Η Ιστορία της Πράσινης Γραμμής – Μια νέα κυπριακή ταινία στους κινηματογράφους
Η Ιστορία της Πράσινης Γραμμής, του Πανίκκου Χρυσάνθου, θα προβάλλεται από τις 17 Ιανουαρίου στον κινηματογράφο τέχνης Studio στην Αθήνα.
Μια κυπριακή ταινία, Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΡΑΣΙΝΗΣ ΓΡΑΜΜΗΣ του Πανίκκου Χρυσάνθου, προβάλλεται από τις 17 Ιανουαρίου στον κινηματογράφο τέχνης Studio στην Αθήνα. Πρόκειται για μια συμπαραγωγή Κύπρου και Ελλάδας, που υποστηρίχτηκε από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, το ευρωπαϊκό ταμείο Eurimages, την ΕΡΤ, το ΡΙΚ και το πρόγραμμα Media. Η ταινία γυρίστηκε καθ’ ολοκληρίαν στην Κύπρο και ειδικά στην πράσινη γραμμή της Λευκωσίας.
Είναι μια ιστορία της νεκρής ζώνης. Ο Κύπρος, ένας Ελληνοκύπριος στρατιώτης, που στέλλεται να υπηρετήσει στην «πράσινη γραμμή» της Λευκωσίας, ανακαλύπτει ότι ένας από τους απέναντι στρατιώτες, ο Μουράτ, μένει στο σπίτι του. Ο πόλεμος ανάγκασε και τους δυο να μετακινηθούν – τον Κύπρο από το βορρά στο νότο και τον Μουράτ από το νότο στο βορρά. Όταν ο Μουράτ πάει με άδεια στο χωριό, φέρνει στον Κύπρο ένα δώρο από το σπίτι του, μιαν οικογενειακή φωτογραφία, η οποία ξυπνά τα φαντάσματά του. Μέσα είναι ο σκοτωμένος του πατέρας και η κοπέλλα που αγαπούσε. Όταν ο Μουράτ του προτείνει να κάμουν από ένα κρυφό ταξίδι ο καθένας στην «άλλη πλευρά», ο Κύπρος δέχεται χωρίς να σκεφτεί τις συνέπειες.
Στους κύριους ρόλους βρίσκουμε τους ηθοποιούς Μιχάλη Σοφοκλέους, Cihan Tariman, Matthias Lier, Μαρία Μουστάκα, Αντρέα Τσουρή, Θεόδωρο Μιχαηλίδη, Baris Refikoglu, Αχιλλέα Γραμματικόπουλο, Γιάννα Λευκάτη, Δημήτρη Ξύστρα, Erdogan Kavaz, Αντρέα Αργυρίδη, Σκεύο Πολυκάρπου και Σίμο Τσιάκκα.
Η φωτογραφία είναι του Νίκου Καβουκίδη, η μουσική του Μιχάλη Χριστοδουλίδη, το μοντάζ του Κύρου Παπαβασιλείου,ο ήχος του Ντίνου Κίττου, τα κοστούμια της Κικής Μήλιου και η σκηνογραφία του Πάρη Μανώλη.
Στην Κύπρο η ταινία προβαλλόταν για ένα μήνα σε όλες τις πόλεις.
Το trailer της ταινίας:
Ανθολόγιο απόψεων για την ταινία
Η ταινία με καθήλωσε. Ο Πανίκκος Χρυσάνθου κατάφερε να δημιουργήσει μία ταινία με ατόφια κυπριακή ταυτότητα. Που αναδεικνύει απόλυτα χωρίς να κάνει προπαγάνδα την τραγική μοίρα των ανθρώπων όταν γίνονται υποκείμενα εκείνων που κινούν τα πιόνια στη σκακιέρα. Τοποθετημένη χρονολογικά στα πρώτα χρόνια μετά την εισβολή, πριν την ανακήρυξη του ψευδοκράτους, όταν ακόμα οι Κύπριοι είχαν νωπές τις μνήμες των κριμάτων τους εκείνων που κατέστρεψαν την πατρίδα τους. Με ιδιαίτερη μαεστρία διαχειρίζεται και αναδεικνύει τις διαφορές κουλτούρας των Κυπρίων, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων από εκείνες των «μητέρων πατρίδων». Χωρίς να τις προσβάλλει από τη μια και χωρίς να κάνει προπαγάνδα από την άλλη. Θαυμάσιες ερμηνείες από τους Κύπριους ερμηνευτές. Ορισμένες σκηνές, όπως εκείνη της συνάντησης του πρωταγωνιστή “Κύπρου” με τον νεκρό πατέρα του κάτω από την ολάνθιστη αμυγδαλιά, εξαιρετικές. Το φινάλε, ένα όνειρο μετέωρο στο χρόνο, με το συναπάντημα των συχωριανών του μικτού χωριού, άλλοι ζωντανοί κι’ άλλοι νεκροί μια σιωπηρή ελεγεία στον πόθο της επανένωσης του τόπου… Θέλω να το ξαναδώ. (Γιώργος Πίττας)
—
Νοιώθω έντονη ακόμη τη συγκίνηση έντονη την ανάγκη να φωνάξω φτάνει πια να πονάει άλλο αυτός ο τόπος ,να μοιράζονται οι άνθρωποι. Φτάνει να αφήνουμε τον εθνικισμό και την αρρωστημένη μισσαλοδοξία να μας διαλύει. Πανίκκο Χρυσάνθου μου μπράβο σε σένα και σε όλους τους συνεργάτες σου για την πραγματικά εξαίρετη ταινία που κάνατε και για όλα αυτά τα μηνύματα που περάσατε μέσα απο ένα υπεροχο μαγικό τρόπο. (Άντρη Δημητρίου)
—
Παρακολούθησα απόψε τη νέα ταινία του Πανίκκου Χρυσάνθου. Είναι πιστεύω η πιο ώριμη και πιο δυνατή δουλειά που έκανε ποτέ. Μια γροθιά στο διαχωρισμό και τη λογική του. Ο Νίκος Αναστασιάδης και ο Μουσταφά Ακιντζι να πάνε μαζί να το παρακολουθήσουν και την επόμενη να παν πίσω στις συνομιλίες και να φέρουν τη λύση. Την ταινία να παρακολουθήσουν όλα τα σχολεία της Κύπρου και στις δύο κοινότητες. Μπράβο Πανίκο. (Χάρης Ψάλτης)
—
Πήγα να τη δω με πολύ ψηλές προσδοκίες. Τις ξεπέρασε!!!! (Μαίρη Μαχαιρά)
—
Αξίζει πραγματικά να το δείτε! Ήμουν στην πρώτη προβολή αγγίζει πραγματικές ιστορίες με τρόπο, να μην ειναι καταθλιπτικό αλλα να θελεις να δεις το παρακάτω!
Και πανω απ’ολα το δίδαγμα. ..ΟΧΙ ΠΙΑ ΑΛΛΟ ΜΙΣΟΣ για χατίρι των γενιών που έρχονται! (Χριστίνα Παύλου Σολωμή Πατζιά)
—
Ο Πανίκος Χρυσάνθου αποτελεί μέρος μιας φαινομενικά ιδιόρρυθμης, βαθύτατα κυπριακής, αλλά και ευρύτερα ιστορικής παράδοσης. Αν το δούμε με τους ευρύτερους όρους της νεωτερικότητας παγκόσμια, είναι ένας καλλιτέχνης, ο οποίος αγωνίζεται συνειδητά για προσφέρει μέσα από το έργο του μια αισθητική πρόταση ως απάντηση σε ένα φαινομενικό αδιέξοδο στην πραγματικότητα. Αν ήταν να χρησιμοποιήσουμε ένα τον ορό του Γκράμσι για τη διανόηση, θα του αποδίδαμε με σιγουριά τον όρο του οργανικού διανοούμενου. Η κυπριακότητα και η ιδιομορφία βρίσκονται στην τοπική εκδοχή αυτού του παγκόσμιου φαινομένου. Στην Κύπρο αυτοί που αμείβονται συνήθως για την παραγωγή είτε γνώσης, είτε μορφών τέχνης είναι άτομα που προσέχουν να κρατούν ισορροπίες με την εξουσία [και όχι απλώς την εμφανή αλλά και τη βαθειά εξουσία των αόρατων κατεστημένων]. Στην Κύπρο, και ιδιαίτερα στην ελληνοκυπριακή κοινότητα, η αντιπαράθεση με την ηγεμονική ιδεολογία στις διάφορες παραλλαγές της, έχει κόστος – το 1930 αφορίστηκε ο Τ. Ανθίας, το 1948 εκδιωχθηκαν καθηγητές από σχολεία γιατί «δεν συμμορφώθηκαν προς τα υποδείξεις» [την υπογραφή δηλώσεων «πίστεως» στην κυβέρνηση των Αθηνών [την οποία στήριζαν οι εν Κύπρο αποικιοκράτες] στον εμφύλιο, και από τότε η ελληνοκυπριακή εκπαίδευση παρέμεινε ένας χώρος, όπου η υποταγή εθεωρείτο μέρος του εκπαιδευτικού έργου… Και παρά τις αλλαγές που ακολουθήσαν, ένα βαθύ κατεστημένο παρέμεινε και στην εκπαίδευση και στα πολιτιστικά. Μέχρι και η ίδρυση Πανεπιστημίου, μια απλή διαδικασία σε άλλες χώρες, έγινε μετά από αγώνες και πιέσεις, και έγινε στόχος/αντικείμενο υστερίας – για να αποτραπεί. Μέχρι και απειλές για αφαίρεση τηβέννων ακούσαμε για όσους δεν συμμορφώνονταν. Μέχρι και υπουργοί Παιδείας που τολμήσαν να προωθήσουν αλλαγές [όπως ο Σοφιανός και ο Δημητρίου] δέχτηκαν τις ανάλογες επιθέσεις…
Σε αυτό το πλαίσιο, ο Π. Χρυσάνθου κουβαλά μια κυπριακότητα, βαθιά ριζωμένη στην πραγματικότητα [ιστορική και βιωματική] η οποία φαίνεται να απειλεί το κατεστημένο. Εστω και η αντίθεση, πια, ανάμεσα στο διεθνές και τοπικό όσον αφορά στην ηγεμονική ιδεολογία αποκτά κωμικές διαστάσεις… … Η ιδιορρυθμία του είναι η επιμονή στην προβολή του αποκλεισμένου. Και πλήρωσε και αυτός το απαραίτητο κόστος. Το αριστούργημά του, ο «Ακάμας» έγινε στόχος, και από τότε πληρώνει, και ως σκηνοθέτης το τίμημα του οράματος που θέλει να καταγράψει σαν αισθητικό βίωμα… και ως παρέμβαση… Αλλωστε ήταν από τους πρώτους που έθεσε με σαφήνεια το ζήτημα ύπαρξης αυτόνομου κυπριακού κινηματογράφου..
Το ότι επιμένει με ένα πείσμα που θυμίζει το αίσθημα του ιστορικού καθήκοντος, δεν είναι μόνο πολιτικό – φαίνεται να αναδύεται από μια εικόνα, παράλληλη, υπαρκτή και υπόγεια στην ίδια την πραγματικότητα, που επιμένει να είναι εκεί, παρά τις υστερίες και τις λογοκρισίες της επιφάνειας..
Η «Ιστορία της Πράσινης Γραμμής» φαίνεται να ακολουθεί το δρόμο που άνοιξε με τα προηγούμενα έργα του – μια διερεύνηση του τραύματος του διαχωρισμού με φόντο από τη μια την κυπριακή ιστορία από τη δεκαετία του 1950 [όπως στον Ακάμα] και του 1960 [όπως στην «Λεπτομέρεια στην Κύπρο»], και από την άλλη την πραγματικότητα του φυσικού χώρου, αλλά και των καθημερινών ιστοριών που δεν χωρούν στα κουτούθκια του διαχωρισμού.. (Αντρέας Παναγιώτου, Δεύτερη Ανάγνωση 27.03.2017 “Υπάρχει κυπριακός κινηματογράφος και είναι δικοινοτικός”
—
Την ιστορία αυτής της (πράσινης) δικής μας γραμμής αναπτύσσει με τρυφερότητα, με χιούμορ, με ιστορικές αναδρομές, με πολλά συναισθήματα στην ταινία του ο Πανίκκος Χρυσάνθου. Μια ταινία απ’ αυτές που θα έπρεπε να βλέπουμε συχνά και η οποία όμως αποτελεί ουσιαστικά την εξαίρεση σ’ ένα περιβάλλον που δείχνει να αναπολεί τις μάχες που τη χάραξαν. Αξίζει! Όχι ως προς τα πολιτικά της μηνύματα αλλά κυρίως ως προς το δίωρο εκείνο που προσφέρει στον καθένα τη δυνατότητα να ανταμώσει με τον εαυτό του και να επαναπροσδιοριστεί.
Η δική μας γραμμή είναι πράσινη. Και για πρώτη φορά σκεφτόμουν πως αυτό δεν έχει να κάνει με το μελάνι που χρησιμοποίησαν οι Εγγλέζοι χαράζοντάς την. Είναι πράσινη γιατί στην πραγματικότητα κρύβει μέσα της την ελπίδα ότι κάποια στιγμή θα πάψει να υπάρχει. Κι ίσως γιατί οι άνθρωποι δεν κατάφεραν ποτέ να την αποξενώσουν από τη φύση αλλά και την ανάγκη τους να έρθουν σε επαφή με το άλλο μισό… (Γιώργος Κασκάνης, Αρχισυντάκτης εφημερίδας Πολίτης)
—
Αυτή είναι η δική μας ιστορία. Όλων μας. Η ιστορία της Κύπρου και των Κυπρίων. Σακούλες με άμμο, συρματοπλέγματα, νεκρή ζώνη. Χόρτα που μεγαλώνουν άναρχα στα χαλάσματα της νεκρής ζώνης. Θα κοιτάς αυτή την εικόνα πότε ακούγοντας τη φωνή του μουεζίνη και πότε τον ήχο της καμπάνας. Αν θέλετε να βρείτε τον εαυτό σας σε αυτή την ιστορία, θα βγείτε για περπάτημα στην Πράσινη Γραμμή με τον Πανίκκο Χρυσάνθου. Και ξαφνικά θα σταματήσετε ανάμεσα σε δύο σκοπιές, δύο φυλάκια. Στη μια σκοπιά Τουρκοκύπριος στρατιώτης. Στην άλλη Ελληνοκύπριος στρατιώτης. Ο ένας απέναντι στον άλλον. Ανάμεσά τους μόνο μια απόσταση πέντε-δέκα βήματα. Συζητούν. Ο Τούρκος ξέρει λίγα ελληνικά και ο Έλληνας λίγα τουρκικά. Κάποτε αφήνουν τα όπλα τους στη σκοπιά και συναντιούνται στη μέση. Σαν δύο αδέλφια, όχι σαν δύο εχθροί. Δίδουν ο ένας στον άλλο τσιγάρα, φάρμακα κ.λπ. Σε αυτό ακριβώς το σημείο θα σταθείς και θα σκεφτείς. Ποιος μας έκανε εχθρούς; Ποιος μας έβαλε στο χέρι αυτά τα όπλα για να σκοτωνόμαστε μεταξύ μας; Ο Πανίκκος θα μας δείξει περισσότερα. Κοιτάξτε. Ποιος είναι αυτός που βλέπετε; Ο Τούρκος διοικητής. Έκανε έφοδο στον Τούρκο σκοπό στο φυλάκιο. Σίγουρα τον έσπρωξε ο διάβολος. Και έπιασε τον στρατιώτη μας καθώς αγκαλιαζόταν με τον Ελληνοκύπριο στρατιώτη. Λύσσαξε από οργή. Έβγαλε το όπλο του και το ακούμπησε στο σβέρκο του στρατιώτη. Η καρδιά σας χτυπάει από αγωνία, έτσι δεν είναι; Θα τον πυροβολήσει ή όχι; Δεν τον πυροβολεί. Αλλά με τις δύο επιλογές που του δίνει είναι σαν να τον πυροβολεί. «Είτε θα πεθάνεις εσύ, είτε θα πεθάνει αυτός, διάλεξε», του λέει. Αυτό μου θύμισε την «Επιλογής της Σοφίας». Ο Γερμανός ναζί διοικητής θα πάρει και θα σκοτώσει το ένα από τα δύο παιδιά της στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως και λέει στη Σοφία «διάλεξε». Πώς να κάνει τέτοια επιλογή η καημένη η μάνα; Πώς να θυσιάσει το ένα της παιδί; Αλλά, αν δεν το κάνει, θα πεθάνουν όλοι. Ο στρατιώτης μας κοιτάει με φόβο και δισταγμό τον διοικητή που του ακούμπησε το πιστόλι στο σβέρκο. Το αίμα παγώνει και δυστυχώς δεν μπορεί να ρισκάρει να πεθάνει. Για να σώσει τη δική του ζωή αποφασίζει να σκοτώσει τον Ελληνοκύπριο στρατιώτη, τον οποίο αγαπούσε σαν αδελφό και λίγο πριν αγκάλιαζε. «Άντε, φώναξέ τον να έρθει», τον διατάζει ο διοικητής του. Τον φωνάζει. Ο στρατιώτης έρχεται από την απέναντι πλευρά γελώντας με χαρά, όπως πάντα. Άοπλος. Αλλά αυτή τη φορά ο δικός μας κρατάει όπλο. Ο Ελληνοκύπριος στρατιώτης, που είδε ότι όπλισε το όπλο αυτό, νομίζει ότι αστειεύεται. «Μα τι κάνεις μωρέ;», του λέει.
Ο Πανίκκος δεν θέλει να μας πλακώσει αμέσως η απαισιοδοξία και να εγκαταλείψουμε αυτό το φυλάκιο. Παρά το γεγονός ότι συντελέστηκε ένα ύπουλο έγκλημα εδώ, δεν τελειώνει η φιλία των Τούρκων και των Ελλήνων σκοπών, ο διάλογός τους και οι συναντήσεις τους στη νεκρή ζώνη. Ύστερα, δύο σκοποί γίνονται πιο στενοί φίλοι. Και όταν πιάνουν την κουβέντα, αποδεικνύεται ότι ο Έλληνας στρατιώτης ήταν ερωτευμένος με ένα κορίτσι Τουρκάλα ονόματι Γκιουλ. Ο δικός μας φέρνει την Γκιουλ στο φυλάκιο και κανονίζει να συναντηθούν. Μάλιστα κάνουν έρωτα και κάπου μέσα στα χαλάσματα. Η φιλία προχωράει πολύ. Ο Τούρκος σκοπός περνά τον Έλληνα στρατιώτη στον βορρά μια μέρα που είχε άδεια και αργότερα ο Έλληνας περνάει τον Τούρκο στον νότο. Μήπως ήταν τόσο εύκολο να τολμήσει να το κάνει κάποιος αυτό στα τέλη της δεκαετίας του 1970;
Να μην διηγηθώ περισσότερο. Βγείτε και εσείς σε αυτό το ταξίδι με τον Πανίκκο και δέστε το. Ζήστε το και εσείς με εκείνα τα θαυμάσια ελληνικά τραγούδια και τα μοιρολόγια. «Η Ιστορία της Πράσινης Γραμμής». Η δεύτερη ταινία του Πανίκκου Χρυσάνθου. Διαρκεί περίπου δύο ώρες. Μια ταινία που θα παρακολουθήσετε με κομμένη την ανάσα και θα θέλετε να μην τελειώσει. Μετά την πρώτη του ταινία, τον «Ακάμα», βρήκαμε τον Πανίκκο πιο ώριμο, πιο τελειοποιημένο. Δεν έχω καμία απολύτως αμφιβολία ότι στο μέλλον θα ξεπεράσει και αυτή του την ταινία. Σε αυτήν υπάρχει η αύρα του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν και η αύρα του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Μας το έδειξε αυτό στο πανί. Γνωρίσαμε λίγο πιο πολύ τον εαυτό μας. Του χρωστάμε ένα ευχαριστώ όλοι. (Shener Levent, Στην τουρκοκυπριακήν εφημερίδα «Afrika”)