Η Γη της Επαγγελίας | Bastarden, του Νικολάι Αρσέλ
Ο Νικολάι Αρσέλ, με άρτια σκηνοθετική αφήγηση που δεν χάνει ούτε στιγμή τον ρυθμό της, μάς μεταφέρει στη χώρα του τη Δανία, στα μέσα του 18ου αιώνα, στην άγονη γη της Γιουτλάνδης όπου πλέον το θέμα της πάλης των τάξεων ξαναμπαίνει στη σωστή του βάση.
Όταν το 1980 ο Μάικλ Τσιμίνο επιχειρούσε με την ταινία του «Πύλη της Δύσεως» να καταδείξει ότι οι ΗΠΑ συγκροτήθηκαν ως νόμιμο κράτος, όχι μόνο εξαλείφοντας τον γηγενή πληθυσμό, τους Ινδιάνους, αλλά και παραχωρώντας στους πλούσιους γαιοκτήμονες το δικαίωμα του να σκοτώνουν ό,τι στέκονταν εμπόδιο και αμφισβητούσε την εξουσία τους στη γη όπου όρισαν τους εαυτούς τους ιδιοκτήτες αυτής, απηχώντας με τον τρόπο αυτό την ιμπεριαλιστική πολιτική της χώρας αυτής, η ταινία του σημείωσε παταγώδη εμπορική αποτυχία. Και αυτό, γιατί τα μεγάλα αφεντικά δεν του συγχώρεσαν την απομυθοποίηση ενός κινηματογραφικού είδους, σαν αυτό του γουέστερν που εξυμνούσε τη δύσκολη γέννηση του αμερικανικού έθνους. Δεν χωρούσε στο πολιτικό αυτό αφήγημα μία ταινία γουέστερν όπου η κατάκτηση της Δύσης θα αναλυόταν στο πλαίσιο της πάλης των τάξεων.
Ωστόσο καμιά εικοσαριά χρόνια πιο πριν στο «Ρίο Μπράβο» του Χάουαρντ Χοκς, ο σερίφης (Τζον Γουέιν) έχοντας προσλάβει ως βοηθούς απόκληρους της κοινωνίας των λευκών, έναν αλκοολικό, έναν ηλικιωμένο με πρόβλημα στο ένα του πόδι και μία γυναίκα των σαλούν, προσπαθούσαν να αποκαταστήσουν την τάξη την οποία είχαν διασαλεύσει οι άνδρες ενός ισχυρού γαιοκτήμονα της περιοχής. Η απομυθοποίηση του αμερικανικού γουέστερν είχε ήδη ξεκινήσει. Όμως δεν ήταν εύκολο να δαγκώσεις το χέρι που σε τάιζε. Έτσι το θέμα των ταξικών ανισοτήτων δεν είχε τεθεί ακόμη στη σωστή του βάση. Γιατί οι γαιοκτήμονες αποτελούσαν μεν αντίπαλο, όχι όμως ταξικό αντίπαλο, αλλά αντίπαλο της κυρίαρχης τάξης των λευκών. Ο Τσιμίνο έθεσε το ζήτημα στη σωστή του βάση κάτι που εμπορικά το πλήρωσε πολύ ακριβά.
Σχεδόν 40 χρόνια μετά από την ταινία του Τσιμίνο, αλλάζουμε ήπειρο και ο Νικολάι Αρσέλ μάς μεταφέρει στη χώρα του τη Δανία, στα μέσα του 18ου αιώνα, στην άγονη γη της Γιουτλάνδης όπου πλέον το θέμα ξαναμπαίνει στη σωστή του βάση. Εδώ βέβαια, δεν υπάρχουν σερίφηδες που θα αποκαταστήσουν την τάξη. Υπάρχει η τάξη των βασιλέων, η τάξη των γαιοκτημόνων, η τάξη των δούλων και τέλος υπάρχουν και τα «σκουπίδια» οι παράνομοι, οι απόκληροι οι ξεγραμμένοι, οι «αόρατοι» που ζουν βαθιά στο δάσος κρυμμένοι σε έναν άλλον δικό τους σκοτεινό κόσμο. Ο φτωχός στρατιώτης Λούντβιχ Κάλεν (Μαντς Μίκελσεν) το νόθο παιδί μιας υπηρέτριας και ενός γαιοκτήμονα που βέβαια δεν αναγνώρισε ποτέ το παιδί του, δίνει αγώνα ζωής κυνηγώντας να ξεφύγει από τα δεσμά της τάξης του. Αναλαμβάνει τον χερσότοπο της Γιουτλάνδης που ανήκει στην ιδιοκτησία του βασιλιά, να τον καταστήσει καλλιεργήσιμη γη, όταν πολλοί πριν από αυτόν έχουν αποτύχει, προκειμένου να αποκτήσει ως αντάλλαγμα έναν τίτλο ευγενείας και μία δική του έπαυλη με τους δικούς του υπηρέτες.
Η αναρρίχηση των ατόμων που προέρχονται από χαμηλές τάξεις προς την κορυφή της κοινωνικής ιεραρχίας είναι ένα θέμα που το έχουμε δει πολύ συχνά στο σινεμά. Με ένα πολύ σφιχτοδεμένο σενάριο στα χέρια του και με άρτια σκηνοθετική αφήγηση που δεν χάνει ούτε στιγμή τον ρυθμό της, ο Νικολάι Αρσέλ δεν επικεντρώνεται μόνο σε αυτό. Αναδεικνύει τη διαχρονικότητα αυτής της προσπάθειας των ανθρώπων και τις εσωτερικές μάχες που καλείται το άτομο να δώσει σε αυτή του την προσπάθεια, μάχες που έχουν να κάνουν κυρίως με την αποδοχή της ματαιότητας ενός αγώνα που η έκβασή του είναι εξαρχής προδιαγεγραμμένη. Διεισδύει και μας αποκαλύπτει την εσωτερική διαδρομή ενός ανθρώπου στην πορεία της συνειδητοποίησης ότι το ταξικό ζήτημα δεν αποτελεί θέμα υπέρμετρης ατομικής προσπάθειας και δύναμης χαρακτήρα. Μας αποκαλύπτει το μάταιο του να αγωνίζεσαι σε έναν στημένο αγώνα. Δεν υπάρχουν καλοί και κακοί ιδιοκτήτες γης. Υπάρχουν οι κατέχοντες, βασιλιάς και γαιοκτήμονες που μπορεί να αντιμάχονται μεταξύ τους για την κυριότητα των εδαφών, γίνονται όμως μια γροθιά όταν αντιληφθούν ότι η τάξη των καταπιεσμένων στρωμάτων μπορεί να εγείρει απαιτήσεις. Και χρησιμοποιούν κάθε μέσο, κυρίως αθέμιτο, προκειμένου να εξαλείψουν τέτοιου είδους απαιτήσεις που θέτουν σε κίνδυνο την ηγεμονία τους. Η σκληρότητα, ο ρατσισμός, η αφόρητη αδικία και καταπίεση των αδυνάτων, η βιαιότητα, ο σκοταδισμός, οι προλήψεις, ο φόβος συνθέτουν ένα σκηνικό που επιτρέπει στους κατέχοντες την εξουσία να διατηρούν τις θέσεις τους και να εγκληματούν.
Ο εξαιρετικός, όπως πάντα, Μαντς Μίκελσεν ενσαρκώνει τον άνθρωπο με την ταπεινή καταγωγή, το «απόλυτο τίποτα» για τους ανθρώπους των ανώτερων τάξεων, το «μηδενικό». Τον άνθρωπο με το σκληρό προσωπείο, αφού οι βίαιες κοινωνικές συνθήκες της εποχής δεν του επιτρέπουν καμία είδους έκφραση εξωτερικής ευαισθησίας. Τον άνθρωπο, όμως, που ταυτόχρονα, καταφέρνει σιγά σιγά να μας κάνει συνοδοιπόρους σε ένα ταξίδι εσωτερικής διαδρομής όπου η αντίσταση στην αποανθρωποποίηση απαιτεί πολύ μεγαλύτερη δύναμη από την αντίσταση στις επιβεβλημένες δύσκολες εξωτερικές συνθήκες επιβίωσης. Σε ένα ταξίδι όπου η καλλιέργεια των ανθρωπίνων σχέσεων είναι πολύ πιο δύσκολη από την καλλιέργεια της χέρσας γης. Σε ένα ταξίδι, τέλος, όπου η ανθρώπινη ευτυχία σε μία ιεραρχημένη κοινωνία που οι θέσεις καθορίζουν τα δικαιώματα, είναι τελικά ανέφικτη.
Κάπου αλλού και κάπως αλλιώς θα πρέπει να την αναζητήσουμε…