Η δίκη των 7 του Σικάγο – Έχει το Χόλιγουντ πολιτικά “στρατευμένη τέχνη”;
Όταν κάνεις επανάσταση, μπορεί να ενοχλήσεις και κάποιους…
Κατά καιρούς διάφορες δικαστικές διώξεις-υποθέσεις έχουν γίνει διάσημες, παίρνοντας τη δική τους -μικρή ή μεγαλύτερη- θέση στην ιστορία. Από τη δίκη των έξι -στα καθ’ ημάς- έως την δίκη των 35 συνδικαλιστών -στα κινηματικά καθ’ ημάς- στο πιο πρόσφατο παρελθόν και την υπόθεση των 5 Κουβανών που κρατούνταν παράτυπα από το κράτος των ΗΠΑ. Εντελώς πρόχειρα παραδείγματα περιπτώσεων που έχουν συνδεθεί όλες με τον αριθμό των διωκόμενων.
Πόσοι γνωρίζουν όμως τη δίκη των 7 του Σικάγο;
Η σχετικά άγνωστη -εκτός ΗΠΑ- αυτή υπόθεση είναι σαν συνέχεια-υστερόγραφο της -ακόμα πιο άγνωστης- ιστορίας του Εργατικού Κινήματος στις ΗΠΑ (κλασικό και απαραίτητο ανάγνωσμα). Μόνο που εδώ δεν έχουμε να κάνουμε ακριβώς με το εργατικό αλλά με το αντιπολεμικό κίνημα των 60’ς, τις αντιπολεμικές διαδηλώσεις σε ένα προεκλογικό συνέδριο των Δημοκρατικών και τη δίκη που ακολούθησε για τους οργανωτές τους (σαν σκηνή από τα προσεχώς της ελληνικής πραγματικότητας, μετά την απαγόρευση των διαδηλώσεων) που κατηγορήθηκαν για τις ταραχές (που ξεκίνησε η αστυνομία) και τη σύσταση εγκληματικής οργάνωσης (οι συνειρμοί με τα καθ’ ημάς μπορούν να συνεχίσουν στο διηνεκές).
Αν κάποιος φοβάται τις σποϊλεριές, μπορεί να σταματήσει εδώ την ανάγνωση. Στην πραγματικότητα όμως δεν μπορείς να κάνεις χαλάστρα (δικός μου αδόκιμος ισοδύναμος όρος για τις σποϊλεριές) στον άλλο, γιατί το βασικό δεν είναι η πλοκή και τα γεγονότα, αλλά τα μηνύματα που περνάει η ταινία και δίνουν στον θεατή έναυσμα να ψάξει παραπάνω τι είχε συμβεί τότε. Και μολονότι πρόκειται για κινηματογραφική μεταφορά, έχουμε μια αρκετά πιστή απόδοση όσων συνέβησαν, χωρίς πολλές διασκευές της πραγματικότητας, καλλιτεχνική αδεία.
Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για μια από τις πιο πολιτικές ταινίες των τελευταίων ετών. Και αν κάποτε η έννοια “πολιτικό Χόλιγουντ” ακουγόταν σαν ανέκδοτο, εκτός και αν ήταν για το συμφέρον του Uncle Sam, αυτό παραπέμπει σε παρωχημένο χιούμορ και θα δούμε και στη συνέχεια το γιατί.
Η ταινία μας δείχνει, για παράδειγμα, τι ρόλο παίζει η αστυνομία που είχε την πρωταρχική (αν όχι αποκλειστική) ευθύνη για τα βίαια επεισόδια, την ωμή καταστολή που έχει την ίδια βρωμερή οσμή σε κάθε γωνιά του πλανήτη, τις ύπουλες μεθόδους που χρησιμοποιεί και τους δεκάδες φυτευτούς ασφαλίτες ως προσφιλή της τακτική, που οδηγεί εύλογα στο ειρωνικό ρητορικό ερώτημα: μήπως τελικά οι 7 οργανωτές διαδήλωσαν στο Σικάγο μαζί με 10 χιλιάδες μυστικούς αστυνομικούς;
Βλέπουμε επίσης τα δόντια της “ανεξάρτητης δικαιοσύνης” που, αν και τυφλή, ξέρει να διακρίνει ποιοι ένορκοι είναι ευνοϊκά διακείμενοι προς τους κατηγορούμενους και τους αποκλείει με αφορμή μια φτηνή, σχεδόν ερασιτεχνική προβοκάτσια -που φορτώθηκε στους Μαύρους Πάνθηρες. Παράλληλα, αποκλείει αυθαίρετα σημαντικούς μάρτυρες, για να μην αποκαλυφθεί η αλήθεια για την ευθύνη των βιαιοπραγιών, και φτάνει στο σημείο να ταπεινώσει κατηγορούμενους, επιχειρώντας να τους στερήσει την αξιοπρέπεια, εκτός από το βασικό δικαίωμα της υπεράσπισης του εαυτού τους.
Βλέπουμε επίσης δύο από τους κατηγορούμενους, με χίπικες επιρροές, να τρολάρουν τον δικαστή, φορώντας τήβεννο και από μέσα στολές αστυνομικών, σε έναν έξοχο συμβολισμό πως “όλα τα καθάρματα δουλεύουνε μαζί” -που λέει και το σύνθημα.
Το πιο εντυπωσιακό είναι πως το πάνω χέρι στη σκιαγράφηση του δικαστή δεν το έχει η μυθοπλασία, αλλά η πιστή αποτύπωση των πράξεών του και της σκατοψυχιάς του. Όπως σημειώθηκε παραπάνω, η πλοκή (παρ)ακολουθεί σε γενικές γραμμές τα πραγματικά γεγονότα, χωρίς να γίνεται ντοκιμαντέρ, και η βασική παρέκβαση από αυτά γίνεται στην τελευταία σκηνή, με την ανάγνωση μιας λίστας ονομάτων με τους νεκρούς φαντάρους στο Βιετνάμ, που είναι ελάχιστα ρεαλιστική και μάλλον αχρείαστη, καθώς η πραγματική ζωή είχε σκηνοθετήσει εξίσου ενδιαφέρουσες στιγμές -πχ την δήλωση των κατηγορούμενων πως όποια καταδίκη και αν τους επιβληθεί θα ωχριά μπροστά σε όσα περνάει ο λαός του Βιετνάμ και οι Αφροαμερικάνοι στη χώρα τους.
Βλέπουμε επίσης στο φόντο της υπόθεσης τον συστημικό ρατσισμό που απορρέει από κάθε κύτταρο μιας σάπιας εξουσίας και τις ανοιχτά μαφιόζικες πρακτικές της “αμερικάνικης δημοκρατίας”, που δε δίσταζε να καθαρίσει και σημαίνοντα πολιτικά στελέχη ή τον “πασιφιστή” Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, πόσο μάλλον στελέχη από τους Μαύρους Πάνθηρες -όπως στην ταινία- που μας δίνει αυτομάτως την ευκαιρία για συνειρμούς με τη σημερινή εποχή και την απουσία μιας τέτοιας οργάνωσης από το κίνημα Black Lives Matter.
Η ταινία αποδίδει πολύ καλά τις αντιθέσεις στο εσωτερικό της ομάδας, τη διαπάλη για τον χαρακτήρα της δίκης και την εκτίμηση του δικηγόρου της υπεράσπισης πως “δεν υφίσταται η έννοια της πολιτικής δίκης” που σύντομα αναιρείται από τα ίδια τα γεγονότα, τις διαφορετικές αποχρώσεις της υπερασπιστικής γραμμής και της κοινής στάσης που καλούνται να κρατήσουν οι κατηγορούμενοι, τις τακτικές διαφωνίες τους κτλ. Σκιαγραφείται καθαρά η τάση συμβιβασμού ενός κατηγορούμενου, η επιχείρηση “κατευνασμού” της εξουσίας, που πρέπει να γίνει σεβαστή και να αλλάξει μονάχα με εκλογές ή τον κατάλληλο Democrat υποψήφιο, και στον αντίποδα ο χλευασμός της από δύο άλλους κατηγορούμενους, η τάση τους να την γελοιοποιήσουν με ευρηματικά πλην ανέξοδα και ανούσια τεχνάσματα, που δεν προσφέρουν κάτι πέρα από μια πρόσκαιρη ευχαρίστηση. Με άλλα λόγια, “οι δυο τακτικές της σοσιαλδημοκρατίας” (στη δημοκρατική επανάσταση), όπως έλεγε ο τίτλος μιας κλασικής μπροσούρας του Λένιν, σε πολύ διαφορετικά συμφραζόμενα προφανώς.
Παράλληλα, βέβαια, βλέπουμε κάποια απροσπέλαστα πολιτικά όρια, πρωτίστως για τα ίδια τα πρόσωπα που πρωτοστατούν στην ιστορία και τις κινητοποιήσεις, ψάχνοντας τη διέξοδο (;) στην άσκηση πίεσης στο Συνέδριο των Δημοκρατικών, για να μη βγει ο πλέον φιλοπόλεμος υποψήφιος, που δε διαφέρει σε τίποτα από τον Νίξον (ένα διαχρονικό αδιέξοδο που ταλανίζει ακόμα κάθε ριζοσπαστική φωνή στις ΗΠΑ)… Σε κάποιο σημείο αρχίζεις να αναρωτιέσαι αν είναι πιο ουτοπικός ο στόχος να πλησιάσουν οι διαδηλωτές στο συνεδριακό κέντρο, χωρίς να φάνε το ξύλο της αρκούδας ή η ψευδαίσθηση πως μπορούν να καθορίσουν τις αποφάσεις και την πολιτική των Δημοκρατικών.
Τα όρια αυτά φαίνονται ίσως και από την εξέλιξη των βασικών ηρώων -αν και τα στερνά δεν είναι πάντα ασφαλής σύμβουλος για τα πρώτα. Ένας κατηγορούμενος ακολουθεί πολιτική καριέρα με τους Δημοκρατικούς, επιβεβαιώνοντας την εκτίμηση του δικαστή ότι θα γίνει χρήσιμο μέλος της κοινωνίας, ο ένας από τους δύο “χίπις” γίνεται χρηματιστής, ενώ ο άλλος (ο πιο συνεπής Χόφμαν, που μιλούσε και για πολιτιστική επανάσταση, μάλλον χωρίς τα μαοϊκά συμφραζόμενα του όρου) αυτοκτονεί το ’89, σε μια χρονιά που ενδέχεται τα προσωπικά του αδιέξοδα να συναντάν την ήττα-“διάψευση” κάποιων συλλογικών ιδανικών και την αστική θριαμβολογία για το τέλος των ιδεολογιών. Το βιογραφικό κομμάτι, όμως, έχει επιπλέον ζουμί, που δεν μπορεί να εξαντληθεί εδώ.
Συναφή με τα παραπάνω είναι και τα πολιτικά όρια της ίδιας της ταινίας, που ανασύρει μια ξεχασμένη ιστορία από το παρελθόν και την αναδεικνύει με το βλέμμα στο παρόν και τη συγκυρία του περασμένου έτους, δηλαδή την κυβέρνηση Τραμπ και τις επικείμενες εκλογές. Σημειώνει με νόημα πως “όλος ο κόσμος παρακολουθεί” -the whole world is watching us (σ.σ.: τι γίνεται εδώ στις ΗΠΑ), κλείνοντας μάλιστα την ταινία με αυτό το σύνθημα. Και καθιστά σαφές διά του στόματος ενός από τους κατηγορούμενους πως “έχουμε υπέροχους θεσμούς αλλά κακούς πολιτικούς που τους υπηρετούν”. Ακόμα δεν πιάσατε το υπονοούμενο;
Αυτό όμως δεν αναιρεί τα πολιτικά -και όχι μόνο- προτερήματα της ταινίας, απλώς βάζει το ταβάνι στον προβληματισμό της, στο οποίο θα προσέκρουαν όσοι τυχόν ονειρεύονται μια έφοδο στον ουρανό.
Σε μια σκηνή, ο (συμβιβαστικός) Τομ Χέιντεν λέει στον (ασυμβίβαστο χίπι) Χόφμαν πως το πρόβλημά του είναι ότι σε 50 χρόνια από τώρα, ο κόσμος θα σκέφτεται τον όρο “προοδευτική πολιτική” και θα τον ταυτίζει με μια καρικατούρα από χίπηδες και παιδιά των λουλουδιών. Στην πραγματικότητα το πρόβλημα είναι πως σήμερα, 50 χρόνια μετά, μια μεγάλη μερίδα κόσμου εξακολουθεί να θεωρεί ως προοδευτική τη δική του οπτική για τα πράγματα και το κόμμα των Δημοκρατικών -στις διάφορες εκδοχές του ανά τον πλανήτη- που δεν είναι καν μια εκδοχή της παλιάς γνωστής σοσιαλδημοκρατίας. Με άλλα λόγια, η ατάκα αυτή υπογραμμίζει με ειρωνικό τρόπο το βασικό πρόβλημα από τη δική μας σκοπιά, δηλαδή τι θεωρεί ο κόσμος προοδευτικό-ριζοσπαστικό στην εποχή μας. Και ποιο είναι το πολιτικό σινεμά που εκφράζει αυτή την τάση.
Ακόμα κι έτσι πάντως, η “Δίκη των 7 του Σικάγο” παραμένει μια χρήσιμη και πολύ καλή ταινία, με σφιχτή σεναριακή δομή (ο δημιουργός της είναι πρωτίστως σεναριογράφος και παρεμπιπτόντως σκηνοθέτης) και αξιοπρόσεκτες ερμηνείες από ένα δυνατό καστ, και δικαιολογημένα βάζει υποψηφιότητα για μια σειρά Όσκαρ.
Δεν είναι βέβαιο ότι το Χόλιγουντ θα συνεχίσει αυτή τη “ριζοσπαστική στροφή” με την ίδια ένταση τα επόμενα χρόνια, μετά από την αλλαγή φρουράς στον Λευκό Οίκο. Έχει δείξει όμως πόσο μακριά από τις ανάγκες της εποχής είναι οι ταινίες που αρνούνται να πάρουν θέση, και οι δημιουργοί που φοβούνται μη τυχόν στιγματιστούν, στενοχωρήσουν μια μερίδα θεατών και χάσουν πελατεία. Όπως λέει όμως και ο Χόφμαν στην ταινία: όταν κάνεις επανάσταση, μπορεί να στενοχωρήσεις-ενοχλήσεις και κάποιους. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για την τέχνη, αλλιώς δεν έχει ιδιαίτερη αξία ως πράξη και δημιουργία.
Το Χόλιγουντ έχει αφήσει πίσω την αλλεργία για τη “στρατευμένη τέχνη” και τη φέρνει στα μέτρα του, για τους δικούς του σκοπούς και με τα δικά του φίλτρα, ασφαλώς. Δε χρησιμοποιεί μόνο την παλιά συνταγή του θεάματος (χωρίς άρτο ή απλά με συνοδεία ποπ-κορν) που αποχαυνώνει και κοιμίζει συνειδήσεις, αλλά και τις ταινίες που καθοδηγούν τον κοινωνικό προβληματισμό και τον κατευθύνουν στα ρυάκια που επιθυμούν. Ο καλός μύλος (συνειδήσεων) τα αλέθει όλα και με όλες τις μεθόδους. Και αν πέρσι το Όσκαρ καλύτερης ταινίας δόθηκε στα κορεατικά “Παράσιτα” (που είναι μάλλον ασαφές σε ποια κοινωνική τάξη απευθύνεται ως κατηγορία), δε θα είναι καθόλου περίεργο φέτος να περάσει η σκυτάλη στη Δίκη των 7.
Είναι συγκλονιστική η προσκόλληση και η εμμονή ενός κόσμου στο “No Politica”, όταν ακόμα και μονοπώλια έχουν καταλάβει τη σημασία της ευελιξίας και του κοινωνικού προφίλ που χτίζουν, αναδεικνύοντας πχ τα ζητήματα που αφορούν την ταυτότητα, και βάζοντας ως δική τους διαφημιστική προμετωπίδα τον “αγώνα” τους ενάντια στις διακρίσεις που αφορούν το φύλο και τη φυλή (σεξισμός και ρατσισμός). Το No Politica και γενικώς η άρνηση να πάρει κανείς θέση είναι αντιδραστικό, παρωχημένο, ξεπερασμένο ακόμα και από αστική σκοπιά.
Μόνο ένας Μπογδάνος θα μπορούσε να συμπεράνει πχ πως πίσω από όλα αυτά κρύβεται μια νεομαρξιστική συνωμοσία -και αυτός βασικά δεν το πιστεύει, ξέρει όμως πως έτσι πουλάει καλύτερα στο κοινό του. Το πρόβλημα είναι πόσοι κρύβουν έναν μικρό Μπογδάνο μέσα τους -στη χώρα μας και όχι μόνο…