Η χώρα του Θεού
Μία πίστη σε έναν Θεό που απαιτεί την πλήρη υποταγή του ατόμου σε αυτόν. – Ταινία για τους λάτρεις της φύσης, της φωτογραφίας και για όσους αναζητούν την κατανόηση του βαθύτερου που καθοδηγεί τις ζωές μας, ελέγξιμου και μη. Ο κινηματογράφος στα καλύτερά του
«Η χώρα του Θεού/ Godland/ Vanskabte Land».
Σενάριο – σκηνοθεσία Χλίνουρ Πάλμασον, Ισλανδία – Δανία, 2022
«Πώς θα καταφέρω να ακούσω τον Θεό;» ρωτάει ένας ντόπιος κάτοικος του νησιού που συνοδεύει τον ιερέα στη δύσβατη πορεία του σε ένα απομακρυσμένο χωριό της Ισλανδίας, ξεχασμένο από Θεούς και ανθρώπους, όπου οι κάτοικοι έχουν βρει τις δικές τους νόρμες και τους δικούς τους τρόπους επιβίωσης. «Δεν είναι το άκουσμα, είναι η αίσθηση του απαντά ο ιερέας». Αυτή την αίσθηση, όμως, ο ίδιος δεν την έχει νιώσει. Και αυτή την αίσθηση αναζητά προκειμένου να αποδείξει τη δογματική του πίστη. Μία πίστη σε έναν Θεό που απαιτεί την πλήρη υποταγή του ατόμου σε αυτόν. «Πρέπει να αφοσιωθείς εντελώς σε αυτόν, να αποβάλλεις οτιδήποτε έχει να κάνει με την ικανοποίηση των προσωπικών σου αναγκών, οτιδήποτε ορμάται από μέσα σου και βρίσκει την ικανοποίηση στον κόσμο των αισθήσεων και των απολαύσεων που σου παρέχει η εγκόσμια ζωή, για να καταφέρεις να μεταφερθείς στο εξωκοσμικό σύμπαν της συνύπαρξής σου και της συνδιαλλαγής σου με τον Θεό», είναι τα λόγια του ιερέα, λόγια όμως που αποδεικνύονται ανούσια όταν ο ίδιος βρίσκεται αντιμέτωπος με τη σκληρότητα της φύσης και την εξίσου σκληρή συμπεριφορά των ανθρώπων που προσπαθούν να βγουν νικητές στον αγώνα τους με αυτήν.
Τα αιώνια υπαρξιακά προβλήματα καθώς και οι μεταφυσικές αγωνίες που απασχολούν τον άνθρωπο από την αρχή της ύπαρξής του στον πλανήτη, αποτελούν το κεντρικό θέμα της ταινίας του Πάλμασον (γνωστός μας από την ταινία «Μια λευκή, λευκή μέρα»). Μιας ταινίας όπου ο ρεαλισμός συνοδοιπορεί με τη μαγεία. Και τη φαντασία ταυτόχρονα. Μια φαντασία που οδηγεί σε έναν κόσμο παραισθήσεων μέχρι που αυτές οι παραισθήσεις να βρουν διέξοδο στην πραγματικότητα και να κλείσουν έτσι τον κύκλο της ανθρώπινης ζωής που περιέχει μέσα της αυτή την αιώνια διαπάλη. Της ανημπόριας του ανθρώπου να υποτάξει αυτό που γνωρίζει ότι δεν μπορεί, αλλά που παλεύει εναγωνίως να το νικήσει: Τον θάνατο, το πιο δυνατό και ανίκητο όπλο της φύσης.
19ος αιώνας. Η Ισλανδία βρίσκεται υπό την κατοχή της Δανίας και οι αποικιοκράτες Δανοί προκειμένου να εδραιώσουν την κυριαρχία τους σε αυτό το νησί, στέλνουν έναν ιερέα να χτίσει μία εκκλησία σε ένα μακρινό χωριό, όπου οι κάτοικοι ζουν απομονωμένοι αντιμέτωποι με τα δεινά της φύσης. Μιας φύσης που διαθέτει μία ανυπέρβλητη ομορφιά, αλλά και μια ανελέητη ταυτόχρονα σκληρότητα που απαιτεί μεγάλο αγώνα από τον άνθρωπο για να την αντέξει. Να αντέξει αυτή την αμφισημία της ομορφιάς που συμπλέει με το απάνθρωπο στοιχείο που τη συνοδεύει.
Χωρίς να συνειδητοποιεί αρχικά ο ιερέας τι είναι αυτό που του ζητείται, να εμφυσήσει δηλαδή στους ανθρώπους του νησιού τον σπόρο της υποταγής, κάτι που βολεύει πολύ την εδραίωση της αποικιοκρατικής πολιτικής της Δανίας που χρησιμοποιεί φυσικά την εκκλησία προς επίτευξη του σκοπού της (και κάτι που ιστορικά το συναντάμε πολύ συχνά, χέρι- χέρι εκκλησία και κράτος έχουν διαπράξει τα μεγαλύτερα εγκλήματα αποικιοκρατικής πολιτικής) ξεκινά το οδοιπορικό ενός μεγάλου ταξιδιού που τον φέρνει αντιμέτωπο με τον ίδιο του τον εαυτό και τις ψευδαισθήσεις που ο ίδιος είχε καλλιεργήσει μέσω της πίστης προς τον Θεό. Μίας πίστης ξεκομμένης από τα ανθρώπινα, ξεκομμένης από την ζωή των ανθρώπων που η επιβίωσή τους είναι ένας διαρκής αγώνας και που δεν τους επιτρέπει τα περιθώρια της πνευματικής αναζήτησης. Ωστόσο, όμως, η σκληρότητα των πράξεων στις οποίες προβαίνουν προκειμένου να επιβιώσουν, ανασύρει μέσα τους την ανάγκη εύρεσης μιας ισορροπίας που θα τους βοηθήσει να κατανοήσουν τα όρια της ανθρώπινης συμπεριφοράς και πότε αυτή γίνεται ανήθικη καταστρέφοντας τις ζωές των άλλων ανθρώπων. Όρια που είναι διακριτά στην παιδική σκέψη (εξαιρετική η σκηνή του μονόλογου της μικρής που απευθύνεται προς τον ιερέα) που χάνονται όμως στην πορεία όταν ο άνθρωπος μόνος του παλεύει με τα στοιχεία της φύσης, μιας φύσης που δεν χαρίζεται.
Ο ιερέας-ήρωάς μας, ταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο κατευθύνσεις. Από τη μία η απεικόνιση στο νοησιαρχικό του σύμπαν των πνευματικών αληθειών που αναζητούν το αντίκρισμά τους στον πραγματικό κόσμο και από την άλλη η επιθυμία του να αποδοθεί ένα αντίγραφο του πραγματικού κόσμου. Γι’ αυτό και καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού του απαθανατίζει φωτογραφικά τα τοπία και τους ανθρώπους που συναντά. Η λήψη των φωτογραφιών με τα μέσα της εποχής του 19ου αιώνα (εξαιρετική η απόδοση των μέσων λήψης φωτογραφίας – γυάλινες φωτογραφικές πλάκες, αυτοσχέδιοι φωτογραφικοί σκοτεινοί θάλαμοι εμφάνισης των φωτογραφιών, ασήκωτο φορτίο όλος ο εξοπλισμός – προγόνων των σημερινών ψηφιακών μέσων) υπερβαίνει τον φωτογραφικό ρεαλισμό που θέλει τον άνθρωπο που χειρίζεται την κάμερα να επεμβαίνει δευτερογενώς. Εδώ η επέμβαση είναι πρωτογενής, γιατί ο ιερέας ελκύεται από τη δύναμη της αντικειμενικότητας του αναπαριστώμενου όχι μόνο για να αποδώσει την πιστή εικόνα της πραγματικότητας, αλλά γιατί γοητεύεται από το πάγωμα του ωραίου. Είναι ίσως και το μοναδικό του όπλο απέναντι στη φθορά, απέναντι σε ό,τι πεθαίνει κάθε στιγμή που περνά.
Και είναι ίσως και η απάντηση που εμείς ως θεατές θα δίναμε στην ερώτηση του ντόπιου κατοίκου. Θεός είναι η ομορφιά γύρω μας που δεν την βλέπουμε στην καθημερινότητά μας, που την αγνοούμε, που δεν την «ακούμε». Προσπαθούμε να την μιμηθούμε καταφεύγοντας σε εξωτερικούς καλλωπισμούς, στημένους τις περισσότερες φορές, αναζητώντας μία αισθητική που απέχει από τη φυσική ομορφιά (ενδεικτική η σκηνή που ο ιερέας προσπαθεί να στήσει το κάδρο με τη μικρή πάνω στο άλογο χάνοντας την ομορφιά της φυσικότητάς της μέσα στο στυλιζάρισμα που επιχειρεί). Και είναι η ίδια η αντικειμενικότητα της ομορφιάς που μιμείται εμάς, “βγάζοντας μας τη γλώσσα της”, καταδεικνύοντας έτσι την υποκρισία μας που ορμάται από τον εγκλεισμό μας στην όποια προσωπική ματαιοδοξία μας, και τιμωρώντας μας για αυτήν. Είναι ο Θεός τιμωρός μας.
Κινηματογραφικά κάδρα αξεπέραστης ομορφιάς που μόνο στη μεγάλη οθόνη μπορείς να απολαύσεις, μέσα στη σιγαλιά και το απόκοσμο της σκοτεινής κινηματογραφικής αίθουσας (μην επιχειρήσετε πλατφόρμα, θα χάσετε τη μισή ομορφιά!). Ταινία για τους λάτρεις της φύσης, τους λάτρεις της φωτογραφίας και για όσους αναζητούν την κατανόηση του βαθύτερου που καθοδηγεί τις ζωές μας, ελέγξιμου και μη. Ο κινηματογράφος στα καλύτερά του, μας ξεδιπλώνει τον μικτό χαρακτήρα της τέχνης του, μιας μη καθαρολογικής τέχνης που συγχωνεύει στοιχεία πολλών τεχνών θεατρικότητα, φωτογραφία, μουσική, ζωγραφική παράγοντας ένα άρτιο αισθητικό αποτέλεσμα που αναδεικνύει στον μέγιστο βαθμό αυτό που βρίσκεται έξω από την εξωτερική επιφάνεια του κόσμου γύρω μας.
Η ταινία αναδείχτηκε καλύτερη ταινία στο φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν και απέσπασε το βραβείο καλύτερης ταινίας στο φεστιβάλ του Σικάγο. Προβάλλεται στους κινηματογράφους.