Ένα αριστούργημα του βωβού κινηματογράφου: “Λούλου – To Κουτί της Πανδώρας” (Die Büchse der Pandora) του Γκέοργκ Βίλχελμ Παμπστ
Ο Γκέοργκ Βίλχελμ Παμπστ αποδεικνύει πώς ο κινηματογράφος μπορεί μέσω της δικής του γλώσσας να μας αποκαλύπτει την απόκρυφη ιστορία που υπάρχει πίσω από αυτά που συμβαίνουν γύρω μας. Να μας αποκαλύπτει την αφανή ιστορία που αναμετράται με ψυχικά μεγέθη που αν και απόκρυφα, είναι απολύτως αποφασιστικά για την ιστορική εξέλιξη.
Μιλώντας για την ταινία «Λούλου – Το κουτί της Πανδώρας» οι ερμηνευτικές προσεγγίσεις είναι πολλές. Και αυτό γιατί τα έργα τέχνης δεν υποτάσσονται σε μία μονοσήμαντη ερμηνεία, αλλά αντίθετα ο πλούτος των ερμηνειών που εγείρουν είναι μία σημαντική συνιστώσα που τα κατατάσσει στον χώρο των σπουδαίων έργων τέχνης. Κι η ταινία αυτή συμπεριλαμβάνεται σε αυτά αποτελώντας ένα πολύτιμο κόσμημα του βωβού κινηματογράφου.
Ο Γκέοργκ Βίλχελμ Παμπστ ένας από τους κύριους εκφραστές του κινηματογραφικού εξπρεσιονισμού (Βήνε, Μουρνάου και Λανγκ οι τρεις άλλοι κορυφαίοι εκφραστές του κινήματος αυτού που η ταινία του καθενός «Το εργαστήρι του Δρος Καλιγκάρι», «Νοσφεράτου» και «Μητρόπολις» αντίστοιχα, αποτελούν παραδειγματικές εκφράσεις και αναδεικνύουν τους βασικούς άξονες που συνιστούν το κινηματογραφικό εξπρεσιονισμό) δομεί μία ταινία που μιλάει για πολλά. Για τη σεξουαλικότητα, την καταπίεση, την απελευθέρωση, την εξουσία την έμφυλη ταυτότητα και τον τρόπο που αυτή διαμορφώνεται. Και αποδεικνύει πώς ο κινηματογράφος μπορεί μέσω της δικής του γλώσσας να μας αποκαλύπτει την απόκρυφη ιστορία που υπάρχει πίσω από αυτά που συμβαίνουν γύρω μας. Να μας αποκαλύπτει την αφανή ιστορία που αναμετράται με ψυχικά μεγέθη που αν και απόκρυφα είναι απολύτως αποφασιστικά για την ιστορική εξέλιξη.
Εμπνεόμενος από τα δύο θεατρικά έργα του Γερμανού συγγραφέα Φρανκ Βέντεκιντ το «Πνεύμα της Γης» (1895) και το «Λούλου» (1903) ο Παμπστ το 1929 μας παραδίδει ένα έργο όπου αφηγείται την ιστορία μιας femme fatale, της Λούλου, της κοινωνικής ανόδου της και της αυτοκαταστροφής της, της μεγάλης έλξης που ασκεί σε όλους όσους έρχονται σε επαφή μαζί της, όχι μόνο στους άνδρες αλλά και στις γυναίκες (είναι ίσως η πρώτη φορά στον κινηματογράφο που γίνονται αναφορές στην ομοφυλοφιλική επιθυμία από τη μεριά της κόμισσας Γκέσβιτζ προς τη Λούλου) και της μετατροπής της σε θύτη και θύμα ταυτόχρονα, ακριβώς εξαιτίας αυτής της ακαταμάχητης έλξης της.
Βρισκόμαστε στη Γερμανία του μεσοπολέμου, όπου η οικονομική κατάρρευση που βιώνει η χώρα μετά την λήξη του Α’ Παγκοσμίου πολέμου φέρνει στην επιφάνεια δριμύτατα κοινωνικά προβλήματα που με τη σειρά τους δημιουργούν μία κατάσταση φρίκης, βίας, απόγνωσης, και καιροσκοπισμού.
Όλη αυτή η κατάσταση που επικρατεί στην κοινωνία αποτυπώνεται στην ταινία όπου τα κοινωνικά προβλήματα αντιμετωπίζονται ως μεταφυσικές αλληγορίες, αποδίδοντας με τον τρόπο αυτό το αδιέξοδο των ατομικών εμμονών και των κοινωνικών δυσαρμονιών. Οι σχέσεις της Λούλου με τους άνδρες που περνούν από τη ζωή της, καθορίζονται κυρίως από πρωταρχικά ένστιχτα που μπορεί να είναι πολύ βίαια και σκληρά. Το εμβληματικό πρόσωπο της Λούλου με τα εξαιρετικά γκρο πλάνα του Παμπστ, που μας δίνουν τη δυνατότητα να διαβάσουμε τις φευγαλέες και ακαθόριστες εκφράσεις του προσώπου της, να καταλάβουμε τις σκέψεις της, σκέψεις μπερδεμένες που αντανακλώνται στην αμφιλεγόμενη στάση της που απορρέει από την επίσης αμφιλεγόμενη στάση των ανδρών απέναντί της, σε ένα διαρκές συναισθηματικό και διανοητικό παιχνίδι που γίνεται ανάμεσά τους, όπου νικητής είναι αυτός που έχει την ψευδαίσθηση ότι εξουσιάζει. Μέχρι να αποδειχτεί τελικά η αναποτελεσματικότητα αυτής της εξουσίας η οποία κυριολεκτικά αστοχεί καθώς χάνεται μέσα στις αναπαραστάσεις προκαθορισμένων ρόλων ασύμβατων με τον ψυχισμό των ηρώων, μέσα σε ψεύδη, υποκρισίες όπου ακόμη και η ομορφιά της Λούλου συνθλίβεται στη σκληρότητα που διέπει τις εξουσιαστικές σχέσεις κάθε μορφής.
Επιχειρώντας μια ψυχαναλυτική προσέγγιση θα μπορούσε να ειπωθεί ότι το παιχνίδι είναι χαμένο γιατί η Λούλου όντας καταπιεσμένη από τον κοινωνικό της περίγυρο και την υποβαθμισμένη θέση της γυναίκας σε αυτόν, την απουσία του πατέρα -που μπορεί ενδεχομένως να συνδυαστεί με το πατρονάρισμα που της ασκείται και που την απομακρύνει και από τον ίδιο της τον εαυτό- επιχειρεί την απελευθέρωσή της μέσω της παραβατικότητας (σεξουαλικής παραβατικότας στο πρώτο μέρος της ταινίας, παράβασης των νόμων, στο δεύτερο μέρος αυτής) απέναντι στα ήθη της εποχής και που τελικά αυτή η παραβατικότητα αποβαίνει εις βάρος της.
Δίνοντας μία υπαρξιακή διάσταση στην τραγική φιγούρα της Λούλου, θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα βλέμματα των ανδρών πάνω της την υποχρεώνουν να λειτουργήσει με έναν συγκεκριμένο τρόπο που να ανταποκρίνεται στα αδηφάγα αυτά βλέμματα και να ικανοποιεί τις ανομολόγητες ορέξεις, τις βαθιά καταπιεσμένες ανάγκες τους, αντικειμενικοποιώντας την ύπαρξή της και θέτοντας την στη χρήση του καθενός, ενώ ταυτόχρονα διατηρεί το πνεύμα της σε εγρήγορση αποσπώντας το από το σώμα της και διαφυλάττοντας μέχρι τέλους μια εσωτερική ελευθερία που δεν εξαρτάται από την περιρρέουσα ζοφερή πραγματικότητα που βιώνει γύρω της.
Τοποθετώντας τη Λούλου στο κοινωνικό πλαίσιο της εποχής των αυστηρών ηθών και της ψευτοηθικής, βλέπουμε ότι οι πράξεις της ρυθμίζονται από τις επιθυμίες των ανδρών που έχουν διαμορφώσει τη στάση τους σύμφωνα με τα στερεοτυπικά χαρακτηριστικά που αποδίδονται στο φύλο τους, με αποτέλεσμα να γίνονται και η ίδιοι θύματα της ίδιας της επιθυμίας τους υποκύπτοντας με μεγάλο κόστος στη γοητεία της Λούλου. Ταυτόχρονα η ίδια, έχοντας από πολύ μικρή ηλικία διαμορφώσει μια στάση που καθορίζεται μέσα από την οπτική των ανδρών που για αυτούς αποτελεί αντικείμενο πόθου και πάθους, παγιδεύεται στον ρόλο της γυναίκας των χαλαρών ηθών που γοητεύει τους άνδρες δίνοντας άλλοθι στην υποκριτική κοινωνία να καλύπτει αυτή την υποκρισία της, αναζητώντας διαρκώς ενόχους, αποδίδοντας τα κακώς κείμενα στην πόρνη Λούλου.
Είναι πολλοί οι τρόποι που μπορεί να δει κανείς αυτή την ταινία. Όπως όμως και να την δει το σίγουρο είναι ότι θα απολαύσει τη μαγεία του βωβού κινηματογράφου αν τύχει να προβληθεί το αριστούργημα του Παμπστ σε κάποιο σινεμά (σε θερινό θα ήταν ό,τι καλύτερο).
Προσωπικά είχα την τύχη να την απολαύσω στην προβολή της που έλαβε χώρα στο 36ο Συνέδριο της ΟΚΛΕ (Ομοσπονδία Κινηματογραφικών Λεσχών Ελλάδος) στο αμφιθέατρο του Αριστοτελείου Πανεπιστήμιου με μουσική επιτόπου ειδικά γραμμένη για την ταινία, σε επετειακή έκδοση 1993-2023 με τον Σάκη Παπαδημητρίου σύνθεση, πιάνο και τη Γεωργία Συλλαίου αφήγηση, τραγούδι, φωνητικά.