«Η κυρία με το σκυλάκι» του Γιοσίφ Κέιφιτς
«Έκανε διπλή ζωή: μία φανερή που όλοι τη γνώριζαν γεμάτη συμβατικές αλήθειες και πλάνες…και μία άλλη ζωή που κυλούσε κρυφά…Και όλα όσα ήταν σημαντικά για αυτόν, αυτά που αποτελούσαν τη βαθύτερη ουσία της ζωής του, συνέβαιναν σε αυτή τη δεύτερη, την κρυφή του ζωή…»
«Έκανε διπλή ζωή: μία φανερή που όλοι τη γνώριζαν γεμάτη συμβατικές αλήθειες και πλάνες…και μία άλλη ζωή που κυλούσε κρυφά…Και όλα όσα ήταν σημαντικά για αυτόν, αυτά που αποτελούσαν τη βαθύτερη ουσία της ζωής του, συνέβαιναν σε αυτή τη δεύτερη, την κρυφή του ζωή…» (Απόσπασμα από το βιβλίο του Άντον Τσέχοφ: «Η κυρία με το σκυλάκι»)
Ένα αριστουργηματικό διήγημα του Τσέχοφ μεταφέρεται το 1960 στη μεγάλη οθόνη από τον Γιοσίφ Κέιφιτς, έναν από τους προδρόμους μιας ανανεωτικής κίνησης που σημειώνεται προς τα τέλη της δεκαετίας του ΄60 στη Σοβιετική Ένωση και που συντελεί στη μετάβαση από τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό προς έναν νέο πιο ποιητικό κινηματογράφο. Πηγαίνοντας μερικές δεκαετίες πίσω στη χώρα αυτή, στον τομέα του κινηματογράφου, μετά το 1934 παρατηρείται ένα ρήγμα ανάμεσα στους «ποιητές» και τους «πεζογράφους» της κινηματογραφικής γραφής. Οι πρώτοι υπέρμαχοι της μεταφοράς, οι δεύτεροι υπέρμαχοι της αφήγησης, με τους δεύτερους να παίρνουν τη σκυτάλη ακολουθώντας τον δρόμο του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Ενός ρεύματος που σαφώς και έχει να μας παρουσιάσει εξαίσια δείγματα γραφής, που ωστόσο όμως, οι συμβάσεις του περιόριζαν τα έργα σε ένα μανιχαϊστικό περιεχόμενο που προέβαλλε τον “θετικό ήρωα” και που πολλές φορές αναλώνονταν σε έναν στείρο ακαδημαϊσμό και διδακτισμό.
Ο Γιοσίφ Κέιφιτς επιδεικνύει ένα διαφορετικό ύφος σπάζοντας τις συμβάσεις του κινηματογράφου των προηγούμενων 3 δεκαετιών αναζητώντας τη σιγουριά της λογοτεχνικής μεταφοράς, κάτι που του εξασφαλίζει ένα ασφαλές έδαφος πάνω στο οποίο επιχειρεί τη μετάβαση προς ένα νέο ύφος κινηματογραφικής γραφής. Το στοίχημα εδώ είναι αρκετά μεγάλο για δύο κυρίως λόγους. Ο πρώτος είναι ότι το έργο που επιλέγει να μεταφέρει είναι ένα άρτιο ψυχογράφημα συνοπτικό, περιεκτικό που μέσα σε λίγο παραπάνω από 5.000 λέξεις, διεισδύει στο βάθος της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο δεύτερος είναι ότι η ιστορία του διηγήματος είναι απλή και ό,τι συμβαίνει σε αυτήν εξελίσσεται στον εσωτερικό κόσμο των δύο ηρώων ενός άντρα και μιας γυναίκας που συναντιούνται τυχαία κατά τη διάρκεια των διακοπών τους στο τουριστικό θέρετρο της Γιάλτας. Είναι μία απλή ερωτική ιστορία και το διακύβευμα εδώ είναι αν ο σκηνοθέτης θα καταφέρει να μεταδώσει αυτό που μας μεταδίδεται στο βιβλίο. Αν δηλαδή μέσα από την απλή ιστορία και τους χαρακτήρες που εμπλέκονται σε αυτήν, καταφέρει να μας «πει» τα πάντα για αυτούς και την ιστορία τους, αποδίδοντας σε αυτήν τα οικουμενικά χαρακτηριστικά και τις διαστάσεις που διαχρονικά απασχολούν τον άνθρωπο. Ζητήματα που έχουν να κάνουν με τις εξουσιαστικές σχέσεις ανάμεσα στα δύο φύλα, τη φιλία, τον έρωτα και φυσικά τα στερεότυπα της κάθε εποχής που πανταχού παρόντα δρουν καταλυτικά, αφενός στη διαμόρφωση στάσεων που ωθούν το άτομο στην υποταγή και τον συμβιβασμό, αφετέρου στη διαμόρφωση συμπεριφορών που το οδηγούν στη ρήξη με αυτά. Και ο Κέιφιτς το στοίχημα το κερδίζει.
Τοποθετώντας την ιστορία των δύο ηρώων εκεί ακριβώς που βρίσκεται μέσα στην καθημερινότητά της, χωρίς να της προσδίδει εξωτερικά δραματουργικά στοιχεία, με μία πολύ συγκρατημένη αφήγηση, απαλλαγμένη από δραματουργικές εντάσεις και μελό καταστάσεις, καταφέρνει να φέρει στην επιφάνεια το μεγάλο δράμα των ηρώων του, αλλά και να μεταμορφώσει τους ήρωές του από συνηθισμένους ανθρώπους, σε μεγάλους εραστές. Καταφέρνει να φέρει στην επιφάνεια το μεγαλείο που, μέσω του έρωτα, εξωτερικεύεται και δεν είναι άλλο από την συνειδητοποίηση της ουσίας της ζωής, του λόγου της ύπαρξης των ηρώων του. Και βέβαια η συνειδητοποίηση δεν δίνει λύσεις, αλλά γιατί θα πρέπει στην ανθρώπινη διαδρομή να υπάρχουν πάντα λύσεις; Όταν αυτή η διαδρομή σηματοδοτείται από λάθη της νεότητας, από συμβιβασμούς που υποκινούνται από εγκαθιδρυμένα στερεότυπα που απαιτούν τεράστια δύναμη να τα αντιπαλέψεις, η αυτογνωσία και η συνειδητοποίηση του πού βρίσκεσαι, του πού θα ήθελες να βρίσκεσαι και του πώς πορεύεσαι από εδώ και μπρος με όσες δυνάμεις σου έχουν απομείνει, δεν αποτελούν όλα αυτά μέρος μιας κάποιας λύσης; Χωρίς βέβαια αυτό να σου εξασφαλίζει κάποια ευτυχία. Ίσως και το αντίθετο. Χαρακτηριστική η φράση της ηρωίδας μας της Άννας: «Ποτέ δεν ήμουν ευτυχισμένη. Τώρα ξέρω πως είμαι δυστυχισμένη». Επίγνωση λέγεται αυτό και κρύβει μέσα της το μεγαλείο του θάρρους της αποδοχής της αλήθειας της. Αυτής της αλήθειας που τόσο απέφευγε και που επώδυνα μεν, συνειδητά δε, επιτρέπει στον εαυτό της να αποκαλύψει σπάζοντας για πρώτη φορά στη ζωή της τα δεσμά του φόβου που την κρατούσαν πίσω από αυτή τη ζωή.
Η Άννα και ο Γκούροφ είναι και οι δύο παντρεμένοι και ερωτεύονται. Και σε αυτόν τον έρωτα βλέπουν τους εαυτούς τους με μία άλλη οπτική, από την αρχή. Και εδώ ο έρωτας μπαίνει στο μικροσκόπιο του Κέιφιτς και ίσως για αυτό και η ταινία χαρακτηρίστηκε από τους θεωρητικούς του κινηματογράφου ως η πιο πετυχημένη μεταφορά λογοτεχνικού έργου στον κινηματογράφο. Γιατί και ο Τσέχοφ αυτόν τον έρωτα τον περνάει από χίλια κόσκινα.
Από την πρώτη στιγμή της συνάντησής τους γνωρίζουμε και κατανοούμε την προσπάθεια αγκίστρωσης του ενός από τον άλλο, μέσα από την έλξη που αναπτύσσεται ανάμεσά τους. Η ανάγκη αλληλεξάρτησης, έχει να κάνει κυρίως με τη στιγμιαία απόδραση από όλα τα στερεότυπα του καθωσπρεπισμού που τους βαραίνουν και των ρόλων που έχουν αποδοθεί στον καθένα και που οι ίδιοι χωρίς ιδιαίτερη αντίσταση έχουν αποδεχτεί. Ο Γκούροφ στον ρόλο του καρδιοκατακτητή άντρα που παντρεύτηκε τη γυναίκα του για τα δύο διαμερίσματά της και που αναγκάζεται να υποκύπτει στις οικογενειακές συμβάσεις που καθορίζονται από την ίδια, αναζητά το οξυγόνο του, στην αυτοεπιβεβαίωση που του προσδίδουν οι εφήμερες σχέσεις. Μία αυτοεπιβεβαίωση που του δημιουργεί πρόσκαιρα την ψευδαίσθηση της εξουσίας που μπορεί να ασκεί μέσω της γοητείας του στο άλλο φύλο, που ο ίδιος το θεωρεί αδύναμο. Από την άλλη η Άννα, μπουχτισμένη από την ανιαρή ζωή της με έναν καθώς πρέπει κύριο της υψηλής κοινωνίας, αλλά «λακέ», αναζητά τρόπους που θα δώσουν περιεχόμενο στην άδεια ζωή της.
Ερωτεύονται; Ζητούμενο. Γιατί αυτό που συνειδητοποιούν ερχόμενοι σε επαφή, είναι ότι όλα στη ζωή τους ήταν λάθος και αρπάζονται από την έλξη που δημιουργείται ανάμεσά τους με έναν πολύ φυσικό και ανεπιτήδευτο τρόπο. Η Άννα εξιδανικεύει τον Γκούροφ, ο Γκούροφ εξιδανικεύει την Άννα. Η σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσά τους και που υπερμεγεθύνεται στον εσωτερικό κόσμο του καθενός, προκειμένου να καλύψει το κενό που αρχίζει πλέον να ορατοποιείται, βιώνεται μέσα σε στιγμές σιωπών. Αγναντεύοντας τη θάλασσα -εξαιρετικά τα εξωτερικά πλάνα στη Γιάλτα- ακούγοντας τον παφλασμό των κυμάτων που θα εξακολουθούν να ακούγονται και μετά τον θάνατο των ηρώων, γιατί η ζωή θα κινείται αέναα αδιαφορώντας για την ύπαρξη των «περαστικών» σε αυτήν. Και μέσα σε αυτές τις σιωπές η συνειδητοποίηση της αδιαφορίας της φύσης απέναντι στο πέρασμα των ανθρώπων, σηματοδοτεί με τη σειρά της στους ήρωές μας, τη συνειδητοποίηση ότι αυτό το πέρασμα δεν θα πρέπει να είναι αδιάφορο για τους ίδιους. Καθίστανται πλέον υπεύθυνοι για την ουσιαστική νοηματοδότησή του. Άραγε ο έρωτας θα λειτουργήσει ως καταλύτης αυτής της ουσιαστικής νοηματοδότησης ή ως καταφύγιο της ανθρώπινης ανημπόριας του απεγκλωβισμού από την παγίδα της ρουτίνας που δεν αντέχεται πλέον; Ο Τσέχοφ μας αφήνει ανοιχτό το τέλος. Ο Κέιφιτς ελαφρώς μας το υπονοεί…
Έχει όμως τελικά καμία σημασία; Οι ανατροπές έχουν συντελεστεί. Οι ήρωες έχουν αφεθεί… Ακόμα και αν ο έρωτάς τους προκύπτει από την εξιδανίκευση του ενός προς τον άλλον, ακόμη και τότε η εξιδανίκευση αυτή δεν τους εμποδίζει από το να κοιταχτούν στον καθρέφτη και να δουν, να αντικρίσουν αυτό που χρόνια απέφευγαν. Την αλήθεια τους…
Η ταινία προβλήθηκε για λίγες μέρες στον Κινηματογράφο Studio στα πλαίσια του αφιερώματός στον Τσέχοφ, όπου θα προβληθούν μια σειρά από ταινίες βασισμένες στα βιβλία του καθ’ όλη τη διάρκεια του 2024, αφού τη χρονιά αυτή συμπληρώνονται 120 χρόνια από τον θάνατο του μεγάλου αυτού συγγραφέα.