Κάποτε στο Χόλιγουντ – Σκοτώνουν(;) τους καουμπόηδες όταν γεράσουν
Το “Κάποτε στο Χόλιγουντ” πιθανότατα δε θα περάσει στην ιστορία ως το αριστούργημα του Ταραντίνο, μάλλον ούτε καν ως η πιο διασκεδαστική του ταινία, αλλά σίγουρα είναι η πιο γλυκόπικρη και υπό αυτή την έννοια και η πιο ανθρώπινη.
Τι γίνεται όταν το Birdman (το οποίο αν δεν έχετε δει, σπεύσατε το ταχύτερο) συναντά μια εναλλακτική εκδοχή των μαζικών φόνων του Τσαρλς Μάνσον; Μια σχεδόν τρίωρη πανδαισία χρωμάτων, μουσικής και φυσικά άφθονης βίας, η οποία εν προκειμένω πάντως “περιορίζεται” (εντός εισαγωγικών, γιατί μόνο περιορισμένη δεν είναι) στο τελευταίο περίπου μισάωρο της κατά τα άλλα ασυνήθιστα αναίμακτης για τα δεδομένα του Ταραντίνο ταινίας.
Στην πραγματικότητα, παρακολουθούμε τρεις λίγο – πολύ παράλληλες ιστορίες, οι οποίες δένουν αριστοτεχνικό στο αδιανότητα γκρανγκινιολικό φινάλε. Στο επίκεντρο βρίσκεται ο Ρικ Ντάλτον (Λεονάρντο ντι Κάπριο), ένας παλιός τηλεαστέρας γουέστερν και πολεμικών ταινιών, που βλέπει τις μέρες της δόξας του να έχουν δύσει. Ο ατζέντης του, που τον υποδύεται σε ένα μικρό, αλλά χαρακτηριστικό ρόλο ο Αλ Πατσίνο, προσπαθεί να σώσει οτιδήποτε κι αν σώζεται, παρακινώντας το Ρικ να στραφεί στα σπαγγέτι γουέστερν, εκείνος όμως ανθίσταται σθεναρά. Έχει όμως να αντιμετωπίσει, εκτός από μια βιομηχανία του θεάματος που αλλάζει και τον αλκοολισμό του, που τον κάνει να ξεχνά τα λόγια του, στο γουέστερν του Σαμ Γουοναμέικερ (υπαρκτός σκηνοθέτης κι ηθοποιός, που για να αποφύγει το μακαρθισμό έζησε χρόνια στη Μ.Βρετανία) όπου ως συνήθως υποδύεται τον κακό.
Μύχιος πόθος του Ντάλτον να γνωριστεί με το νέο του γείτονα στο Σιέλο Ντράιβ κοντά στο Μπέβερλι Χιλς, το Ρόμαν Πολάνσκι, ο οποίος συμβολίζει αντιστικτικά τη νέα γενιά του Χόλιγουντ, όπου οι σκηνοθέτες έχουν τον πρώτο λόγο. Ο Πολάνσκι ωστόσο αγνοεί πλήρως την ύπαρξη του Ρικ, όπως και η νεαρή σύζυγός του, η ανερχόμενη ηθοποιός Σάρον Τέητ. Η κάμερα παρακολουθεί την πανέμορφη στάρλετ να απολαμβάνει τα πάρτυ των σελέμπριτι και το σταδιακό χτίσιμο της καριέρας της, κι ας μην την αναγνωρίζουν με την πρώτη στο σινεμά όπου έχει πάει να δει τον εαυτό της. Ο Ταραντίνο αποδίδει φόρο τιμής στην αδικοχαμένη ηθοποιό, που κυριολεκτικά σφαγιάστηκε μαζί με τρεις φίλους της στο σπίτι του Πολάνσκι (που έλειπε σε γυρίσματα) από μια ομάδα “πιστών” του Μάνσον στις 9 Αυγούστου 1969. Της δίνει έτσι μια θέση στο κινηματογραφικό πάνθεον ως ζωντανή και ακτινοβολούσα παρουσία, κι όχι απλά ως το γνωστότερο θύμα ενός από φρικιαστικότερα εγκλήματα της σύγχρονης αμερικανικής ιστορίας, με δράστες μια γκρούπα παραβατικών χίπηδων.
Η γκρούπα του Μάνσον αρχικά εμπλέκεται περισσότερο με τον Κλιφ Μπουθ (Μπραντ Πιτ), επί χρόνια κασκαντέρ, σοφέρ και παιδί για όλες τις δουλειές του Ντάλτον. Με αμφιλεγόμενο παρελθόν και αβέβαιο μέλλον, ο Μπουθ μοιάζει στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας, παρά τη χαλαρότητα που αποπνέει, να είναι έρμαιο του ορμέμφυτού του (όπως καταδεικνύει η σκηνή όπου έρχεται αντιμέτωπος με το υποτιθέμενε Μπρους Λι σε διάλειμμα γυρίσματος), αλλά και των αποφάσεων που λαμβάνουν άλλοι για εκείνον. Εξάλλου, παρότι ο ίδιος είναι για το Ρικ “κάτι παραπάνω από φίλος, κάτι λιγότερο από σύζυγος”, στο τέλος της ημέρας η σχέση τους δεν παύει στον πυρήνα της να έχει την οικονομική εξάρτηση, ενώ η αδυναμία της φιλίας να εξισώσει τις ταξικές διαφορές έχει ήδη διαφανεί από νωρίς, με τη σύγκριση του τροχόσπιτου όπου μένει ο Κλιφ με τη βίλα του Ντάλτον. Ο Μπουθ όμως δε θα αφήσει τελικά τις κακές συγκυρίες και τις δικές του ακόμα χειρότερες επιλογές (όπως το να καπνίσει ένα εμποτισμένο με LSD τσιγάρο την πιο ακατάλληλη στιγμή) να τον συνθλίψουν στις συμπληγάδες τους.
Το γκροτέσκα βίαιο φινάλε μπορεί να συνδυαστεί με το ψυχωτικό παραλήρημα της Σούζαν Άτκινς (μιας εκ των δολοφόνων), που δηλώνει πως “σκοτώνουμε αυτούς που μας έμαθαν να σκοτώνουμε”, υπονοώντας τους άπειρους φόνους στη μικρή οθόνη με τους οποίους γαλουχήθηκε η γενιά της. Η ηθικολογία της φράσης (που βασίζεται σε πραγματικά λεγόμενα οπαδών του Μάνσον) στο στόμα μιας διαβόητης φόνισσας μοιάζει να λειτουργεί κάπως ειρωνικά προς τις διαχρονικές πια ιερεμιάδες για τη βία στη μικρή και μεγάλη οθόνη. Μια είδηση στο ραδιόφωνο στην αρχή της ταινίας μας υπενθυμίζει όμως τα ιστορικά συμφραζόμενα της ταινίας: “Χίλιοι κομμουνιστές” νεκροί στο Βιετνάμ, απέναντι σε “100 απώλειες από τη δική μας πλευρά”. Για μένα δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο Ταραντίνο πρωτίστως σπάει πλάκα με όλο αυτό το λουτρό αίματος και τους ευφάνταστους τρόπους υλοποίησής του, που αποτελούν σήμα κατατεθέν του, πιθανόν όμως να προσπαθεί να υπενθυμίσει πως η βία του θεάματος δεν είναι παρά είδωλο ενός παραμορφωτικού καθρέφτη της βίας που προϋπάρχει σε συγκεκριμένα κοινωνικά και ιστορικά πλαίσια. Ένα είδωλο τρομαχτικό, αλλά ως τέτοιο ακίνδυνο, σε αντίθεση με την πραγματικότητα που – παραμορφωμένα – αντικατοπτρίζει.
Περνώντας στις ερμηνείες, είναι δύσκολο να αποφύγει κανείς τα κλισέ για “συνύπαρξη γιγάντων” στο πρωταγωνιστικό δίδυμο. Η χημεία Πιτ – Ντι Κάπριο είναι τόσο πειστική και πηγαία, που διασώζει ακόμα και κάποιες από τις όχι τόσο συναρμπαστικές σκηνές, αλλά και ως μονάδες λάμπουν ξεχωριστά ο καθένας τους. Ο Ντι Κάπριο αποδίδει άψογα το κράμα ματαιοδοξίας και υπαρξιακού άγχους του παρηκμασμένου σταρ, σε μια από τις καλύτερες ερμηνείες του ηθοποιού, που υπενθυμίζει για άλλη μία φορά, πόσο νερό έχει τρέξει στο υποκριτικό αυλάκι από την εποχή που ήταν απλά ένας αδέξιος ζεν πρεμιέ. Ο Μπραντ Πιτ αξιοποιεί στο έπακρο τον αβανταδόρικο ρόλο του, μεταξύ άλλων για να επιδείξει και την εμφανισιακή του ανανέωση, με τη βοήθεια και μιας σκηνής ανερυθρίαστα οφθαλμολάγνου κιτς, όπου βγάζει την μπλούζα του. Η Μάργκοτ Ρόμπι λάμπει ως Σάρον Τέητ, ενώ εκτός του Πατσίνο, συναντάμε μεταξύ άλλων τον αγαπημένο του Ταραντίνο Κερτ Ράσελ, σε ρόλο αφηγητή αλλά και συντονιστή κασκαντέρ. Ένα σύντομο πέρασμα κάνει στο κύκνειο άσμα του, όπως αποδείχτηκε, ο πρόωρα χαμένος Λιουκ Πέρι. Ειδική μνεία αξίζει να γίνει στη 10χρονη Τζούλια Μπάτερς, στο ρόλο μιας συμπρωταγωνίστριας του Ντάλτον, η οποία αρχικά μοιάζει να έχει πλαστεί στα πρότυπα της Lyanna Mormont από το Game of Thrones, για να μας δώσει λίγο αργότερα μια από τις πιο τρυφερές σκηνές της ταινίας.
Υπάρχει όμως κι ένας ακόμα πρωταγωνιστής, που δεν είναι άλλο από το παλιό Χόλιγουντ και γενικά η ποπ κουλτούρα μιας εποχής μακρινής, αλλά έμμεσα ακόμα παρούσας. Η αναδρομή στην καριέρα του Ντάλτον δίνει στον Ταραντίνο το πρόσχημα- όχι ότι το χρειαζόταν βέβαια – όχι μόνο για μυριάδες σινεφίλ αναφορές, αρχής γενομένης φυσικά από τον τίτλο, αρκετές προσβάσιμες μόνο σε μημένους, αλλά και για να γυρίσει σκηνές από τέσσερις τουλάχιστον ταινίες ή σήριαλ, η μία εκ των οποίων είναι μια ανυπόκριτα αυτοαναφορική και αυτοσαρκαστική μνεία στο “Inglourious Basterds” του ίδιου.
Ίσως πίσω από όλο αυτό το hommage, να κρύβεται και ένα αποχαιρετιστήριο του ίδιου του Ταραντίνο, που έχει δηλώσει δημόσια ότι θα αποσυρθεί μετά τη δέκατη ταινία του, δηλαδή την αμέσως επόμενη από αυτή. Το “Κάποτε στο Χόλιγουντ” πιθανότατα δε θα περάσει στην ιστορία ως το αριστούργημα του Ταραντίνο, μάλλον ούτε καν ως η πιο διασκεδαστική του ταινία, αλλά σίγουρα είναι η πιο γλυκόπικρη και υπό αυτή την έννοια και η πιο ανθρώπινη.