«Γλυκιά ζωή / La Dolce Vita» του Φεντερίκο Φελίνι (1960)

Με αφορμή την επαναπροβολή της ταινίας στους κινηματογράφους, αλλά και την πρόσφατη συμπλήρωση των 100 χρόνων από τη γέννηση του μοναδικού και ανεπανάληπτου Μαρτσέλο Μαστρογιάνι.

Η μοναξιά, η αδυναμία επικοινωνίας, το μάταιο κυνήγι του χρήματος και της δόξας, το δυσαναπλήρωτο κενό που αφήνουν πίσω τους οι τραυματικές εμπειρίες των παιδικών χρόνων από την απουσία, είτε φυσική είτε συναισθηματική, των γονιών, η διερεύνηση των τρόπων μέσω των οποίων το άτομο θα καταφέρει να αποδράσει από μια ζωή που νιώθει να ασφυκτιά σε αυτήν, η αναζήτηση της σωτηρίας του είτε μέσα από τη θρησκευτική πίστη είτε μέσα από το υπερφυσικό των πνευματιστών, των τσιρκολάνων και των θαυματοποιών, αποτελούν τις βασικές θεματικές του Φεντερίκο Φελίνι. Του σκηνοθέτη, που τον συναντάμε σε μία εποχή όπου το ιταλικό σινεμά βρισκόταν στην πρωτοπορία των κινηματογραφικών εξελίξεων και όπου ο νεορεαλισμός, ολοκληρώνοντας τον κύκλο του, έδινε τη σκυτάλη σε ένα πιο μοντέρνο σινεμά. Το σινεμά των Βισκόντι, Αντονιόνι, Παζολίνι και φυσικά το σινεμά του Φελίνι. Του σκηνοθέτη που οι ταινίες του αγγίζουν το κοινό όλων των τάξεων, με τη «Γλυκιά ζωή» να προβάλλεται από τις Κάννες και τις κεντρικές αίθουσες, μέχρι το πιο απομακρυσμένο χωριό που διέθετε θερινό σινεμά, αποτελώντας ένα κοινωνικό γεγονός. Μια τοιχογραφία των ηθών της εποχής σε ένα μπαρόκ ύφος, στην ταινία αυτή, ο Φελίνι απομακρύνεται από τον νεορεαλισμό των πρώτων του ταινιών , όχι όμως και από τους βασικούς θεματικούς άξονες αυτών. Άξονες που στο επίκεντρό τους βρίσκουμε πάντα τον Άνθρωπο και την απελπισμένη κραυγή του να αποδράσει από έναν κόσμο χωρίς αγάπη, έναν κόσμο που περιβάλλεται από συναισθηματικά ανεπαρκείς ανθρώπους, σε έναν κόσμο ανιδιοτέλειας, σε έναν κόσμο όπου οι άνθρωποι θα μπορούν να εκδηλώνουν με ειλικρίνεια τα συναισθήματά τους, χωρίς να καταφεύγουν στην δημιουργία σχέσεων εξάρτησης που τους κρατούν δέσμιους στα υπαρξιακά τους αδιέξοδα, ακόμη κι αν μάταια και επιπόλαια πιστεύουν πως έτσι θα καταφέρουν να απεμπλακούν από αυτά.

Ο Μαρτσέλο, ένας επιτυχημένος δημοσιογράφος σε ένα σκανδαλοθηρικό έντυπο, τα έχει όλα. Δόξα, αναγνωρισιμότητα, έντονη νυχτερινή ζωή στα κοσμοπολίτικα στέκια των διάσημων και πλούσιων που περιφέρονται σε ένα περιβάλλον κενών απολαύσεων, κούφιας δόξας, παροδικής λάμψης. Σε έναν κόσμο όπου οι σταρ κυνηγιούνται ανελέητα από τους παπαράτσι, θύματα και οι δεύτεροι της κυριαρχίας της εμπορευματοποίησης των πάντων.

Ο Μαρτσέλο τα έχει όλα και μαζί με αυτά και ένα τεράστιο κενό μέσα του. Ο ίδιος διατηρεί τη θέση ενός σκεπτόμενου διανοούμενου που προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα σε δύο κόσμους. Τον πλούσιο υλικό, όπου η έλλειψη ελπίδας και σκοπών είναι κυρίαρχη σε αυτόν, και σε εκείνον της φιλοσοφίας, της τέχνης, της ποίησης, όπου εκεί αναζητά την πλήρωση του τεράστιου κενού που του έχει δημιουργήσει η μέχρι τώρα πορεία του στη ζωή. Ο Μαρτσέλο θαυμάζει τον ιδεαλιστή βαθυστόχαστο και γαλήνιο φιλόσοφο φίλο του (τον υποδύεται ο Αλέν Κινί) και τις ξεχωριστές βραδιές στη ζεστή οικογενειακή ατμόσφαιρα του σπιτιού του, που διοργανώνει. Βραδιές που δεν αναλώνονται στις ηδονιστικές απολαύσεις στις οποίες είναι συνηθισμένος ο Μαρτσέλο και τις οποίες έχει μπουχτίσει, αλλά σε συζητήσεις όπου αναζητούνται τρόποι με τους οποίους το άτομο θα καταφέρει να βρει την πολυπόθητη ψυχική του ισορροπία που θα του επιτρέψει να χαράξει άλλους δρόμους επικοινωνίας με τους ανθρώπους. Και ίσως οι απαντήσεις στα πολυσύνθετα ερωτήματα που βασανίζουν την ψυχή και το μυαλό του Μαρτσέλο, που θαυμάζει και ζηλεύει την οικογενειακή θαλπωρή και ευτυχία του φίλου του, βρίσκονται στα σκόρπια λόγια του δεύτερου, όταν τον ακούμε να λέει: «Μην νομίζεις Μαρτσέλο ότι η σωτηρία βρίσκεται σε κάποιο σπίτι. Μην κάνεις αυτό που έκανα εγώ. Μια μέτρια ζωή είναι καλύτερη από μία προστατευμένη σε μία οργανωμένη κοινωνία , όπου όλα είναι υπολογισμένα, όλα είναι τέλεια». 

Τον Φελίνι τον απασχολεί εντονότατα ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι επιδιώκουν την ευτυχία, την τελειότητα, η επιθυμία τους να ελέγχουν και να προγραμματίζουν τα πάντα, καθώς και ο διακαής τους πόθος να βρίσκονται ψηλά στο στερέωμα της κοινωνικής καταξίωσης και προβολής. Τον απασχολεί επίσης το γεγονός, ότι μέσα σε όλες αυτές τις βλέψεις και τις επιθυμίες το άτομο απομακρύνεται όλο και περισσότερο από το να κατανοεί ότι η ομορφιά δεν εκπορεύεται από τη νευρωτική εμμονή του καθενός να σκηνοθετεί και να ελέγχει τα πάντα στη ζωή του, αλλά από τη συνειδητοποίηση ότι το βίωμα της αποτυχίας και της ήττας που τόσο φοβάται, το βοηθούν να ανεβαίνει τα σκαλοπάτια της αυτογνωσίας που με τη σειρά της μαθαίνει στο άτομο πώς να αγαπά και πώς να δέχεται την αγάπη των άλλων. Και επειδή οι παραπάνω θεματικές απασχολούν διαρκώς τον σκηνοθέτη, αν μελετήσουμε λίγο περισσότερο τη φιλμογραφία του, θα δούμε ότι οι ήρωές του συναντιούνται και κατά κάποιον τρόπο συμπληρώνουν ο ένας τον άλλον. Τα υπαρξιακά αδιέξοδα του Μαρτσέλο θα απασχολήσουν σε επίσης μεγάλο βαθμό έναν άλλον ήρωα του Φελίνι που θα τον συναντήσουμε στην ταινία «8 ½» όπου εκεί ο Γκουίντο -που έχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τον Μαρτσέλο- θα προσπαθήσει να δώσει τις λύσεις που ο Μαρτσέλο δεν κατάφερε. Και ανάμεσα στους δύο θα σταθεί η Καμπίρια που θα τη συναντήσουμε στην ταινία «Οι νύχτες της Καμπίρια» να τους υποδείξει με την αφοπλιστική της ειλικρίνεια, τον τρόπο να αγαπάς , και πως όταν φτάνεις ή σε φτάνουν στα πρόθυρα της καταστροφής, μπορείς να σηκώνεσαι και να προχωράς με τη δύναμη της αυτογνωσίας, που μία φτωχή πόρνη -σαν την Καμπίρια- διαθέτει σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από έναν διάσημο σκηνοθέτη (Γκουίντο) και έναν επίσης διάσημο δημοσιογράφο (Μαρτσέλο).

Υπάρχουν ταινίες που θα μπορούσαμε να τις φανταστούμε με άλλους ηθοποιούς στους πρωταγωνιστικούς ρόλους και να μην έχαναν ίχνος από την ομορφιά και το αποτύπωμα που άφησαν πίσω τους. Προσωπικά, δεν μπορώ να φανταστώ άλλον ηθοποιό που θα μπορούσε να ερμηνεύσει τα όσα μέσα στο μυαλό του απασχολούσαν τον Φελίνι, πολλά από τα οποία δεν ήταν ξεκάθαρα και στον ίδιο, αλλά ακόμη και αυτή τη θολούρα την κάνει ορατή, ο ένας και μοναδικός Μαρτσέλο Μαστρογιάνι στην ταινία «Γλυκιά Ζωή» αλλά και στην ταινία «8 ½» που ακολούθησε. Ο Φελίνι πίστευε για τους ηθοποιούς του ότι ο καθένας έχει το πρόσωπο που αντανακλά την προσωπικότητά του. Για τον Μαστρογιάνι, είχε δηλώσει: «Τον επέλεξα στις ταινίες μου, γιατί ήταν καταπληκτικός: αφαιρετικός, διακριτικός, συμπαθής, αντιπαθής, τρυφερός, αλαζόνας». Δεν είχε άδικο λοιπόν ο σκηνοθέτης, όταν έλεγε ότι η προσωπικότητα των ηθοποιών του αντανακλάται στο πρόσωπό τους. Ο υπέροχος Μαρτσέλο το απέδειξε περίτρανα. 

Το κείμενο γράφτηκε με αφορμή την επαναπροβολή της ταινίας «Γλυκιά Ζωή» στους κινηματογράφους καθώς και με αφορμή την πρόσφατη συμπλήρωση των 100 χρόνων από τη γέννηση του μοναδικού και ανεπανάληπτου Μαρτσέλο Μαστρογιάνι.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: