Καζαμπλάνκα, ο μύθος και ο γρίφος
«Μας μάζεψε όλους ο Τσε, έφηβοι όλοι, στη σουίτα του ξενοδοχείου Αβάνα Λίμπρε. Ήταν το Χίλτον πριν την επανάσταση. Για επιμόρφωση, πριν ξεκινήσουμε την εκστρατεία κατά του αναλφαβητισμού. Πρώτη φορά αντίκριζα τέτοια πολυτέλεια, όχι μόνο εγώ, όλοι μας. Ο Τσε άρχισε να μιλά: Η πρώτη ταινία που θα δούμε είναι η Καζαμπλάνκα…». Ήταν σαν ράπισμα.
«Μας μάζεψε όλους ο Τσε, έφηβοι όλοι, στη σουίτα του ξενοδοχείου Αβάνα Λίμπρε. Ήταν το Χίλτον πριν την επανάσταση. Για επιμόρφωση, πριν ξεκινήσουμε την εκστρατεία κατά του αναλφαβητισμού. Πρώτη φορά αντίκριζα τέτοια πολυτέλεια, όχι μόνο εγώ, όλοι μας. Ο Τσε άρχισε να μιλά: Η πρώτη ταινία που θα δούμε είναι η Καζαμπλάνκα…».
Ήταν σαν ράπισμα. Βγαίνω από την κατάσταση μέθης που βρισκόμουν από τις διηγήσεις του Χουάν και φωνάζοντας σχεδόν τον διέκοψα… «Μα είναι δυνατόν! Χόλυγουντ;;;» είπα δυνατά σκεπτόμενη συνάμα, ομολογουμένως με απογοήτευση, έστω να τους έδειχνε τον «Πολίτη Κέιν». Ίδια εποχή, όντως αριστούργημα της έβδομης τέχνης. Όμως δεν τόλμησα να το εκστομίσω . «Χριστίνα, ξεχνάς ότι ήμασταν έφηβοι και οι περισσότεροι από εμάς δεν είχαμε δει ποτέ ούτε μία ταινία. Δεν γνωρίζαμε καν τι σημαίνει κινηματογράφος, Ήταν προνόμιο των πλουσιόπαιδων». Αφήσαμε κατά μέρος για λίγο την εξιστόρηση για τον Τσε ώστε να μιλήσουμε για την επιλογή της ταινίας. Για την κινηματογραφική της γλώσσα, το ιστορικό πλαίσιο, την απλότητα, την ακεραιότητα και ειλικρίνεια των χαρακτήρων σε σχέση με την πραγματική ζωή πάντα… Δεν μπορούσε να με πείσει με τίποτα. Ολοένα και φουρκιζόμουν ενώ εκείνος αντί να θυμώνει γέλαγε συνεχώς.
Έχουν περάσει 19 χρόνια από αυτές τις συζητήσεις με τον Χουάν. Τον αγαπημένο Χουάν της αρμαθιάς των εφήβων που έγιναν «εργαλείο» του Τσε, του μετέπειτα αρχιτέκτονα που με υποτροφία της κουβανικής κυβέρνησης έκανε μεταπτυχιακά και διδακτορικό σε Πράγα και Μαδρίτη, που βρέθηκε σε κάθε διεθνιστικό πεδίο μάχης όπου η Κούβα κατέθετε όλο της το είναι. Και έμενε και για το «μετά», για την ανοικοδόμηση, πρώτα στο Βιετνάμ μετά στην Αγκόλα, την Ναμίμπια, με πέρασμα και από την Αιθιοπία για να επιστρέψει κάποια στιγμή στην Κούβα, να του προσφερθεί θέση στο υπουργείο Εξωτερικών και εκείνος να την αρνηθεί : «Γύρισα στο Πινάρ δελ Ρίο, την πόλη που με επέλεξε και μου πρόσφερε αυτή την μοναδική ευκαιρία. Γύρισα γιατί ήταν η σειρά μου να προσφέρω ». Εκεί τον βρήκα και εγώ. Στην πιο δυτική και λιγότερο αναπτυγμένη γωνιά της Κούβας και πάντα σε θέση μάχης.
Όλα αυτά δεν θα είχαν καμία σημασία εάν σε μία συνομιλία-διαφωνία με τον Σφυροδρέπανο κατέληξα να του πω: «μπορεί αυτό να είναι και η αρχή μίας υπέροχης φιλίας, όπως λένε και στην Καζαμπλάνκα». Δεν γνώριζε καν την ταινία . Τα έχασα πάλι, θεωρούσα την ταινία και κυρίως τις ατάκες της… ΤΟΣΟ κλισέ. Ενώ ξεκίνησα να του εξηγήσω, κοντοστάθηκα. «Μμμ, άστο, θα το γράψω». (Ούτε εκείνη τη στιγμή, ούτε και τις ημέρες που ακολούθησαν είχα συνειδητοποιήσει το τεράστιο ταξίδι που ανοιγόταν και τις πάνω από 30 ώρες – ναι! αν είναι δυνατόν! Μέχρι και το σκυλί μου με σιχάθηκε χαμένη μέσα σε βιβλία και κολλημένη στον υπολογιστή– για να γράψω αυτές τις γραμμές. Κυρίως για να λύσω το γρίφο που αιωρούνταν χρόνια μέσα στο κεφάλι μου. Μα γιατί επέλεξε ο Τσε αυτή την ταινία;;;)
Από εκείνο το έμμεσο συναπάντημα με την παράδοξη επιλογή του Τσε, η ταινία μου είχε γίνει εμμονή, αρνητικά. Επηρεασμένη προφανώς και από τον Ουμπέρτο Εκο που επίσης, δεν την «κατάπινε» εύκολα: «Η Καζαμπλάνκα είναι ένα πολύ μέτριο φιλμ… Μου θυμίζει κόμικ-στριπ, με χαρακτήρες καρικατούρες χωρίς ψυχολογικό βάθος».
Η υπόθεση περιληπτικά: Στη δίνη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Καζαμπλάνκα στο Μαρόκο αποτελεί σταυροδρόμι όλων των λαών, που ψάχνουν μια διέξοδο από τα δεινά της Ευρώπης και ένα εισιτήριο προς την ελεύθερη Αμερική. Εδώ βρίσκουν καταφύγιο πολιτικοί πρόσφυγες, τυχοδιώκτες, απατεώνες, καταζητούμενοι, καιροσκόποι, αντιστασιακοί, ένα σωρό διαφορετικοί άνθρωποι, που όλοι τους αναζητούν μια ελπίδα για επιβίωση. Εδώ βρίσκεται και ο Ρικ (Χάμφρεϋ Μπόγκαρντ), ένας Αμερικανός ιδιοκτήτης ενός κλαμπ, κυνικός, απόμακρος και σκληρός. Κατά βάθος όμως κρύβει μια ηρωική καρδιά και σύντομα θα χρειαστεί να το αποδείξει… Μια μέρα εμφανίζεται στο κλαμπ του η πρώην αγαπημένη του, Ίλσα, με την οποία έζησε έναν μεγάλο έρωτα στο Παρίσι, λίγο πριν ξεσπάσει ο πόλεμος. Η Ίλσα τότε τον είχε εγκαταλείψει ανεξήγητα. Τώρα, η ξαφνική της επανεμφάνιση, τον αναστατώνει, καθώς ο έρωτας ανάμεσά τους ξαναφουντώνει. Ο Ρικ σύντομα καταλαβαίνει ότι η Ίλσα τον άφησε τότε από υποχρέωση στο σύζυγό της, Βίκτωρ Λάζλο, έναν θρυλικό αντιστασιακό, που καταζητείται από τους ναζί…
Πρόκειται για ένα κλασικό δείγμα της βιομηχανίας του Χόλυγουντ που εμπεριέχει όλα τα συστατικά και ικανοποιεί όλες τις προϋποθέσεις της «εμπορικής επιτυχίας». Ένα ρομαντικό μελόδραμα και ταυτόχρονα νουάρ, κυρίως όσον αφορά την σκηνοθεσία. Ένα σημειολογικό πανηγύρι.
Περιπέτεια και δράση, ακόμη και πιστολίδι αλλά σε πολύ καλά ζυγισμένες δόσεις. Σαν αλατοπίπερο. Κίνδυνο, κατασκοπεία, ίντριγκες. Ένα ερωτικό τρίγωνο, ένα έρωτα που δεν έχει happy end (όλως περιέργως), δηλαδή από αυτούς που χαρακτηρίζουμε «μεγάλους», αυτοί που δεν φθείρονται ξυπνώντας καθημερινά στα ίδια σεντόνια, που έμειναν σταματημένοι στο χρόνο, διατηρώντας παντοτινά τη σαγήνη τους.
Ένα ήρωα, που είναι αντιήρωας αλλά αναδεικνύεται τελικά ως ο απόλυτος ήρωας, η ονείρωξη όλων των γυναικών όχι για το φυσικό κάλλος. Και για τους άντρες , σύμβολο. Και για τα δύο φύλλα, πρότυπο πολλών γενεών.
Μία ηρωίδα, σαγηνευτική και μυστήρια αλλά σαν ηρωίδα από τις «Εξομολογήσεις» του Ζ.Ζ Ρουσώ, κατά τον Ουμπέρτο Εκο. Αιώνια ντροπαλή που πάντα η σωστή κουβέντα έρχεται στο στόμα της με μεγάλη καθυστέρηση ή την πιο λάθος στιγμή.
Πατριωτισμό, πολιτική και διεθνή πολιτική, διαφθορά των πάντων, αντίσταση, αγώνα, θυσία και αυτοθυσία. Και όλα αυτά με φόντο την εξωτική Καζαμπλάνκα και το Μαρόκο. Την τότε γαλλική αποικία, παραδομένη και αυτή με τη σειρά της, όπως και οι υπόλοιπες στην κυβέρνηση του Βισύ, που υποτάχτηκε και συνεργάστηκε με τους Ναζί και το Χίτλερ, που όμως λόγω θέσης, είχε μετατραπεί σε σταυροδρόμι όπου εισρέουν όλοι: τυχοδιώκτες, πρόσφυγες, απατεώνες, καταζητούμενοι φονιάδες, αντιστασιακοί ήρωες. Εκεί βρίσκεται και ο Ρικ, έχοντας βρει καταφύγιο, μετά το πέρασμά του από την Ισπανία, (ισπανικός εμφύλιος πόλεμος) και τη Γαλλία που κατέφυγε μαζί με τα καραβάνια των προσφύγων μετά την ήττα του 1939 και την οποία αναγκαστικά την εγκατέλειψε λόγω των Ναζί. Κυνικός, όλοι τον φοβούνται και τον σέβονται. Στον κόσμο της νύχτας της Καζαμπλάνκα δε χωρούν συναισθηματισμοί. Σκοτώνεις για να μη σε σκοτώσουν, χτυπάς για να μη σε χτυπούν….
«Τα αρχέτυπα της “Καζαμπλάνκα” είναι πάρα πολλά και ανήκουν στα πιο διαφορετικά κινηματογραφικά είδη. Μπορούμε ν’ απαριθμήσουμε παρά πολλά: η αντίθεση “πολιτισμός κατά της βαρβαρότητας”, ο μύθος της Γης της Επαγγελίας (της Αμερικής φυσικά ), η εξέλιξη του Μπόγκαρτ από κυνικό σε καλό ήρωα , η αιώνια προσμονή της ελευθερίας, η βίζα για τις ΗΠΑ σαν μαγικό κλειδί που λύνει όλα τα προβλήματα, και κυρίως το θέμα της θυσίας, με τον Μπόγκαρτ που αφήνει την Μπέργκμαν για να την “χαρίσει ” στο νόμιμο άνδρα της. Ο Μπόγκαρτ είναι πραγματικά ένα χριστολογικό πρόσωπο, πράγμα που κατάλαβε πολύ καλά ο Γούντυ Άλλεν και στην ταινία “Ξαναπαίξτο Σάμ”, όπου ο Μπόγκαρτ του παρουσιάζεται σαν άγγελος βοηθός. Και ποιο πρόσωπο θα μπορούσε να δώσει ζωή σε μια λατρεία αν όχι αυτό;» θα αντιτείνει ο Εκο όχι άδικα.
Επίσης ένα κάστινγκ, εξαιρετικό με την πληθώρα των ηθοποιών και ειδικά των κομπάρσων να είναι πρόσφυγες που έφυγαν από την Ευρώπη που αιματοκυλιζόταν. Ειδικά ο Πίτερ Λόρι, που τον γνωρίσαμε μέσα από τις ταινίες του Φριτζ Λανγκ (Metropolis). Πρόσφυγας και ο σκηνοθέτης Μάικλ Κέρτις. Η μουσική που έγραψε ο βραβευμένος με Όσκαρ Maz Steiner, εκπληκτική. Κορυφαία στιγμή τη «μάχη των τραγουδιών», όπου Σύμμαχοι και Γερμανοί αντιπαρατίθενται συμβολικά στο κλαμπ του Ρικ, τραγουδώντας οι μεν τη «Μασσαλιώτιδα», οι δε το ναζιστικό ύμνο Die wacht am Rhein (Η Φρουρά στο Ρήνο). Και φυσικά, μια από τις κορυφαίες στιγμές της ταινίας είναι και το τραγούδι «As Time Goes By» του Herman Hupfeld, πάνω στο οποίο o Steiner έχτισε όλο το του μουσικό θέμα, κάνοντάς το μια από τις πιο κλασικές μελωδίες στην ιστορία του σινεμά.
Παρόλα αυτά, η υποδοχή των κριτικών της εποχής στην ταινία ήταν χλιαρή ή περίπου ανάλογη με την κριτική που πολλά χρόνια αργότερα είχε διατυπώσει ο Εκο αλλά και ο Andrew Sarris που την είχε χαρακτηρίσει «χαρούμενο ατύχημα». Ωστόσο η ταινία, χρόνο με το χρόνο, αντί να ξεχαστεί σταδιακά απέκτησε δική της οντότητα, δικούς της φανατισμένους οπαδούς. Πέρασαν τριάντα χρόνια από την πρώτη προβολή της και η ταινία είχε αρχίσει να γίνεται μύθος, αναγκάζοντας δεκάδες ιστορικούς και κριτικούς να ασχοληθούν με το φαινόμενο. Η αλήθεια είναι ότι λόγω της εμμονικής ενασχόλησης μάθαμε πάρα πολλά από τα ευτράπελα της ταινίας (πχ ότι ο Μπόγκαρντ ήταν κοντότερος από την Μπέργκμαν και ότι στις κοινές σκηνές του έβαζαν τούβλα ή μαξιλάρια για να πατήσει. Μην χαλάσουμε και τα αρχέτυπα ντε, που θέλει τον άντρα πάντα πιο ψηλό!). Πολλά μυστικά παραγωγής στη βιομηχανία του Χόλυγουντ.
Το φιλμ εδώ και δεκαετίες αποτελεί πηγή έμπνευσης πολλών δημιουργών από την πρώτη στιγμή. Την επόμενη χρονιά, οι αδελφοί Μαρξ, γυρνούν την ταινία «Νύχτα στη Καζαμπλάνκα, μία διακωμώδηση, με υποτυπώδη νουάρ πλοκή αλλά τρελά σουρεαλιστικά σκηνικά. Η τομή όμως γίνεται από το Γούντι Άλλεν και το θεατρικό του έργο «Play it again Sam» πάνω στο οποίο βασίστηκε και η ομώνυμη κινηματογραφική ταινία με τον ίδιο, σε σκηνοθεσία Χέρμπερτ Ρος, όπου ένας άνδρας που προσπαθεί να συνέλθει από το διαζύγιο του, έχει ως πρότυπο τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ αν και ο ίδιος είναι δειλός, αδύναμος, εξαιρετικά ντροπαλός με τις γυναίκες και δεν αντέχει ούτε γουλιά αλκοόλ.
Σε μια άλλη κωμωδία, ίσως στη μοναδική του Τζον Κασσαβέτη, το υπέροχο «Μίνι και Μόσκοβιτς», οι ήρωες λατρεύουν την Καζαμπλάνκα αλλά όταν συναντιούνται για να τη δουν μαζί, ο ρομαντισμός της ταινίας που βλέπουν δεν πιάνει «μία» μπροστά στη σχέση τους. Ο Κασσαβέτης είναι ξεκάθαρος: η ζωή έρχεται πρώτα, το σινεμά ακολουθεί. Μερικά χρόνια αργότερα, στην ταινία «Όταν ο Χάρι Γνώρισε τη Σάλι», οι ήρωες έχουν μια ενδελεχή συζήτηση για το φιλμ, με τη Σάλι να καταλήγει πως «δεν θα ήθελε με τίποτα να περάσει την υπόλοιπη ζωή της στη Καζαμπλάνκα, παντρεμένη με τον ιδιοκτήτη ενός μπαρ». Πάντως και στις δυο ταινίες επίσης οι ήρωες παίζουν ένα διαρκές «κρυφτούλι» μέχρι να παραδεχτούν τον έρωτά τους. Την βρίσκουμε πάλι μπροστά μας, μόλις πέρσι, με το φιλμ Allied (Σύμμαχοι) ταινία που εννοείται ότι βασίζεται στο μύθο της Καζαμπλάνκα του 1942.
Σήμερα, δεν υπάρχει οδηγός ταινιών παγκοσμίως που να μην την περιλαμβάνει. Θεωρείται αριστούργημα, μία από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών. (τι να κάνουμε;;) Μία ταινία «καλτ». Διδάσκεται στις κινηματογραφικές σχολές και όταν παίζεται στα αμφιθέατρα των Πανεπιστημίων, οι φοιτητές μόλις τελειώσει η προβολή αντί να συζητούν και να λογομαχούν ανταλλάσσουν τις ατάκες της ταινίας, όπως:
-Here’s looking at you, kid (Στο να σε κοιτάζω, μικρή). Ατάκα που δεν υπήρχε στο σενάριο αλλά την είπε αυτοσχεδιάζοντας ο Μπόγκαρντ.
-We’ll always have Paris (Θα έχουμε πάντα το Παρίσι)
-Play it, Sam. Play ‘As Time Goes By (Παίξτο, Σαμ. Παίξε το’As Time Goes By’)
-Of all the gin joints in all the towns in all the world, she walks into mine” (Απ’ όλα τα μπαρ σε όλες τις πόλεις του κόσμου, αυτή μπαίνει στο δικό μου)
-Round up the usual suspects (Μάζεψε τους συνήθεις υπόπτους) και τόσες όλες.
Και η τελευταία σκηνή θεωρείται αλησμόνητη, είναι η ανατρεπτική κορύφωση που αποφασίστηκε την τελευταία στιγμή:
Ρικ: Εάν το αεροπλάνο απογειωθεί και δεν είσαι μαζί του, θα το μετανιώσεις. Ίσως όχι σήμερα, ίσως όχι αύριο, αλλά σύντομα. Και για την υπόλοιπη ζωή σου.
Ιλσα: Αλλά τι θα γίνει μ’ εμάς;
Ρικ: Θα έχουμε πάντα το Παρίσι. Δεν το είχαμε. Το είχαμε χάσει μέχρι που ήρθες στην Καζαμπλάνκα. Το ξαναβρήκαμε χθες το βράδυ. Όταν είπα ότι δεν θα σ’ αφήσω ποτέ.
Ιλσα: Και δεν θα μ’ αφήσεις.
Ρικ: Αλλά έχω μια δουλειά που πρέπει να κάνω. Και εκεί που πηγαίνω, δεν μπορείς να ακολουθήσεις. Σ’ αυτό που πρέπει να κάνω, δεν μπορείς να είσαι μέρος. Ίλσα, δεν είμαι καλός στις ευγένειες. Αλλά δεν θέλει πολύ για να καταλάβεις πως τα προβλήματα τριών μικρών ανθρώπων δεν ισοδυναμούν ούτε με ένα λόφο φασόλια σ’ αυτόν τον τρελό κόσμο. Κάποτε θα το καταλάβεις αυτό. Στο να σε κοιτάζω, μικρή.
Και ο Ρικ μένει πίσω μαζί με τον αστυνόμο Ρενώ, αυτόν τον απόλυτα διεφθαρμένο αστυνόμο, να βλέπουν το αεροπλάνο που απομακρύνεται. Τον Ρενώ, που ακόμη και αυτός πείθεται βλέποντας την αλλαγή και κυρίως την αυτοθυσία του Ρικ… Louis, I think this is the beginning of a beautiful friendship. (Λουί, νομίζω ότι αυτή είναι η αρχή μιας υπέροχης φιλίας).
Το τέλος της ταινίας ίσως είναι και βασικό σημείο της επίλυσης του αιώνιου γρίφου μου. Εκτός όλων των αποφάσεων των ηρώων της ταινίας, όπου το προσωπικό θυσιάζεται στο συλλογικό. Δίχως αμφιβολία πρόκειται για μία ολοφάνερα πολιτική απόφαση η εγκατάλειψη της Ιλσα. Η σημασία της απόφασης του Ρικ (Μπόγκαρντ) έγκειται στις συνέπειές της: Ο Ρικ πρέπει να επιλέξει μεταξύ της Ιλσα, της αγάπης του και ενδεχομένως του πιο αγαπημένου πλάσματος στη ζωή του και της απόφασης να την αφήσει να φύγει. Ενέργεια που βρίσκεται σε άμεση σχέση και αλληλεπίδραση με την επιβίωση και διεύρυνση του αντιφασιστικού και αντιστασιακού κινήματος που είναι αυτό που καλείται να συμβάλλει στον τερματισμό του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Παράλληλα, οι δύο «φίλοι» μας μαρτυρούν ότι πρόκειται να φύγουν από την Καζαμπλάνκα και να πάνε στη Μπραζαβίλ.
Ας αποκρυπτογραφήσουμε αυτή την φαινομενικά αθώα επιλογή στην αφρικανική ήπειρο. Αρχικά να πούμε ότι στις 8 Δεκεμβρίου του 1941, ο τότε νέος ανεξάρτητος παραγωγός Χολ Μπ. Γουίλις αγόρασε τα δικαιώματα για το θεατρικό έργο «Όλοι έρχονται στου Ρικ», έργο που ακόμη δεν είχε παρουσιαστεί στο σανίδι, αλλά φαίνεται να είχε γραφτεί με σκοπό την αφύπνιση της αμερικανικής κοινής γνώμης απέναντι στο ναζιστικό κίνδυνο, την σάλπιγγα που ήδη είχε σαλπίσει ο Τσάρλι Τσάπλιν με τον «Μεγάλο Δικτάτορα». Πάνω σε αυτό το έργο θα στηριχτεί και το σενάριο της Καζαμπλάνκα. Όλως τυχαίως, 24 ώρες νωρίτερα, οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν μπει επισήμως στον πόλεμο, μετά τον βομβαρδισμό του Περλ Χάρμπορ, στις 7 Δεκεμβρίου 1941. Ένα βομβαρδισμό που η κυβέρνηση Ρούζβελτ γνώριζε, όπως μάθαμε αργότερα, ότι θα συμβεί και τον άφησε να πραγματοποιηθεί ώστε να μπει στον πόλεμο. Αφήνοντας πίσω της την την υποτιθέμενη «ουδετερότητα». Δεν ήταν μόνο τα κυριαρχικά ιμπεριαλιστικά σχέδια των ΗΠΑ, αλλά και η δυνατότητα διεξόδου από την μεγάλη οικονομική κρίση, αφού από εκείνη τη στιγμή όλα τα αμερικανικά εργοστάσια «μπήκαν στην υπόθεση του πολέμου» πυρετωδώς προετοίμαζαν πολεμοφόδια, πλοία, αεροπλάνα, οτιδήποτε κρινόταν αναγκαίο και ειδικά προς πώληση. Συνεπώς η κοινή γνώμη έπρεπε να είναι προετοιμασμένη.
Η πρεμιέρα της Καζαμπλάνκα δόθηκε με πάσα επισημότητα στις 26 Νοεμβρίου 1942 στο Χόλιγουντ Θίατερ της Νέας Υόρκης, προκειμένου να συμπέσει με την απόβαση των Συμμάχων στη γαλλοκρατούμενη Βόρειο Αφρική και την κατάληψη της Καζαμπλάνκα. Σε γενική προβολή βγήκε στις 23 Ιανουαρίου 1943 για να εκμεταλλευτεί τη Διάσκεψη της Καζαμπλάνκα μεταξύ Ου. Τσόρτσιλ. Σαρλ ντε Γκωλ και Φρ. Ντ. Ρούσβελτ με τον ΕΣΣΔ και το Στάλιν να απουσιάζουν εννοείται γιατί είχε πολύ σοβαρότερα ζητήματα: όπως τον πόλεμο, τότε διεξαγόταν και η μάχη του Στάλινγκραντ και τη νίκη ενάντια στο φασισμό.
Προσωπικά δεν πιστεύω στις συμπτώσεις ειδικά όσον αφορά την πολιτική και ειδικά όσον αφορά το Χόλυγουντ και την αμερικανική πολιτική… ειδικά δε εάν αναλογιστούμε ότι το 1944, έγινε η διάσκεψη της Μπραζαβίλ, για την τύχη των γαλλικών αποικιών και ουσιαστικά για το μοίρασμα του πλανήτη.
Δεν γνωρίζω εάν όλα αυτά ήταν σε γνώση του Τσε, αφού τα περισσότερα έγιναν ή αποκρυπτογραφήθηκαν μετά το 1959. Τελικά, σκέφτομαι ότι ίσως η απόφασή του για την προβολή ήταν αναγκαστική. Ίσως να ήταν η μόνη εύκαιρη ταινία, στην Κούβα των πρώτων μηνών της επικράτησης της επανάστασης, που βλεπόταν… Ίσως. Ίσως όμως ο άνθρωπος που στα βουνά της Σιέρρα Μαέστρα διάβαζε τα «Άνθη του Κακού» του Σ. Μπωντλαίρ και μάλιστα από το πρωτότυπο, μπορούσε να διακρίνει πολύ περισσότερα από τότε. Αυτό θέλω να σκέφτομαι τώρα πια που κατανοώ και εγώ περισσότερα, γιατί πολύ απλά είχα την τύχη και μου προσφέρθηκαν απλόχερα μελέτες, στοιχεία κλπ.
Στο κάτω-κάτω καμιά φορά είναι «αναγκαίο κακό» ένα φιλμ σαν την Καζαμπλάνκα που μας επιτρέπει να βουλιάξουμε στο καναπέ και να χαλαρώσουμε ώστε να την απολαύσουμε με τρόπο που ο Βάλτερ Μπένγιαμιν είχε περιγράψει ως «υποδοχή σε μία κατάσταση απόσπασης της προσοχής. Να βιώνουμε μία σειρά συναισθηματικών αντιδράσεων που προκαλούνται μόνο και μόνο από αυτή την πληθώρα το «κλισέ». Κάτι που αποδέχτηκε στο τέλος και ο πολέμιός της ο Ουμπέρτο Εκο: «Η Καζαμπλάνκα είναι μια χιονοστιβάδα από σύμβολα, που αποκαλύπτει ότι το πνευματικό υποσυνείδητο, υπάρχει σε αντίθεση με το άλλο υποσυνείδητο, εκείνο το ψυχολογικό, που εφευρέθηκε από τους ψυχαναλυτές. Η Καζαμπλάνκα δεν είναι μια ταινία, είναι μια ανθολογία. Και επαναλαμβάνω: δύο “κλισέ” προκαλούν το γέλιο, εκατό συγκινούν. Και σ’ αυτό το σημείο σας προτείνω ένα παιχνίδι. Ας δούμε μαζί την ταινία και κάθε φορά που κάποιος ανακαλύπτει κάτι που του θυμίζει μια άλλη ταινία προηγούμενη ή επόμενη ας σηκώσει το χέρι του και ας βλέπουμε μαζί τι συμβαίνει».