“Ενημέρωση Γονέων” / “Armand” του Χάλφνταν Ούλμαν Τέντε (Νορβηγία, 2024)

Στο κινηματογραφικό του ντεμπούτο, ο 35χρονος Χάλφνταν Ούλμαν Τέντελ, εγγονός των Ίνγκμαρ Μπέργκμαν και Λιβ Ούλμαν, επιχειρεί μια λεπτομερή και βαθιά ανάλυση του φαινομένου της εσωτερικευμένης βίας ανθρώπων και θεσμών.

Η Ελίζαμπεθ, μητέρα του εξάχρονου Αρμάντ και οι γονείς του Γιον -συμμαθητή του Αρμάντ- η Σάρα και ο Άντερς καλούνται από τη διεύθυνση του σχολείου προκειμένου να συζητήσουν ένα πρόβλημα που έχει προκύψει στις σχέσεις των παιδιών τους. Ένα πρόβλημα για το οποίο η Ελίζαμπεθ δεν έχει ενημερωθεί, αντίθετα οι γονείς του Γιον είναι ενήμεροι από τον ίδιο τους τον γιο, που ισχυρίζεται ότι έχει υποστεί σεξουαλική παρενόχληση από τον Αρμάντ. Η συνάντηση των γονέων γίνεται στο σχολείο, το οποίο σταδιακά, από τόπος συνάντησης μετατρέπεται σε πεδίο μάχης στο οποίο ο τελικός σκοπός της συνάντησης, που είναι να ερευνηθεί το περιστατικό, να αποκαλυφθεί η αλήθεια των γεγονότων και να ληφθούν μέτρα προς όφελος και των δύο παιδιών για οτιδήποτε έχει συμβεί, καθίσταται ανέφικτος. Ο χώρος του σχολείου μετατρέπεται σε ένα πεδίο έντονων συγκρούσεων και διαξιφισμών που ανασύρουν πολλές αθέατες όψεις της προσωπικότητας, όχι όμως των παιδιών, αλλά των γονιών τους. Γι’ αυτό και από το κάδρο απουσιάζουν εντελώς τα παιδιά . Στον χώρο του σχολείου λείπουν οι μαθητές, όχι όμως και τα παθογενή περιβάλλοντα μέσα στα οποία αυτοί ζουν. Αυτά τα περιβάλλοντα που κουβαλούν μαζί τους στη σχολική τάξη και που επηρεάζουν άμεσα τη συμπεριφορά τους, χωρίς όμως να μπορούν να ανιχνευθούν εύκολα, πολλές φορές ούτε καν γίνονται αντιληπτά. Η εκπαιδευτικός των δύο μικρών μαθητών, ο διευθυντής και η ψυχολόγος του σχολείου, προσπαθώντας να συντονίσουν τη συζήτηση, καταλήγουν στο τέλος απλά να εποπτεύουν μια κατάσταση την οποία καθίστανται και οι ίδιοι ανίκανοι να ελέγξουν. 

Μία υποβόσκουσα βία που εκδηλώνεται με αφορμή ένα περιστατικό ανάμεσα σε δύο εξάχρονους μικρούς μαθητές σε ένα Δημοτικό Σχολείο στη Νορβηγία, αρχίζει σιγά σιγά να ανεβαίνει προς την επιφάνεια και από λεπτό σε λεπτό να γίνεται όλο και πιο ανεξέλεγκτη, όλο και πιο ορμητική, έτσι που κάθε προσπάθεια ελέγξιμου της κατάστασης μέσω της πολιτικής ορθότητας από τη μεριά της διεύθυνσης του σχολείου, να πέφτει στο κενό. Μία βαθιά ριζωμένη βία που απλώνει τις ρίζες της σε όλους τους χώρους των κοινωνικών ομάδων που απαρτίζουν το περιβάλλον των μαθητών, καθώς και των θεσμών όπως το σχολείο και η οικογένεια. 

Μία εκπαιδευτικός που νοιάζεται πραγματικά για τα παιδιά, αλλά που δεν μπορεί να παραβλέψει την εντολή του διευθυντή της, που της συστήνει σύνεση και διπλωματία και που της υπενθυμίζει ότι εκπροσωπεί το σχολείο, επομένως η δική της γνώμη δεν μετράει. 

Ένας κουρασμένος διευθυντής που θέλει η υπόθεση των παιδιών να κλείσει όσο το δυνατό πιο σύντομα και πιο μυστικά, για να μην διασυρθεί η φήμη του σχολείου. 

Μια ψυχολόγος που έχει έτοιμο το αλφαβητάρι των ατομικών και γενικών μέτρων που πρέπει να εφαρμοστούν με σκοπό την τροποποίηση της συμπεριφοράς, χωρίς να επιχειρεί μία σε βάθος ανίχνευση των αιτίων της εκάστοτε συμπεριφοράς. 

Και γονείς. Έτοιμοι να δικάσουν. Έτοιμοι να αποδώσουν κατηγορίες, ακόμη κι αν τα στοιχεία που έχουν στη διάθεσή τους είναι φήμες. Γονείς που δημιουργούν μια εικόνα για το παιδί τους που καθρεφτίζει τις δικές τους προσδοκίες, τις δικές τους επιθυμίες, τα δικά τους ανεκπλήρωτα. Και που αντιμετωπίζουν με μεγάλη καχυποψία οτιδήποτε ή οποιονδήποτε επιχειρεί να χαλάσει αυτή την εικόνα. Γονείς, τέλος, που δημιουργούν τους δικούς τους ψεύτικους κόσμους για να ξεφύγουν από τις δικές τους ανασφάλειες και τα δικά τους δισεπίλυτα χρόνια καταχωνιασμένα προβλήματα. Που όλη τους η ενεργητικότητα αναλώνεται στη διατήρηση αυτών των κόσμων. Των κόσμων της υποκρισίας, της ψευδαίσθησης, της ματαιότητας. 

Και από την άλλη μεριά η Ελίζαμπεθ (εξαιρετική η ερμηνεία της Ρενάτε Ρέισβε, την έχουμε δει στην ταινία “Ο Χειρότερος Άνθρωπος στον Κόσμο” και προσφάτως στην ταινία “A Different Man” που προβλήθηκε στο 65ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης) με τον γιο της τον Αρμάντ, αντιμέτωπη με όλους τους παραπάνω. Αγωνιά, ξαφνιάζεται, τρομάζει, ασφυκτιά, νιώθει μόνη, εγκαταλελειμμένη, γεμίζει ενοχές για το αν τελικά είναι καλή μάνα, ξεσπά σε νευρικό γέλιο,μεγάλης διάρκειας, που καταλήγει σε κλάμα εκτονώνοντας όλη την ασφυκτικά βίαιη πίεση που ασκείται πάνω της, και καταδεικνύοντας ταυτόχρονα, την υποκρισία μέσα στην οποία βουλιάζει ένα ολόκληρο σχολείο. 

Στο κινηματογραφικό του ντεμπούτο, ο 35χρονος Χάλφνταν Ούλμαν Τέντελ, εγγονός των Ίνγκμαρ Μπέργκμαν και Λιβ Ούλμαν μας παραδίδει μία ταινία που μπορεί σε κάποια σημεία να χάνει τον ρυθμό της -με την κάπως αταίριαστη, όχι νοηματικά, αλλά σε επίπεδο μορφής, παρεμβολή σκηνών όπου το όνειρο και η φαντασίωση υποκαθιστούν την πραγματικότητα- δείχνει όμως ότι έχει μάθει πολλά από τον παππού του, ξέροντας να χειρίζεται σωστά την κάμερα, που με τα κοντινά πλάνα αναδεικνύει με εξαιρετική πλαστικότητα και φωτισμό τις παραμικρές λεπτομέρειες των προσώπων, εντείνοντας έτσι την αίσθηση του πλησιάσματος και της εμβάθυνσης των χαρακτήρων. 

Θυμίζοντάς μας Θέατρο Δωματίου, λίγα πρόσωπα σε περιορισμένο χώρο, όπου ο κινηματογραφικός χρόνος ταυτίζεται με τον πραγματικό και όπου διερευνάται η ψυχολογία των ηρώων μέσω της οικειότητας και της εγγύτητας που νιώθει ο θεατής με τα πρόσωπα, ο Τέντελ επιχειρεί μια λεπτομερή και βαθιά ανάλυση του φαινομένου της εσωτερικευμένης βίας ανθρώπων και θεσμών, η οποία όσο και αν επιχειρείται να συγκαλυφθεί, γίνεται αντιληπτή από τα παιδιά, που τη νιώθουν και αντιδρούν σε αυτήν καλώντας με τον δικό τους τρόπο σε βοήθεια. 

Παραμένει πάντα ένα ζητούμενο όμως, αν και κατά πόσο μπορούν αυτές οι φωνές να ακουστούν, να φτάσουν στους δέκτες τους…

Η ταινία απέσπασε το Βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη στο τμήμα «Ένα Κάποιο Βλέμμα» στο Φεστιβάλ των Καννών και το βραβείο της ΠΕΚΚ (Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου) στις 30ές Νύχτες Πρεμιέρας.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: