“Η Πηγή των Παρθένων” – Εξαιρετική ταινία, αξεπέραστος Μπέργκμαν
Άνθρωποι που έχουν μάθει να αποδέχονται τη μοίρα τους, το ριζικό τους, την κοινωνική τους θέση αδιαφορώντας για τη θέση των άλλων, είναι δυνατό να δικαιωθούν;
Ο Μπέργκμαν δεν νιώθει καμία απολύτως υποχρέωση να κάνει τον θεατή να αισθανθεί ευχάριστα…
“Η Πηγή των Παρθένων” / Ίνγκμαρ Μπέργκμαν
Η πίστη, η ηθική, η αθωότητα, η εκδίκηση του ανθρώπου, η απουσία και η σιωπή του Θεού μπαίνουν στο μικροσκόπιο του Μπέργκμαν, ενός κινηματογραφικού δημιουργού που δεν έπαψε ποτέ να έχει το βλέμμα του στραμμένο στην υπαρξιακή αγωνία και εγκατάλειψη του ανθρώπου που βιώνει την επίγνωση της απόλυτης μοναξιάς. Του ανθρώπου που επιχειρεί με πολλούς τρόπους να ξεφύγει από αυτήν, μέσα σε ένα σύμπαν μη φιλικά προσκείμενο προς τον ίδιο, όπου η βία και η σκληρότητα καραδοκούν σε κάθε στιγμή.
Βασισμένη σε σουηδική μπαλάντα του 13ου αιώνα η “Πηγή των Παρθένων” είναι ένα αλληγορικό παραμύθι που η μπεργκμανική τέχνη του προσδίδει διαστάσεις αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, με τη χρήση κινηματογραφικών πρακτικών που δανείζονται μεν από το θέατρο, αλλά που φέρουν τη σφραγίδα της κινηματογραφικής δημιουργίας του μοναδικού αυτού σκηνοθέτη.
Η Κάριν, μια νεαρή κοπέλα, μια παρθένα με αγνή και άδολη ψυχή, πηγαίνει μαζί με την έγκυο υπηρέτριά της την Ίγκερι να παραδώσει κεριά στην εκκλησία, κάτι που σύμφωνα με το έθιμο της περιοχής, μόνο μια παρθένα μπορεί να το κάνει. Όμως, ο ναός βρίσκεται πολύ μακριά από το αγρόκτημα της οικογένειάς της. Στον δρόμο συναντά δύο βοσκούς με τον μικρό τους αδελφό, που της επιτίθενται, τη βιάζουν και τη σκοτώνουν. Στη συνέχεια, οι δράστες ζητούν καταφύγιο στη φάρμα όπου κατοικούν οι γονείς της αδικοχαμένης, χωρίς φυσικά να γνωρίζουν ότι πρόκειται για την κατοικία της κοπέλας που έχουν δολοφονήσει. Ο πατέρας της και η μητέρα της, τους δέχονται στο σπιτικό τους προσφέροντάς τους φιλοξενία, μέχρι που ανακαλύπτουν το φρικτό έγκλημα…
Άνθρωποι εγκλωβισμένοι στις θρησκευτικές προκαταλήψεις, στον φόβο της παντοδυναμίας του Θεού, ενός Θεού που στα δύσκολα απουσιάζει, αλλά που είναι εκεί για να παρακολουθεί και να τιμωρεί αποκλίνουσες σκέψεις και συμπεριφορές που η απόκλισή τους πηγάζει από τις βαθύτερες ανάγκες του ανθρώπου, από τις καταχωνιασμένες σκέψεις και επιθυμίες του που οι συνθήκες δεν του επιτρέπουν να φέρει στην επιφάνεια και να εκφράσει. Ο Μπέργκμαν λέει ότι ο ίδιος ο φόβος κάνει αυτό που φοβάσαι να γίνεται αληθινό. Και αυτό ακριβώς συμβαίνει στην ταινία του. Όλη η μεσαιωνική κοινωνία ζει κάτω από την καταπίεση του φόβου και του θανάτου. Κάτι που κάνει τους ανθρώπους να στραφούν στις ανώτερες δυνάμεις της ύπαρξης ενός Θεού, ο οποίος όμως σιωπά απέναντι στην αδικία, στον φόνο ενός αθώου κοριτσιού, σιωπά όταν ο άνθρωπος κατακλύζεται από το μένος της εκδίκησης και όταν εμποτισμένος από το μίσος και την οργή που του προκαλείται από την αποτρόπαια πράξη των δολοφόνων της κόρης του, ξεπερνά και ο ίδιος κάθε ηθικό φραγμό. Η βία κάνει κύκλους και επιστρέφει στη βία και η πολυπόθητη κάθαρση δεν επέρχεται τελικά, γιατί το σύστημα που είναι υπεύθυνο για τη δημιουργία όλου αυτού του κύκλου της βίας παραμένει αλώβητο… Κάθαρση δεν έρχεται τελικά, γιατί οι αλυσίδες δεν σπάνε…
Τι κι αν ο πρωταγωνιστής – πατέρας παλεύει να ξεριζώσει τη σημύδα, το λεπτό δέντρο στη μέση του πουθενά (από τα ομορφότερα κινηματογραφικά κάδρα, όπου οι χωρικές σχέσεις, καθώς και η προοπτική , αναπαριστώνται και αποδίδονται ακριβώς με τον φυσικό τρόπο που θα τις συνελάμβανε το ανθρώπινο μάτι -εξαιρετικός ο διευθυντής φωτογραφίας, Σβεν Νίκβιστ- μετά από αυτή την ταινία, μόνιμος πλέον συνεργάτης του Μπέργκμαν) και να αυτομαστιγωθεί με τα κλαδιά της σε μια προσπάθεια να εξιλεωθεί πολεμώντας το κακό που είναι έτοιμος κι εκείνος να διαπράξει γιατί μόνο έτσι πιστεύει ότι θα δικαιωθεί η κόρη του και θα αποκατασταθεί το δίκαιο; Άραγε, θα επέλθει τελικά η δικαίωση; Είναι τόσο πιθανό όσο να κινείσαι στο αντίθετο ρεύμα και να περιμένεις να μην συγκρουστείς με το πρώτο όχημα που θα βρεθεί απέναντί σου. Άνθρωποι που έχουν μάθει να αποδέχονται τη μοίρα τους, το ριζικό τους, την κοινωνική τους θέση αδιαφορώντας για τη θέση των άλλων, είναι δυνατό να δικαιωθούν; Επικαλείται τον Θεό ο εξαιρετικός Μαξ φον Σίντοφ στρεφόμενος προς τον ουρανό, μη μπορώντας να κατανοήσει το περίπλοκο της κατάστασης στην οποία έχει βρεθεί.
Πού ξεκινούν και πού τελειώνουν οι διαχωριστικές γραμμές της αθωότητας, της ηθικής και της πίστης; Πόσο αθώα και αγνή είναι η Κάριν που μεγαλώνει με όλη τη φροντίδα και τη στοργή των εύπορων γονιών της, αποδεχόμενη και θεωρώντας φυσιολογική ταυτόχρονα τη θέση της Ίγκερι, της ψυχοκόρης που ζει μαζί με την οικογένεια, αλλά στο περιθώριο αυτής, αφού είναι η κόρη μιας πόρνης και το μέλλον της ίδιας είναι προκαθορισμένο εξαιτίας της κοινωνικής θέσης στην οποία βρίσκεται; Καταδικασμένη ως κόρη πόρνης, η κοινωνία την θέλει και την ίδια πόρνη, και βέβαια η αυτοεκπληρούμενη προφητεία πραγματώνεται. Στα μάτια της αθώας και αγνής Κάριν η Ίγκερι προβάλλει ως το αντίπαλο δέος μιας επιβεβλημένης εξ ορισμού κατάστασης πραγμάτων που η ανατροπή της δεν μπορεί να προέλθει από τον άνθρωπο.
Η ανατροπή βέβαια έρχεται και φυσικά έρχεται από τον άνθρωπο, αλλά όχι ως αποτέλεσμα σκόπιμης παρέμβασης που προέρχεται μετά από σκέψη και περισυλλογή αλλά ως εκτόνωση καταπιεσμένων αρχέγονων ενστίκτων που η χρόνια καταπίεση τους οδηγεί τους ανθρώπους σε αποτρόπαιες πράξεις. Ο Μπέργκμαν δεν νιώθει καμία απολύτως υποχρέωση να κάνει τον θεατή να αισθανθεί ευχάριστα. Το 1960 γυρισμένη η ταινία και οι σκηνές βιασμού και δολοφονίας της κόρης σοκάρουν το κινηματογραφικό κοινό, με αποτέλεσμα σε πολλές πολιτείες της Αμερικής να απαγορευτεί η προβολή της ταινίας.
Παρόλο που αρκετές σκηνές της ταινίας είναι γυρισμένες σε εξωτερικούς χώρους, στα πανέμορφα δάση της Σουηδίας, ωστόσο οι χώροι αυτοί είναι αυστηρά οριοθετημένοι δίνοντας μία αίσθηση αποκλεισμού. Νιώθουμε την αθώα Κάριν εγκλωβισμένη σε ένα υπερπροστατευτικό περιβάλλον, νιώθουμε την Ίγκερι εγκλωβισμένη στο περιβάλλον που η κοινωνική της θέση της έχει ορίσει, νιώθουμε τη μητέρα της Κάριν να δυσανασχετεί από τη εμμονική θρησκοληψία στην οποία της έχουν μάθει να υποβάλλει τον εαυτό της και να αυτοτιμωρείται όταν νιώθει πως τα καταπιεσμένα συναισθήματα της ανεβαίνουν στην επιφάνεια. Ταυτόχρονα να αντλεί λίγη χαρά, μέσα από τη ζωή της κόρης της που το νεαρό της ηλικίας της της επιτρέπει να αποκλίνει από τις κοινωνικές νόρμες και μέσα από αυτές τις μικρές αποκλίσεις, να ζωντανεύει ψυχικά και η μητέρα. Νιώθουμε τον πατέρα να υπηρετεί τον ρόλο του αφέντη και όταν οι καταστάσεις φτάνουν στο απροχώρητο και ανατρέπεται η κανονικότητα της οικογενειακής ισορροπίας, να ξεπερνά κάθε ηθικό φραγμό, εμποτισμένος από το μίσος, την εκδίκηση και το άδικο μιας κοινωνίας, από την οποία οι οριοθετημένες γραμμές που του έχουν προκαθοριστεί να ζει δεν του επιτρέπουν να τη γνωρίσει και να επιχειρήσει να την κατανοήσει. Νιώθουμε την ανημπόρια του και την τραγικότητα της ύπαρξής του που απορρέει μέσα από αυτή. Δεν μπορεί να κατανοήσει την αδικία που έχει διαπραχθεί εις βάρος της κόρης του, δεν μπορεί να αποδεχτεί τον δικό του ρόλο και τις δικές του ευθύνες μέσα σε όλο αυτό και έτσι αναπόφευκτα οδηγείται στην αδυναμία αμφισβήτησης της ύπαρξη μιας άλλης δύναμης έξω από αυτόν που κινεί τα νήματα και καθορίζει το μέλλον και τις ζωές των ανθρώπων…
Ο κυριολεκτικός Μεσαίωνας στον οποίο χρονικά τοποθετείται η ταινία του Μπέργκμαν με τη σκηνοθετική δεινότητα αυτού του δημιουργού, μεταφέρεται στο σήμερα, όπου με άλλα μάτια πλέον παρακολουθούμε την ταινία διαπιστώνοντας ότι σε κάθε εποχή οι αθώοι και οι ευάλωτοι είναι τα θύματα μιας κατάστασης που ερήμην τους αφήνουν να διαιωνίζεται, αδυνατώντας να βρουν τις διεξόδους διαφυγής από αυτήν.
Η ταινία βραβεύτηκε με Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας στην τελετή του 1961 και προβάλλεται με νέες αποκατεστημένες κόπιες αποκλειστικά στην Ανδόρα.