώτο Κώτσο βασιλιά πάνω από την ταμιακή, ήταν ατάκα της Ρένας μόλις στη δεύτερη σκηνή της ταινίας.
Το αγόρι εκείνη την στιγμή κάνει την εμφάνιση του δυναμικά τραγουδώντας Γιώργο Νταλάρα “οι κυβερνήσεις πέφτουνε μα η αγάπη μένει”. Πτώμα από την κούραση της μηχανής απλώνει τα πόδια του με τα παπούτσια στο τραπεζάκι του σαλονιού και ενημερώνει ότι βρήκε δουλειά αλλά δεν την έπιασε διότι το μεροκάματο δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του. Λεπτομέρεια: ο άνεργος, τεμπέλης, αλήτης μηχανόβιος ανιψιός ονομάζεται Ανδρέας. Ναι. Ανδρέας.
Η σύγχυση που έφερε ο νεαρός μηχανόβιος είχε σαν αποτέλεσμα να καεί το παστίτσιο που ήταν στο φούρνο και ο έξαλλος σύζυγος της Ρένας, ο οποίος γύρισε στο σπίτι με ένα κουτί πάστες στο χέρι, που θα τις απολάμβανε μετά το παστίτσιο του, να κατηγορήσει την ανιψιά του για το καμένο παστίτσιο, διότι έχει το μυαλό της συνέχεια στην κλαδική (αντί για την κουζίνα της ήθελε να συμπληρώσει αλλά μπορεί να το κόψανε στο μοντάζ).
Η ταινία έχει δώσει το στίγμα της και είμαστε μόλις στο έκτο λεπτό (μαζί με τους τίτλους αρχής) αλλά κάπου εδώ σταματάει ο οποιοσδήποτε ειρμός και η σύνδεση μεταξύ των σκηνών. Από εδώ και πέρα η ταινία μοιάζει με συρραμμένα σκετσάκια χωρίς μεγάλη σύνδεση του ενός με το άλλο, αλλά με κύριο χαρακτηριστικό τη Ρένα να τσαμπουκαλεύεται με όλον τον κόσμο, επισημαίνοντας τα κακώς κείμενα και αραιά και που να πετάει καμιά πατριωτική ατάκα. Χαρακτηριστικός είναι ο τσακωμός στο σούπερ μάρκετ όπου κάποιες πελάτισσες επιλέγουν από τo ράφι την, ντρέπομαι για λογαριασμό τους, ξένη μαγιονέζα και όχι την ελληνική. Φυσιολογική και αναμενόμενη λοιπόν η αντίδραση της Ρένας,
που παρεμβαίνει για να συνετίσει τις δύο νεαρές λέγοντας αρχικά ότι με τα ξένα δεν ξέρουμε τι ψωνίζουμε και θα πάθουμε κανένα “τσιριπιτόμ“. Αλλά “δεν φταίει κανείς, εμείς φταίμε που δεν τον αγαπάμε αυτόν τον τόπο, το συμφέρον μας κοιτάμε, να μάθουμε να βάζουμε την Ελλάδα μέσα στην καρδιά μας”. Κανονικά εκεί έπρεπε να χειροκροτήσει όλος ο διάδρομος του σούπερ μάρκετ αλλά υπάρχει σκηνοθετικό κενό. Παρεμπιπτόντως,
Η επόμενη αξιομνημόνευτη σκηνή διαδραματίζεται στο αστικό λεωφορείο. Και είναι αξιομνημόνευτη για δύο λόγους. Πρώτον γιατί πρωταγωνιστεί ο αγαπημένος χοντρούλης της δεκαετίας Κώστας Μακέδος, αλλά και γιατί φοράει μία από τις χειρότερες περούκες που θα μπορούσε. Αλλά και για το μουστάκι που σαν λάβα ξεχύνεται προς το πηγούνι.
Εκεί λοιπόν σε ένα ξέσπασμα οργής, εξαιτίας της ιδρωμένης μασχάλης του Μακέδου, η Ρένα επιδίδεται σε ένα ρεσιτάλ νεοφιλελεύθερης ευγένειας. “Κοίτα πράμα που έκαμε η μάνα του” είναι η ατάκα που σε βάζει στο κλίμα και στο στόχαστρο μπαίνει αμέσως το μαλλί. “Μαλλί είναι αυτό; Κόφτο! Σαν μούμια είσαι” για να συμπληρώσει “άντε ρε βουβαλόπαιδο πήγαινε πιο κει, θα σκάσουμε” ενώ ακολουθεί προτροπή προς τον οδηγό να πηγαίνει πιο σιγά μην πέσει το βουνό πάνω της.
Και επειδή δεν βγαίνει κάποιο πολιτικό νόημα από όλο αυτό (ίσως θα λέγαμε η επίθεση στο μαλλί), κολλήσαμε μία βλάβη στο λεωφορείο, για να τονίσουμε το χάος των αστικών συγκοινωνιών. Και εκεί που καταφτάνει το επόμενο λεωφορείο, δεν θα το πιστέψετε, μία δίωρη στάση εργασίας για να ταλαιπωρήσουνε τον κοσμάκη που πάει στη δουλειά του.
Ακολούθως και αφού η ταινία δεν αποφεύγει ποτέ και πουθενά τα κλισέ, (π.χ. επίσκεψη σε νοσοκομείο όπου οι γιατροί παίζουν τάβλι), η Ρένα αηδιασμένη με το πρόγραμμα της ΕΡΤ και τις κουλτουριάρικες ταινίες που δείχνει, αποφασίζει να επισκεφτεί τον διευθυντή της δημόσιας τηλεόρασης, τον Τσακνή της εποχής, για να εκφράσει τα παράπονά της. Κι αφού επισημαίνει ότι ο κόσμος θέλει να βλέπει κάτι χαρούμενο, τον πείθει να πάρει μία δική της εκπομπή. Μην ρωτάτε πώς. Έτσι λοιπόν ξεκινά με ένα μικρόφωνο και ερωτήσεις στην κοινή γνώμη, όπου τίθενται κάποια ζητήματα της εποχής, όπως ο πολιτικός γάμος, η εσωτερική μετανάστευση στην πρωτεύουσα, αλλά και οι πολυθεσίτες στο δημόσιο. Κάποτε υπήρχανε και τέτοιοι. Εν τω μεταξύ μέσα σε όλα η Ρένα στην πιο κνίτικη ερώτηση όλων των εποχών απευθύνεται σε ένα κύριο με κουστούμι και πούρο “πώς τα βλέπει τα πράγματα” για να πάρει την απάντηση ότι χωρίς το ΚΚΕ δεν γίνεται αλλαγή και με τον κύριο να μπαίνει στο ξενοδοχείο “Μεγάλη Βρετανία”. Δηλαδή καταλάβατε.
Πλησιάζοντας προς το τέλος, όσοι έχουν αντέξει και παρακολουθούν, θα δουν την Ρένα να τα βάζει με τον δαίμονα της ελληνικής γραφειοκρατίας. Για μία υπογραφούλα λοιπόν, για ένα οικοδομήσιμο οικόπεδο, η Ρένα έχει να αντιμετωπίσει μία υπάλληλο που πλέκει (ΠΛΕΚΕΙ), μία άλλη που μιλάει στο τηλέφωνο με μια φίλη της, ένα γραφείο που δεν υπάρχει καθώς γίνονται εργασίες σε αυτό και έχει μετακομίσει σε άγνωστο μέρος προσωρινά, ενώ -απίστευτο αλλά αληθινό- δε λειτουργεί ούτε το ασανσέρ. Εν τέλει το κτήριο παίρνει φωτιά και η Ρένα κάνει το σταυρό ευχαριστημένη, ενώ μονολογεί “στάχτη και μπούρμπερη σε ευχαριστώ
Συνεχίζοντας τις σκηνές χωρίς σύνδεση, η Ρένα παραδίδει το υλικό των συνεντεύξεών της στο διευθυντή της δημόσιας τηλεόρασης, εκείνος ενθουσιασμένος της ανακοινώνει ότι το υλικό της με την άποψη του κόσμου θα προβληθεί αυτούσιο χωρίς παρεμβάσεις. Έτσι στο σπίτι της Ρένας μαζεύεται κόσμος να παρακολουθήσει το αποτέλεσμα της έρευνάς της. Δυστυχώς όμως το υλικό υπέστη επεξεργασία με τέτοιο τρόπο ώστε το αποτέλεσμα να έχει αλλοιωθεί πλήρως και να εμφανίζεται μια κοινή γνώμη χωρίς προβλήματα και ταγμένη στην “αλλαγή” .
Η Ρένα με δάκρυα στα μάτια, προδομένη από το σύστημα που φιμώνει τον απλό λαό, τρέχει στο δωμάτιό της. Εκεί όπου έχει κρεμασμένο το πορτραίτο του ειδώλου της, της Μάργκαρετ Θάτσερ.
Ακολουθεί ο ανατριχιαστικός μονόλογος: “Μαργαρίτα την πάτησα, ρεζίλι των σκυλιών έγινα, πίστεψα σε μία στιγμή ότι σου ‘μοιασα και θα σου έμοιαζα αν γινότανε κάτι Μαργαρίτα μου, να ερχόσουνα εσύ να κυβερνήσεις εσύ αυτό τον τόπο και να πήγαινα εγώ να κυβερνήσω τον δικό σου, γιατί φαίνεται ότι εκεί υπάρχει η διαφορά. Μαργαρίτα τι λες αλλάζουμε;”
Και τότε, το γράφω κι ανατριχιάζω, σαν από θαύμα ΜΙΛΗΣΕ το πορτραίτο. Δύο λέξεις όλο νόημα “κορόιδο είμαι;”
Η κάμερα γυρίζει αμέσως στη Ρένα όπου με αγωνία κοιτά ευθεία και απευθύνεται κατευθείαν στους τηλεθεατές, μία κίνηση που πολλά χρόνια μετά θα αντιγράψει ο Κέβιν Σπέισι στο House of Cards, “το ακούσατε; Κορόιδο είναι;”
Και κάπου εκεί πέφτουν οι τίτλοι τέλους στην πιο αποτυχημένη πολιτική (;) κωμωδία (;) όλων των εποχών, όλων των χωρών. Η ταινία έχει χοντροκομμένα και εκβιαστικά “αστεία”, λαϊκίζει πιο πολύ από τον Λαζόπουλο στα καλά του και βγάζει όλα τα κόμπλεξ, τα κολλήματα και τα κλισέ που αναπαράγει η “δεξιά” δεκαετίες. Συνεπώς, αν κάποιος ψηφίζει Τζήμερο και γουστάρει
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6
2 Trackbacks