Ένας Μεταφραστής/ Un Traductor – Ένας μεταφραστής στην Κούβα για τα παιδιά του Τσέρνομπιλ
Με αφορμή την ταινία που προβάλλεται σε δύο κεντρικούς κινηματογράφους της Αθήνας, Studio και Γαλαξία, επανέρχεται στο προσκήνιο μία όχι και τόσο γνωστή πτυχή της ιστορίας σχετικά με τη νοσηλεία, και κυρίως των παιδιών, θυμάτων του Τσέρνομπιλ, μέσα από τον φακό των κουβανών αδελφών Ροντρίγο και Σεμπάστιαν Μπαριούσο.
Ένας Μεταφραστής/ Un Traductor
Τα παιδιά του Τσέρνομπιλ.
Ένα όχι και τόσο γνωστό κεφάλαιο αυτής της ιστορίας, μέσα από τον φακό των κουβανών αδελφών Ροντρίγο και Σεμπάστιαν Μπαριούσο.
Η Κούβα είναι η μοναδική χώρα που δέχθηκε και φρόντισε δωρεάν από το 1990 μέχρι και το 2011, τουλάχιστον 26.000 θύματα του Τσέρνομπιλ, τα περισσότερα μικρά παιδιά. Είναι ένα κεφάλαιο της ιστορίας της Κούβας, που ίσως δεν είναι και ευρέως γνωστό για έναν απλό λόγο τον οποίο ο ίδιος ο Κάστρο είχε δηλώσει σε κουβανό διπλωμάτη της εποχής: «Δεν θέλω να γίνει μεγάλος ντόρος για το θέμα. Είναι βασική μας αρχή η αλληλεγγύη με τον Σοβιετικό λαό. Δεν το κάνουμε για να διαφημιστούμε».
Βέβαια μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης οι συνθήκες ζωής της Κούβας έγιναν πολύ δύσκολες, αφού οι εμπορικές σχέσεις των δύο χωρών διαλύθηκαν σχεδόν με αποτέλεσμα ο λαός να σφίγγει όλο και πιο πολύ το ζωνάρι, τα καύσιμα να είναι ελάχιστα, τα ράφια στα super market σχεδόν άδεια. Αυτό όμως δεν παρεμπόδισε το πρόγραμμα της διεθνιστικής αλληλεγγύης της Κούβας, κάτι στο οποίο μας έχει συνηθίσει ο λαός αυτός, που συνέχισε το πρόγραμμα παροχής ιατρικής βοήθειας στα παιδιά του Τσέρνομπιλ, φτιάχνοντας το νοσοκομείο Ταράρα, κοντά στην Αβάνα. Έναν ειδικά διαμορφωμένο χώρο που τα έκανε να νιώθουν ότι βρίσκονται σε έναν ζεστό περιβάλλον που δεν κάλυπτε μόνο τις ιατρικές τους ανάγκες, αλλά όλες τις κοινωνικοσυναισθηματικές ανάγκες ενός παιδιού.
Σε ερώτηση σχετική με το πού έβρισκε τα χρήματα (350 εκατομμύρια δολάρια μόνο σε φάρμακα κόστισε η θεραπεία των παιδιών αυτών κατά τη διάρκεια του προγράμματος) μια χώρα που στην πραγματικότητα μετά την κατάρρευση και της Σοβιετικής Ένωσης, οικονομικά βρέθηκε εντελώς μόνη της, ο γενικός συντονιστής του προγράμματος Χούλιο Μεντίνα στην εφημερίδα Γκράνμα είχε δώσει την εξής απάντηση: «Δεν δίνουμε αυτό που μας περισσεύει, μοιραζόμαστε ό,τι έχουμε».
Και αυτό ακριβώς κάνει ο Μαλίν, o ήρωας της ταινίας «Ένας μεταφραστής» που το κεντρικό της θέμα αναφέρεται σε αυτό το κεφάλαιο της ιστορίας της Κούβας. Μίας ταινίας που η μυθοπλασία της στηρίζεται σε αληθινά γεγονότα.
Στον Μαλίν και σε άλλους λίγους καθηγητές της Ρωσικής Λογοτεχνίας στην Αβάνα, ανατίθεται από την κυβέρνηση μία εργασία για την οποία δεν ήταν καθόλου προετοιμασμένοι οι ίδιοι. Να λειτουργήσουν ως μεταφραστές, μεταξύ των Ρωσόφωνων θυμάτων του Τσέρνομπιλ και των κουβανών ιατρών τους. Στο νοσοκομείο που βρίσκεται ο Μαλίν του ανατίθεται ο παιδικός θάλαμος. Δεν έχει προηγηθεί κανενός είδους μετάβαση. Από τα έδρανα του πανεπιστημίου όπου διδάσκει ρώσικη λογοτεχνία βρίσκεται αντιμέτωπος με το αληθινό δράμα των παιδιών του Τσέρνομπιλ. Βέβαια σε αυτές τις περιπτώσεις η προετοιμασία για μια τέτοια δουλειά και η ομαλή μετάβαση είναι ψιλά γράμματα. Για τον απλούστατο λόγο ότι κανένας και πρώτα απ’ όλα τα θύματα αυτής της πυρηνικής καταστροφής δεν ήταν προετοιμασμένα για τα επακόλουθα της ζωής τους.
Γρήγορα λοιπόν ο Μαλίν συνειδητοποιεί ότι βρίσκεται αντιμέτωπος με μια εφιαλτική κατάσταση την οποία οφείλει να διαχειριστεί. Και αυτό πράττει. Πώς; Μοιράζεται και αυτός αυτό που έχει. Και αυτό που έχει είναι ένα τεράστιο ψυχικό απόθεμα. Που το συνειδητοποιεί σταδιακά και όχι ανώδυνα, περνώντας και ο ίδιος από πολλές δύσκολες ψυχικές δοκιμασίες. Είναι η ανθρωπιά του. Που τη μοιράζεται. Και όσο τη μοιράζεται εκείνη δεν στερεύει ποτέ. Τροφοδοτείται από την ευεργετική επίδραση που ασκεί πάνω στα παιδιά. Που πολλά από αυτά γνωρίζουμε ότι δεν θα ζήσουν. Αλλά που όσο ζουν «αναπνέουν». Δίνει ζωή στα παιδιά του Τσέρνομπιλ. Είναι ο «γιατρός» που γιατρεύει τις ψυχές τους. Είναι ο αληθινός τους δάσκαλος.
Διεγείρει τη φαντασία τους και μέσα από αυτήν τα παιδιά δραπετεύουν από τον εφιάλτη της αρρώστιας τους, από τις συνεχόμενες χημειοθεραπείες, από τις ακτινοβολίες, από τον αφόρητο πόνο. Δεν θέλουν και πολύ τα παιδιά σε όσο δύσκολες συνθήκες και αν βρίσκονται να οδηγηθούν στην προσωπική τους έκφραση και δημιουργία αξιοποιώντας τα εκφραστικά μέσα που κάποιος είναι εκεί για να τους τα παράσχει. Και αυτό ακριβώς κάνει ο Μαλίν. Καταφέρνει να προκαλέσει μνημονικές ανακλήσεις, συνειρμούς και να κάνει τα παιδιά να ανταποκριθούν συναισθηματικά στο κάλεσμά του. Ένα κάλεσμα που τα απομακρύνει από τον φυσικό θάνατο που παραμονεύει σε κάθε λεπτό της ζωής τους. Μέσα από το παιχνίδι της δημιουργίας εικόνων, λέξεων, μιας δημιουργίας που νοηματοδοτεί την ύπαρξη αυτών των παιδιών και που αναπτερώνει το ηθικό τους.
Είναι ο δάσκαλός τους που τους ανοίγει δρόμους έκφρασης. Τους διαβάζει παραμύθια που τους μεταφέρουν σε ονειρικούς τόπους, με καταπράσινες κοιλάδες και τρεχούμενα νερά. Αυτούς τους κόσμους που θα πρεπε να ζουν, που θα πρεπε να ζει το κάθε παιδί αυτού του πλανήτη. Τους προσκαλεί να εκφράσουν με όποιο τρόπο επιθυμεί το καθένα είτε μέσω του γραπτού λόγου είτε μέσω της ζωγραφικής είτε μέσω των κατασκευών τους τον δικό τους κόσμο, τα δικά τους θέλω, τις δικές τους επιθυμίες, τις δικές τους αγάπες.
Ανακαλύπτουμε μαζί με τον Μαλίν, μέσα από τις παιδικές ζωγραφιές φτιαγμένες πίσω από τους κλειστούς παγερούς τοίχους του νοσοκομείου, τη δύναμη της πραγματικής τέχνης. Αυτής που απορρέει από την ανάγκη έκφρασης. Μιας έκφρασης που αποτελεί το «οξυγόνο» του δημιουργού. Που χωρίς αυτό ο ψυχικός θάνατος θα επέλθει. Και δεν αντέχεται ο ψυχικός θάνατος όσο ζεις, όπως κι αν ζεις. Κι αυτό είναι που συνειδητοποιεί ο Μαλίν, που αφήνει την άνετη οικογενειακή του ζωή και ρίχνεται στη μάχη να προσφέρει όσο μπορεί σε αυτά τα παιδιά. Μπαίνει στον κόσμο τους και κατακλύζεται από αυτόν.
Από εδώ και πέρα η ζωή του δεν θα είναι ποτέ όπως παλιά. Η αποστασιοποίησή του από τη δική του οικογένεια έρχεται σταδιακά μέχρι το σημείο της ρήξης. Δεν είναι που δεν αγαπά τη γυναίκα του και το παιδί του. Είναι που δεν μπορεί να διώξει από το μυαλό του τα παιδιά του Τσέρνομπιλ. Είναι που δεν μπορεί να δει τη δουλειά του στο νοσοκομείο σαν μία απλή δουλειά, σαν μία διεκπεραιωτική υπόθεση και να μεταμορφωθεί σε έναν άλλον άνθρωπο στο σπίτι, ξεχνώντας αυτά που έχει βιώσει στο νοσοκομείο. Δεν μπορεί. Τα κουβαλάει μαζί του όλο το εικοσιτετράωρο. Κουβαλάει την απόγνωση στα μάτια των παιδιών, τη θλίψη τους την άνιση μάχη τους με τη ραδιενέργεια και την μεγάλη λαχτάρα τους για ζωή. Κουβαλάει την απόγνωση στο βλέμμα των γονιών τους, την τεράστια αγωνία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό τους που περιμένουν να ακούσουν έστω και ελάχιστα ενθαρρυντικά λόγια από τους γιατρούς. Κουβαλάει την ανημπόρια τους.
Είναι που στο πρόσωπο του παιδιού του αντικρίζει τα πρόσωπα των παιδιών του νοσοκομείου. Και επιλέγει να σώσει αυτά που κινδυνεύουν. Γιατί το δικό του παιδί δεν ζει την κόλαση αυτών των παιδιών. Και κυρίως γιατί τα παιδιά αυτά δεν επέλεξαν να βρεθούν σε αυτή την κατάσταση.
Χωρίς κανέναν μελοδραματισμό με μια πολύ ευαίσθητη, τρυφερή και ανθρώπινη ματιά οι αδελφοί Ροντρίγο και Σεμπάστιαν Μπαριούσο μας παραδίδουν μια ταινία, αποτίoντας φόρο τιμής στον πατέρα τους (η ταινία είναι βασισμένη στην αληθινή ιστορία του πατέρα των δύο σκηνοθετών) τον ήρωα στα μάτια των παιδιών του Τσέρνομπιλ, αλλά και τον ήρωα τελικά στα δικά τους μάτια, αποδεικνύοντάς μας ότι η ανθρωπιά δεν γνωρίζει βιολογικούς δεσμούς, δεν κλείνεται σε καλούπια, δεν εγκλωβίζεται σε στενούς περιχαρακωμένους τοίχους, αλλά διαχέεται, μοιράζεται και εκεί στο μοίρασμα αποδεικνύεται στην πράξη η τεράστια δύναμή της.
Η ταινία που ήταν η επίσημη πρόταση της Κούβας για το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας 2020, προβάλλεται σε δύο κεντρικούς κινηματογράφους στην Αθήνα. Στο «Studio» όπου πραγματοποιήθηκε η επίσημη πρεμιέρα της την Τετάρτη 5/10 και όπου μίλησε και ο πρέσβης της Δημοκρατίας της Κούβας στην Ελλάδα, Aramis Fuente Hernández, και στον «Γαλαξία».
Μια ταινία που αναδεικνύει για μία ακόμη φορά ότι σωστός κινηματογράφος είναι αυτός που αντιλαμβάνεται τον άνθρωπο μέσα από τον κόσμο που τον περιβάλλει. Είναι ο κινηματογράφος που δεν μας φέρνει σε επαφή μόνο με την πραγματικότητα αλλά ταυτόχρονα με τη δύναμη της εικονικής του έκφρασης, που συμπλέει με τους διαφορετικούς σημειωτικούς τρόπους επικοινωνίας – βλέμματα που έχουν πολλά να πουν, σιωπηρούς διαλόγους, γλώσσα του σώματος, μουσική – μας βοηθά να αντιληφθούμε τον δικό μας κρυμμένο άνθρωπο και τις τεράστιες δυνατότητες αυτού.