“Joker: Τρέλα για Δύο / Joker: Folie à Deux” του Τοντ Φίλιπς (2024)

Ο Χοακίν Φίνιξ καταφέρνει να καλύψει τα σκηνοθετικά και σεναριακά κενά της ταινίας. Ένα σπάνιο υποκριτικό ταλέντο που αξίζει να το απολαύσουμε στη νέα ταινία του Τοντ Φίλιπς, όπως άλλωστε το είχαμε απολαύσει και στην προηγούμενη.

Είναι πολύ πιθανό να κουράσει. Για την ακρίβεια, κουράζει. Γιατί τα μουσικοχορευτικά δρώμενα που λαμβάνουν χώρα στις φαντασιώσεις των πρωταγωνιστών, Φίνιξ και Γκάγκα, απλώνονται πολύ, αφαιρώντας από τα δραματουργικά στοιχεία και τις συναισθηματικές κορυφώσεις που θα συνόδευαν αυτά, και διαμορφώνουν μία επίπεδη κινηματογραφική αφήγηση που στερεί πολλά από τη σημαντικότητα του θέματος που ο σκηνοθέτης, Τοντ Φίλιπς, επιχειρεί να αναδείξει. Που δεν είναι άλλη από την προσποίηση. Από την αναπαράσταση μιας μη πραγματικής ζωής. Από τη φαντασίωση του έρωτα…

Όμως…

Δεν σταματάμε καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας να έχουμε στραμμένο το βλέμμα μας στον Χοακίν Φίνιξ. Τις δύο προσωπικότητές του. Να τις διερευνούμε. Τον Άρθουρ Φλεκ και τον Τζόκερ. Που η δεύτερη προσπαθεί να ορατοποιήσει την πρώτη. Μέσα από το βίαιο και εγκληματικό της στοιχείο, αυτό που το αιμοδιψές πλήθος λαχταρά να δει για να εκτονώσει όλη τη συσσωρευμένη καταπίεση που δέχεται από μια κοινωνία βουτηγμένη στην κρατική βία. Δεν σταματάμε διαρκώς να παρακολουθούμε τις ατέρμονες προσπάθειες του Άρθουρ να υποδυθεί έναν εαυτό που το πλήθος λαχταρά να δει. Έναν εαυτό που τον κουβαλά, που τον μισεί, αλλά που δεν μπορεί να απαλλαχτεί από αυτόν. Γιατί αυτός είναι που αρέσει. Αυτός είναι ερωτεύσιμος. Αυτός είναι που μπορεί να αντιπαρατεθεί χωρίς κανέναν φόβο στην έννομη βία. Αυτός είναι που μπορεί να ποδηγετήσει τα πλήθη που έχουν πάψει να αναζητούν τις λύσεις στην ομαδικότητα, στις ειλικρινείς σχέσεις, στην ανάληψη δράσεων που θα φιλτράρονται μέσα από ατομικές και συλλογικές διεργασίες. Ο καθένας μόνος πλέον και όλοι μαζί ένα πλήθος, όπου η ζωή αντιμετωπίζεται ως μία θλιβερή προσομοίωση. Προσομοιώνονται οι κοινωνικοί αγώνες, ο έρωτας, οι ειλικρινείς βαθιές ανθρώπινες σχέσεις. Ο καθένας αποτελεί σκιά του εαυτού του.

Δεν είναι που ο Άρθουρ Φλεκ δεν καταφέρνει να σπάσει τα δεσμά της ανυπόφορης μοναξιάς του. Δεν είναι που δεν καταφέρνει να ξεφύγει από τη μίζερη πραγματικότητα μιας ζωής που όλο και περισσότερο μέρα με τη μέρα βυθίζεται σε αυτήν. Δεν είναι που δεν καταφέρνει να αγαπηθεί γι’ αυτό που είναι, αλλά αγαπιέται για αυτό που οι άλλοι φαντασιώνονται ότι θα θέλανε να είναι. Είναι το πιο τραγικό που αναδεικνύει. Είναι ότι μία μεγάλη μερίδα της κοινωνίας είναι βουτηγμένη μέσα στην ανειλικρίνεια, στην προσποίηση, στο ψέμα, αναζητώντας εμμονικά τα εξιλαστήρια θύματα για να τα ηρωποιήσει, για να μετατρέψει το ψέμα της σε αλήθεια, τη μιζέρια της σε επαναστατική πράξη. Είναι που ο Χοακίν Φίνιξ, ο Άρθουρ, καταφέρνει να εκφράσει τον βαθύ διχασμό και κατακερματισμό της προσωπικότητας του, ζώντας σε μία κοινωνία που έχει ενσωματώσει χωρίς η ίδια να το συνειδητοποιεί όλες τις πρακτικές και τους μηχανισμούς της βίας που το ίδιο το κράτος αναπαράγει. Ακόμα και στις διαπροσωπικές σχέσεις. Είναι που στο πρόσωπό του αντιλαμβανόμαστε διαρκώς τις ψυχολογικές του διακυμάνσεις, τις αντιφάσεις του, τις ενοχές του, την ανυπόφορη κούραση του, να αναζητά τρόπους και να καταφεύγει στους πιο ανορθόδοξους τελικά, χωρίς την παραμικρή έξωθεν ουσιαστική βοήθεια που θα του έδινε την ώθηση να βγει από την εσωτερική κόλαση που ζει.

Είναι που ο εξαιρετικός αυτός ηθοποιός καταφέρνει να βρει σε εμάς, την κατανόηση που δεν καταφέρνει να βρει στην εικονική ζωή, τη δική του και των άλλων. Και για αυτό και μόνο τον λόγο, νομίζω ότι αξίζει να δει κανείς την ταινία. Γιατί συμπάσχει και κατανοεί…Διόλου εύκολο, κανένα από τα δύο…

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: