Judas and the Black Messiah – Eπανάσταση και τριάκοντα αργύρια
Το “Judas and the Black Messiah” δεν είναι η ταινία που θα σας μάθει τι ήταν οι Μαύροι Πάνθηρες,είναι όμως μια πειστική και τίμια αναπαράσταση μιας ειδεχθούς κρατικής δολοφονίας, με δράστη την ηγέτιδα δύναμη του “ελεύθερου κόσμου” ενάντια στην “καταπίεση του σιδηρού παραπετάσματος”
Προσοχή σπόιλερ
Η κυκλοφορία ταινίας για το ριζοσπαστικό κίνημα των μαύρων της Αμερικής -με λιγοστές εξαιρέσεις- δεν είναι κάτι που συμβαίνει κάθε μέρα, καθώς οι liberal ευαισθησίες του Χόλιγουντ για το ζήτημα συνήθως εξαντλούνται σε πολιτικά πιο ανώδυνες κινηματογραφικές ενασχολήσεις με τη “μη βίαιη” εκδοχή του αγώνα των Αφροαμερικανών στις δεκαετίες ’50-’70. Από αυτή την άποψη, μια ταινία για τους Μαύρους Πάνθηρες είναι από μόνη της αξιοπρόσεχτο γεγονός. Ακόμα πιο αξιοσημείωτο είναι επίσης, πως στο επίκεντρό της βρίσκεται μια από τις λιγότερο γνωστές μορφές του κινήματος, ο Φρεντ Χάμπτον -όσοι είδατε τη “Δίκη του Σικάγο”, ίσως να θυμάστε τον νεαρό πίσω από τον Μπόμπι Σιλ να του δίνει συμβουλές ελλείψει δικηγόρου. Η παρουσία του Χάμπτον στη δίκη είναι στοιχείο ποιητικής αδείας, όχι όμως και η δολοφονία του νεαρού πάνθηρα, που επίσης αναφέρεται στην ταινία. Ούτε η ιδιότητα του δολοφονημένου άντρα, ως επικεφαλής του παραρτήματος του Ιλινόις του Κόμματος των Μαύρων Πανθήρων.
Ως ένας από τους πιο χαρισματικούς ηγέτες του κινήματος, ο Χάμπτον βρέθηκε από πολύ νεαρή ηλικία στο στόχαστρο του FBI, που, όπως δείχνει η ταινία, βασισμένη σε μαρτυρίες αυτοπτών, αλλά και στοιχεία που βγήκαν αργότερα στην επιφάνεια, διοργάνωσε τη φυσική του εξόντωση, αφότου νωρίτερα είχε αποτύχει να τον βάλει για πολλά χρόνια στη φυλακή με στημένες κατηγορίες. Ο σκηνοθέτης Shaka King επιλέγει να αφηγηθεί με έναν ανορθόδοξο τρόπο την ιστορία της δολοφονίας του Χάμπτον, μέσα από τα μάτια του καταδότη του, Γουίλιαμ Ο’ Νιλ. Ο μόλις 17 χρονών τότε Ο’ Νιλ, με ήδη πλούσιο ποινικό μητρώο, είχε συλληφθεί επειδή έκλεβε αυτοκίνητα παριστάνοντας τον πράκτορα του FBI. Για να γλιτώσει τη φυλακή, ο νεαρός κακοποιός δέχεται να διεισδύσει στους Μαύρους Πάνθηρες, δίνοντας πληροφορίες για τη δράση τους στο FBI, καθώς, όπως φαίνεται και από την ταινία, αντιμετωπίζονταν ως νο1 εσωτερικός εχθρός των ΗΠΑ.
Ο πληροφοριοδότης καταφέρνει να κερδίσει την εμπιστοσύνη των Πανθήρων και προσωπικά του Χάμπτον, αποκτώντας τη θέση του επικεφαλής της ασφάλειας του ηγέτη, έχοντας πρόσβαση σε πολλά σπίτια μελών και γιάφκες της οργάνωσης στο Σικάγο. Στην ταινία, ο Ο’ Νιλ μοιάζει να έχει επιφυλάξεις για το ρόλο του, και να γοητεύεται σταδιακά από τον Χάμπτον και τα απελευθερωτικά κηρύγματα των Πανθήρων, την ίδια στιγμή που δίνει συνεχώς πληροφορίες στο FBI, και σε μια σκηνή εμφανίζεται να προσπαθεί να παρασύρει την οργάνωση σε προβοκάτσια. Η προσπάθειά του να ξεφύγει από το ρόλο του χαφιέ πέφτει στο κενό, λόγω των απειλών του FBI να τον κλείσουν φυλακή, των χρηματικών απολαβών και της πλύσης εγκεφάλου που του κάνει η υπηρεσία μέσω του προϊσταμένου του πράκτορα Μίτσελ. Εκείνος, σε μια παραλλαγή της θεωρίας των δύο άκρων, προσπαθεί να πείσει τον Ο’ Νιλ ότι οι Πάνθηρες “είναι το ίδιο με την Κου – Κλουξ – Κλαν” και προειδοποιεί πως θα έχει την άσχημη τύχη άλλων προδοτών της οργάνωσης, που δολοφονήθηκαν φριχτά, άσχετα που -τουλάχιστον στην περίπτωση που δείχνει η ταινία- ως δράστες – “τιμωροί” εμφανίζονται και οι ίδιοι πληροφοριοδότες της αστυνομίας. Τελικά, ο Ο’ Νιλ γίνεται συνεργός στην κυριολεκτικά μαφιόζικη εκτέλεση του Χάμπτον κι ενός ακόμα συντρόφου του, παραδίδοντας την κάτοψη του διαμερίσματος όπου ζούσε ο ηγέτης των Πανθήρων με την έγκυο φίλη του και πιθανόν -όπως υπαινίσσεται μια σκηνή της ταινίας- ναρκώνοντας τον Χάμπτον ώστε να μην αντιδράσει τη στιγμή της νυχτερινής εισβολής του FBI στο σπίτι (ο ίδιος ο Ο’ Νιλ αρνούνταν ότι έριξε βαρβιτουρικά στο ποτό του Χάμπτον, τα οποία ωστόσο ανιχνεύτηκαν στις τοξικολογικές εξετάσεις του νεκρού, ο οποίος ήταν γνωστό ότι δεν λάμβανε αγωγή ή ουσίες τον καιρό της δολοφονίας του).
Είναι άγνωστο κατά πόσον η εσωτερική πάλη του Ο’ Νιλ στο έργο ανταποκρίνεται στην ιστορική πραγματικότητα. H μοναδική συνέντευξη που έδωσε ποτέ (μικρό απόσπασμα της οποίας προβάλλεται στο τέλος της ταινίας) δείχνει ότι σε γενικές γραμμές δε μετάνιωνε για την εμπλοκή του με το FBI, νιώθοντας μάλιστα κατά διαστήματα περήφανος γι’ αυτή, υποστηρίζοντας πως δεν είχε ιδεολογική συνάφεια με τους Πάνθηρες. Δήλωνε ωστόσο σοκαρισμένος και οργισμένος για το θάνατο του Χάμπτον, που περιέγραφε με τα καλύτερα λόγια ως άνθρωπο, υποστηρίζοντας πως δε γνώριζε εκ των προτέρων για την έφοδο, αν και παραδεχόταν πως είχε συμβάλει σε αυτήν παραδίδοντας τα σχέδια του διαμερίσματός του. Η μόνη ένδειξη για τις ερινύες που τον βασάνιζαν ήταν η αυτοκτονία του το 1990, ακριβώς την ίδια μέρα που προβλήθηκε η επίμαχη συνέντευξή. Οι βιβλικές συμπτώσεις, που αντανακλώνται στον τίτλο ταινίας, βρίσκουν σημειολογική αποτύπωση και στο γεγονός πως το σύνηθες ποσό που λάμβανε ο Ο’ Νιλ για τις υπηρεσίες του ανερχόταν σε 300 δολάρια, παραπέμποντας φυσικά στα τριάκοντα αργύρια του Ισκαριώτη.
Περισσότερο κοντά στα πραγματικά γεγονότα φαίνεται πως είναι η απεικόνιση του ίδιου του Χάμπτον, ως ενός απόλυτα αφοσιωμένου επαναστάτη, που γνώριζε ότι θα πεθάνει νωρίς, αλλά αρνήθηκε να διαφύγει στο εξωτερικό όταν του δόθηκε η δυνατότητα. Οι ηγετικές του ικανότητες, η ρητορική του δεινότητα και οι προσπάθειές του να διαδώσει τα διάσημα σε όλες τις ΗΠΑ πρότζεκτ των πανθήρων, όπως τα δωρεάν παιδικά γεύματα και οι κλινικές, αλλά και να πετύχει σε ταξική βάση μια συμμαχία όχι μόνο με άλλες οργανώσεις μαύρων που ως τότε κινούνταν στον υπόκοσμο, αλλά ακόμα και με νοσταλγούς των Νοτίων του Αμερικανικού Εμφυλίου, αποδίδονται με αρκετή πιστότητα, αν και όχι σε ιδιαίτερο βάθος. Επιπλέον, αν και η ταινία δεν κρύβει την πίστη του Χάμπτον στην προλεταριακή επανάσταση και την αντικαπιταλιστική του ρητορική, βάζει τον πρωταγωνιστή να αναιρεί την κυριολεξία των λεγομένων του (“περισσότεροι μπάτσοι νεκροί, περισσότερη ικανοποίηση”), σε μια προφανή υπενθύμιση ότι πρόκειται για χολιγουντιανή παραγωγή με οσκαρικές φιλοδοξίες που δε θέλει να “τρομάξει” υπερβολικά το ακροατήριό της. Όσο για την εξερεύνηση της προσωπικής ζωής του Χάμπτον, που εκτυλίσσεται στη βάση της σχέσης του με τη συναγωνίστριά του Ντέμπορα Τζόνσον, αποτυπώνει τρυφερά, αλλά και φευγαλέα την “ανθρώπινη” πλευρά του επαναστάτη, ενώ ακροθιγώς μια στιχομυθία του ζευγαριού για το αγέννητο παιδί τους, αγγίζει και ένα διαχρονικό δίλημμα των επαναστατών μεταξύ αγώνα και οικογενειακής ευημερίας, και πάλι όμως με έναν μάλλον επιδερμικό και βιαστικό τρόπο.
Σε έναν σημαντικό βαθμό, τα κενά και οι αδυναμίες του “Black Messiah” καλύπτονται από τις εκπληκτικές ερμηνείες των πρωταγωνιστών, ιδιαίτερα του πολυτάλαντου Βρετανού Daniel Kaluuya ως Χάμπτον, που, έχοντας στο ενεργητικό του ήδη μια υποψηφιότητα α’ ανδρικού για το ρόλο του στο (κατά τη γνώμη μου υπερτιμημένο, κατά τα άλλα) Get Out, θα ήταν τεράστια αδικία να λείπει από τις φετινές, ιδιόρρυθμες λόγω πανδημίας υποψηφιότητες για το χρυσό αγαλματίδιο της κατηγορίας. Πέρα από τους πολύ καλούς Daniel Kaluuya και Dominique Fishback ως Ο’ Νιλ και Τζόνσον αντίστοιχα, ειδική αναφορά αξίζει και στον Jesse Plemons στο ρόλο του πράκτορα Μίτσελ. Ένας ηθοποιός που μοιάζει να μη λείπει σχεδόν από καμία σημαντική σειρά ή ταινία της τελευταίας δεκαετίας, και η παρουσία του εδώ είναι άλλη μια απάντηση στο γιατί.
Συνοψίζοντας, το “Judas and the Black Messiah” δεν είναι η ταινία που θα σας μάθει τι ήταν οι Μαύροι Πάνθηρες. Δεν είναι καν ένα επικό βιογραφικό πορτρέτο του Χάμπτον, αντίστοιχο με εκείνο που έφτιαξε ο Σπάικ Λι για τον Μάλκολμ Χ με τον Ντένζελ Ουάσινγκτον στον ομώνυμο ρόλο. Είναι όμως μια πειστική και τίμια αναπαράσταση μιας ειδεχθούς κρατικής δολοφονίας, με δράστη την ηγέτιδα δύναμη του “ελεύθερου κόσμου” ενάντια στην “καταπίεση του σιδηρού παραπετάσματος”. Ο κυνισμός, το αντικομμουνιστικό μένος και ο βαθύς ρατσισμός που όπλισαν το χέρι των δολοφόνων εκείνη την κρύα νύχτα της 4ης Δεκέμβρη 1969, διακρίνονται σε όλο τους το μεγαλείο, με αποκορύφωμα τη στιχομυθία του διαβόητου αρχηγού του FBI Έντγκαρ Χούβερ (Martin Sheen) με τον Μίτσελ, που καλείται να απαντήσει για το “τι θα έκανε αν η κόρη του έφερνε στο σπίτι νέγρο”.
Μπορεί λοιπόν να μην πρόκειται για αριστούργημα, είναι όμως μια γροθιά στο στομάχι και μια καλή αφορμή για να αναζητήσει κανείς περισσότερες πληροφορίες για το Χάμπτον και τους Μαύρους Πάνθηρες, του πιο πρωτοπόρου και παράλληλα αντιφατικού τμήματος του κινήματος για τα δικαιώματα των Μαύρων στις ΗΠΑ του Ψυχρού Πολέμου. Υπό αυτή την έννοια, αξίζει με το παραπάνω τις δυο ώρες που θα του αφιερώσετε.