«Κλέφτης Ποδηλάτων / Ladri di Biciclette», του Βιτόριο Ντε Σίκα
Η ταινία του Βιτόριο Ντε Σίκα, «Κλέφτης Ποδηλάτων», μάς προτείνει ίσως την πιο ολοκληρωμένη πρόταση του ιταλικού νεορεαλισμού
«…Πέρα από τον εαυτό μου, έξω από οτιδήποτε μπορεί να μου φαίνεται αγαπητό ή αρεστό ή αναγκαίο εκτός από αυτό που μπορεί να τραβήξει ή να διασκεδάσει εμένα προσωπικά, υπάρχουν οι άλλοι, οι άλλοι, οι άλλοι… Οι άλλοι έχουν σημασία. Οι άνθρωποι που ζουν γύρω μας. Να δούμε τι κάνουν πώς ζουν, μήπως υποφέρουν, γιατί υποφέρουν, γιατί υποφέρουμε, γιατί πονάμε. Ό,τι συμβαίνει γύρω μας έχει μία τεράστια και ανθρώπινη κοινωνική σημασία και θέτει μεγάλα προβλήματα. Θέλω να είμαι πάντα και πριν από όλα ένας άνθρωπος του καιρού μου∙ κι αυτό γιατί ο κινηματογράφος για να φτάσει σε μία ολοκληρωμένη κινηματογραφική έκφραση, σε μία ανθρώπινη γλώσσα, σε μία γλώσσα κοινωνική και οικουμενική, δεν μπορεί παρά να προσφέρει τη σημασία των γεγονότων, των ομαδικών δραμάτων του καιρού του…» (Τζεζάρε Ζαβατίνι)
Στην παραπάνω δήλωση διακρίνουμε την έντονη κοινωνική συνείδηση του σημαντικότερου θεωρητικού του ιταλικού νεορεαλισμού -αλλά και όλων των εκπροσώπων αυτού του κινήματος- του σεναριογράφου Τζεζάρε Ζαβατίνι. O Ζαβατίνι -στενός συνεργάτης του σκηνοθέτη Βιτόριο Ντε Σίκα- πρότεινε τη ριζική αλλαγή της κινηματογραφικής αφήγησης και του σεναρίου. Πρότεινε την κατάργηση της κατασκευασμένης πλοκής, υποστηρίζοντας ότι οι ταινίες θα πρέπει να εμπνέονται από την καθημερινότητα. Πίστευε ότι ιδανική ταινία είναι η ταινία που το σενάριό της περιγράφει λίγες ώρες από την καθημερινότητα των απλών ανθρώπων. Μέσα από αυτή την περιγραφή απεικονιζόταν η κοινωνική πραγματικότητα του καθημερινού ανθρώπου της βιοπάλης και του μόχθου. Και για την πιστότερη απόδοση αυτής της πραγματικότητας, ο Ζαβατίνι πρότεινε την κατάργηση των επαγγελματιών ηθοποιών, την κινηματογράφηση στους φυσικούς χώρους, προκειμένου να απομακρυνόμαστε όσο το δυνατό περισσότερο από τα στοιχεία εκείνα που σε ένα τεχνικό ντεκόρ δημιουργούν την ψευδαίσθηση του ρεαλισμού.
Η ταινία του Βιτόριο Ντε Σίκα «Κλέφτης Ποδηλάτων» που το σενάριό της προέρχεται από τη διασκευή του ομώνυμου μυθιστορήματος του Λουίτζι Μπαρτολίνι -η κινηματογραφική γραφή του βιβλίου δικαίως ενέπνευσε τον Ντε Σίκα να το χρησιμοποιήσει ως βάση για το σενάριο της ταινίας του- έρχεται με τη σειρά της να μας προτείνει ίσως την πιο ολοκληρωμένη πρόταση του ιταλικού νεορεαλισμού, δίνοντας ταυτόχρονα την ευκαιρία στον Ζαβατίνι -που συμμετείχε στο γράψιμο του σεναρίου αυτής της ταινίας- να δοκιμάσει στην πράξη τις θεωρίες του. Η ταινία αποτελεί ένα από τα καλύτερα παραδείγματα του καθαρού κινηματογράφου χωρίς ντεκόρ, χωρίς επαγγελματίες ηθοποιούς, αποδίδει την αισθητική ψευδαίσθηση να παρακολουθείς ταινία και να νιώθεις ότι δεν υπάρχει κινηματογράφος, υπό την έννοια ότι ξεχνάς ότι υπάρχει μία κάμερα πίσω από τα δρώμενα.
Πρόκειται για μία ταινία όπου η πλοκή καταργείται. Δεν συμβαίνει τίποτα. Το μόνο συμβάν είναι η κλοπή ενός ποδηλάτου, ένα συμβάν που προχωράει τη δράση, αλλά πέρα από αυτή δεν υπάρχει κάποια εξέλιξη, χωρίς όμως αυτό να κάνει τη μυθοπλασία βαρετή. Παρακολουθούμε για 90 λεπτά τη ζωή ενός εργάτη που του κλέβουν το ποδήλατό του και στο τέλος αναγκάζεται και ο ίδιος να κλέψει το ποδήλατο κάποιου άλλου, γιατί κινδυνεύει άμεσα να χάσει τη δουλειά του, που με πολύ κόπο κατάφερε να κερδίσει. Η εξαθλίωση και η έλλειψη εργασίας έχουν μπει στον καθημερινό ορίζοντα της μεταπολεμικής Ιταλίας και απεικονίζονται με απόλυτη διαύγεια στην ταινία του Ντε Σίκα. Οι συνθήκες αναγκάζουν τον ήρωα να γίνει κλέφτης, το πλήθος ορμά να τον λιντσάρει, ένα πλήθος, όμως, που δυνάμει το κάθε άτομο που το αποτελεί μπορεί να βρεθεί στη θέση του ήρωά μας και να γίνει και εκείνος κλέφτης. Μέσα από τον μύθο η ταινία αναδεικνύει όλες τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι άνεργοι, καταγγέλλοντας τον απατηλό χαρακτήρα των διεξόδων και των δυνατοτήτων που υποτίθεται ότι το σύστημα τούς παρέχει, προκειμένου να διεκδικήσουν το δίκιο τους.
Στον «Κλέφτη Ποδηλάτων» δεν απεικονίζεται μόνο η κοινωνική πραγματικότητα μέσα από την περιπέτεια του φτωχού εργάτη που του κλέβουν το ποδήλατο. Πίσω από την κοινωνική πραγματικότητα αναδύεται το βαθύ ηθικό και ψυχολογικό δράμα που βιώνεται από τον πατέρα και από τον γιο του. Η παρουσία του παιδιού προσδίδει ηθικές διαστάσεις στην ταινία αντανακλώντας την ηθική κρίση μιας κοινωνίας. Από τη μία η αποκαθήλωση του πατέρα στα μάτια του παιδιού του, όταν τον πιάνουν να κλέβει ένα άλλο ποδήλατο, ο δημόσιος εξευτελισμός του από το πλήθος, ο ξεπεσμός του στα μάτια του γιου του, αλλά και από την άλλη, το χέρι του παιδιού που γλιστρά στο χέρι του πατέρα. Το χέρι του παιδιού, που δεν είναι χέρι συγχώρεσης ούτε παρηγοριάς, αλλά δηλώνει την αγάπη του γιου προς τον πατέρα του, όχι μία εξιδανικευμένη αγάπη, αλλά μία ανθρώπινη αγάπη. Ο γιος αγαπά πλέον τον πατέρα σε μία σχέση ισότητας, για αυτό που είναι, με τα λάθη του και τις ντροπές του. Αγαπά τον πραγματικό του πατέρα. Πίσω από τις άθλιες κοινωνικές συνθήκες διαβίωσης, αναδεικνύεται το ηθικό μεγαλείο των ηρώων που καταφέρνουν να μη λυγίσουν κάτω από το βάρος της πεζής και άχαρης πραγματικότητάς τους.
Και η ζωή συνεχίζεται, τα γεγονότα διαδέχονται το ένα το άλλο χωρίς χάπι εντ χωρίς εξ ουρανού λύσεις.
Η ζωή απλά, συνεχίζεται…