«Η Ορχήστρα του Αδερφού μου / En Fanfare» του Εμμανουέλ Κουρκόλ

Ο σκηνοθέτης Εμμανουέλ Κουρκόλ, καταφέρνει να μας κάνει να συγκινηθούμε, να γελάσουμε, να κλάψουμε με τα μικρά μεγάλα της ζωής μας και να μας μεταδώσει σε μια πολύ ζεστή και ανθρώπινη ταινία πως η τέχνη υπάρχει για να ενώνει, να απελευθερώνει και να μας ταξιδεύει στα ηλιόλουστα μονοπάτια της

Η ζωή τα έφερε διαφορετικά για τους ήρωές μας,τον Τιμπό και τον Τζίμι, τα δύο αδέλφια από τη Γαλλία που αγνοούσαν ο ένας την ύπαρξη του άλλου, αφού όταν γεννήθηκαν δόθηκαν σε διαφορετικές οικογένειες για υιοθεσία. Η ίδια η ζωή με τα δικά της παιχνίδια -αυτά που δεν υπόκεινται σε κανέναν ανθρώπινο νόμο και που δεν μπορούν να ελεγχθούν από την ανθρώπινη επέμβαση, αυτά στα οποία ο άνθρωπος όταν τα βλέπει να παίζονται εμπρός του ανακαλύπτει με τρόμο την ανημποριά του, συνειδητοποιώντας την αδυναμία του και βιώνοντας το συναίσθημα του πώς είναι να χάνεις τον έλεγχο των πραγμάτων και ό,τι με κόπο έχτισες στη ζωή σου, να σε προσπερνά, να σε κάνει στην άκρη, σαν αυτή η ζωή να σου γίνεται ξαφνικά άγνωστη- αυτή η ζωή, με αυτά τα απρόβλεπτα παιχνίδια της, τους ξαναφέρνει κοντά. Όταν ο Τιμπό, αναζητώντας δότη μυελού οστών, έκπληκτος θα ανακαλύψει την ύπαρξη του αδελφού του. 

Ο Τιμπό (Μπενζαμέν Λαβέρν) που είναι ένας διεθνούς φήμης αναγνωρισμένος διευθυντής ορχήστρας, δεν έφτασε τυχαία στη θέση που βρίσκεται. Η δόξα του και η αναγνωρισιμότητά του είναι αποτέλεσμα σκληρής και επίμονης δουλειάς που απαιτούσε από αυτόν για 20 χρόνια, 15 ώρες καθημερινής μουσικής μελέτης. Οι συνθήκες της οικογενειακής ζωής του τον ευνόησαν . Βρέθηκε σε ένα περιβάλλον που του δόθηκε η δυνατότητα να αναπτύξει και να καλλιεργήσει στον μέγιστο βαθμό το ταλέντο του. Ο κόσμος που δημιούργησε, ένας κόσμος κλειστός, γεμάτος μουσική -δύσκολη μουσική και στο άκουσμά της και στην τεχνική της ενορχήστρωσής της- τον κράτησε μακριά από τον καθημερινό αγώνα της βιοπάλης, τον αγώνα για επιβίωση, τον αγώνα να κρατηθείς όρθιος σε μια κοινωνία που η ταξική της διάρθρωση δεν επιτρέπει σε όλους ισότιμη διεκδίκηση δικαιωμάτων, δεν δίνει σε όλους τη δυνατότητα να καλλιεργήσουν τα δικά τους ταλέντα, να ακολουθήσουν τις δικές τους κλίσεις, να γίνουν οι ενορχηστρωτές της δικής τους ζωής. Για την ακρίβεια επιτρέπει όλα τα παραπάνω στους λίγους και εκλεκτούς της, αυτούς που ο βιοπορισμός τους είναι κάτι δεδομένο και πολύ έξω από τα θέματα που τους απασχολούν. Αυτούς που ζουν σε έναν άλλον κόσμο. 

Και από την άλλη ο Τζίμι (Πιερ Λοτάν). Ο Τζίμι που ζει σε ένα βόρειο προάστιο της Γαλλίας, όπου η ανεργία μαστίζει την περιοχή , τα εργοστάσια κλείνουν το ένα μετά το άλλο και ο ίδιος με την απειλή της ανεργίας να αιωρείται πάνω από το κεφάλι του, βρίσκει διέξοδο στην φιλαρμονική ορχήστρα του εργοστασίου. Μία μπάντα (στο μυαλό μας έρχεται εκείνη η εξαιρετική ταινία του Μαρκ Χέρμαν «Οι Βιρτουόζοι») που η εργατική κοινότητα της περιοχής βρίσκει εκεί το αποκούμπι της, αυτό της ενότητας και του συλλογικού πνεύματος, σε μία εποχή όπου και τα δύο βάλλονται ανελέητα από τη σαρωτική λαίλαπα της κερδοφορίας και του πλουτισμού. Η μπάντα για τον Τζίμι αποτελεί τη μικρή κοινωνία των ανθρώπων όπου τα μέλη της, παρά το πλήθος των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν, προβλήματα που τους κάνουν πολλές φορές να απομακρύνονται ο ένας από τον άλλον και να χάνουν στιγμιαία τους συνεκτικούς τους δεσμούς, ωστόσο νιώθουν μέσα στον μικρόκοσμο αυτής της κοινωνίας, ότι είναι ισότιμα. Η μικρή και ασήμαντη για τους άλλους μπάντα τους, είναι η κοινωνία που για να ευημερήσει λειτουργεί εντελώς διαφορετικά από την έξω κοινωνία. Είναι το μέρος όπου δεν αφήνει ατροφικά κάποια μέλη της παρέχοντας τη δυνατότητα σε άλλα να αναπτυχθούν, όπως συμβαίνει στην ευρύτερη κοινωνία στην οποία ζουν. Είναι ο χώρος όπου τα ατομικά προβλήματα βρίσκουν τις λύσεις τους μέσα στο συλλογικό πνεύμα της ατομικής έκθεσης από τη μία, και της αναγνώρισης από την άλλη, του αντίκτυπου που μπορεί να έχει αυτή η έκθεση στην ευημερία και στο κοινό καλό όλων. 

Καταλυτικό ρόλο στη συνάντηση των δύο αδελφών διαδραματίζει η μουσική. Η μουσική που για τον καθένα σημαίνει πολλά και διαφορετικά. Που μπορεί να αποτελεί το πεδίο απόδρασης από μία στυγνή πραγματικότητα, ή το πεδίο έμπνευσης και δημιουργίας με την αίσθηση της πληρότητας που απορρέει από αυτά ή που μπορεί να αποτελεί τον χώρο όπου συναντιούνται ίδιες σκέψεις, ίδιες αγωνίες, ίδιες αναζητήσεις ανθρώπων που ποτέ δεν έχουν συναντηθεί και που οι ζωές τους απέχουν τεράστια απόσταση η μία από την άλλη. Τα δύο αδέλφια συναντιούνται με έναν αργό βηματισμό στον πυρήνα της πραγματικής τέχνης. Στην υπέρβαση που συντελείται μέσω αυτής. Γιατί η τέχνη αυτό κάνει. Διεισδύει στις ζωές των ανθρώπων και αρχίζει να αφαιρεί από αυτές ό,τι άχρηστο και ανούσιο υπάρχει, μεταφέροντας τες σε ένα άλλο σύμπαν όπου οι αξίες νοηματοδοτούνται διαφορετικά και βρίσκουν τη θέση που τους αρμόζει. Τι κρίμα που όλες αυτές οι νοηματοδοτήσεις συντελούνται όταν η ίδια η ζωή παίζοντας τα δικά της απρόβλεπτα παιχνίδια κινητοποιεί τους μηχανισμούς εγρήγορσης και επαναπροσδιορισμού του πραγματικού λόγου της ύπαρξής μας…

Ο Μάλερ ο Μπετόβεν ο Μπαχ, ο Βέρντι συναντούν τον Ραβέλ στους ήχους του Μπολερό, αυτού του πολύ ιδιαίτερου μουσικού κομματιού που ξεκινά από μια πολύ απλή επαναλαμβανόμενη μελωδία η οποία σταδιακά μεταμορφώνεται σε μουσική πανδαισία απελευθερώνοντας όλες τις νότες που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν συμμετείχαν. Σαν οι νότες αυτές να είναι οι ζωές των ανθρώπων που στέκουν στο περιθώριο, αόρατοι, ασήμαντοι για πολλούς, αλλά που κρύβουν μέσα τους ένα τεράστιο απόθεμα δημιουργίας που εκρήγνυται όταν ανακαλύπτουν τη ζεστασιά της αλληλεγγύης, της κατανόησης, της ανθρώπινης επικοινωνίας. Και είναι εκεί σε αυτή τη μεγαλειώδη συνάντηση που ο καλλιτέχνης συνειδητοποιεί τη ματαιότητα της ατομικής ευχαρίστησης και το ανούσιο αυτής, όταν το δημιούργημά του δεν δίνει τη σκυτάλη στους αποδέκτες του να συνεχίσουν το έργο του, ο καθένας με τον δικό του τρόπο, από εκεί που εκείνος το άφησε. Γιατί μέσα από αυτή τη συνέχεια έρχεται η ενότητα,όλοι γίνονται ένα και η μοναξιά, η απώλεια όλων αυτών που θεωρούμε τα πιο σημαντικά στη συμβατική ζωή μας παύουν να καθίστανται τραυματικά, παύουν να μας πληγώνουν, παύουν να αποτελούν το κέντρο της ύπαρξής μας. 

Ο σκηνοθέτης της ταινίας «Ένας Θρίαμβος» ο Εμμανουέλ Κουρκόλ, καταφέρνει για άλλη μία φορά να μας κάνει να συγκινηθούμε, να γελάσουμε, να κλάψουμε με τα μικρά μεγάλα της ζωής μας και να μας μεταδώσει σε μια πολύ ζεστή και ανθρώπινη ταινία πως η τέχνη υπάρχει για να ενώνει, να απελευθερώνει και να μας ταξιδεύει στα ηλιόλουστα μονοπάτια της, εκεί όπου η ματαιότητα των πράξεων που πηγάζει από την εγωκεντρική ματιά μας, παραχωρεί τη θέση της στην παραδοχή της βαθιάς ανάγκης μας για συμπόρευση σε έναν κοινό αγώνα, που η ομορφιά του βρίσκεται στο βίωμα της αρμονικής συνύπαρξης.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: