Λένι Ρίφενσταλ – Ο θρίαμβος της ναζιστικής θέλησης

Η Λένι Ρίφενσταλ αποδεικνύει με τον έργο της ότι ο δυϊσμός μορφής και περιεχόμενου σε τελική ανάλυση δεν μπορεί να ακυρώσει τη σαφή υπεροχή του δεύτερου για μια συνολική αποτίμηση του τελευταίου.

O κινηματογράφος ως η λαϊκότερη μορφή τέχνης, ήταν λογικό να χρησιμοποιηθεί σχετικά νωρίς για πολιτικούς σκοπούς, επηρεάζοντας μαζικά ακροατήρια με μηνύματα που μιλούσαν άμεσα τόσο στη λογική, όσο και στο υποσυνείδητο των θεατών. Οι μπολσεβίκοι ήταν οι πρώτοι που χρησιμοποίησαν συστηματικά το νέο μέσο για να απευθυνθούν στο λαό, και η μεταγενέστερη οικειοποίηση αυτής τη πρακτικής από τους ναζί αποτέλεσε αγαπημένο παραλληλισμό των θιασωτών της θεωρίας του “ολοκληρωτισμού”, σε μια λογική σύγκρισης μήλων με πορτοκάλια, καθότι φρούτα αμφότερα. Σε κάθε περίπτωση, η σημαντικότερη εκπρόσωπος του ναζιστικού κινηματογράφου, και η μόνη με κάποιο διεθνές κύρος στην εποχή της, η Λένι Ρίφενσταλ, που γεννήθηκε σαν σήμερα, στις 22 Αυγούστου 1902, αποδεικνύει με τον έργο της ότι ο δυϊσμός μορφής και περιεχόμενου, ακόμα και σε ακραίες περιπτώσεις αναντιστοιχίας τεχνικής κι αισθητικής αρτιότητας με το θέμα που πραγματεύεται το έργο, σε τελική ανάλυση δεν μπορεί να ακυρώσει τη σαφή υπεροχή του δεύτερου για μια συνολική αποτίμηση του τελευταίου.

Η Λένι Ρίφενσταλ με τον αδερφό της σε ηλικία 10 ετών.

Η Ρίφενσταλ προερχόταν από μικροαστική οικογένεια του Βερολίνου και αργότερα σπούδασε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της πόλης, παρακολουθώντας παράλληλα μαθήματα μπαλέτου και σύγχρονου χορού. Ξεκίνησε την καριέρα της ως χορεύτρια στη Γερμανία, την Τσεχοσλοβακία και την Ελβετία. Το 1926 κάνει το ντεμπούτο της ως ηθοποιού στην ταινία “Το ιερό βουνό” του Άρνολντ Φανκ, που έκτοτε της έδωσε αρκετούς ρόλους σε ταινίες με ορεινές περιπέτειες. Η Ρίφενσταλ γίνεται αγαπητή στο κοινό και παράλληλα μαθαίνει ορειβασία και σκι για τις ανάγκες των γυρισμάτων, τα οποία παρακολουθεί και πίσω από τις κάμερες, αποκτώντας ευρείες γνώσεις κινηματογράφησης, σκηνοθεσίας και μοντάζ.

Το 1931 ιδρύει τη δική της εταιρεία παραγωγής, ενώ ως σκηνοθέτης και πρωταγωνίστρια συστήνεται στο κοινό με τη μυστικιστικού περιεχομένου ταινία “Το γαλάζιο φως” που στο Φεστιβάλ Βενετίας, στη φασιστική τότε Ιταλία, αποσπά το 1932 ασημένιο μετάλλιο. Η ταινία γνωρίζει μεγάλη επιτυχία στη Γερμανία και ο Αδόλφος Χίτλερ ζητά να τη συναντήσει την ίδια χρονιά. Έκτοτε μια στενή φιλία αναπτύσσεται ανάμεσά τους, η οποία εξελίσσεται σε αμοιβαία επωφελή συνεργασία όταν ένα χρόνο αργότερα οι ναζί αναρριχώνται στην εξουσία.

Από την ταινία “Ολυμπία”

Στη Ρίφενσταλ ανατίθεται η κινηματογράφηση του κομματικού συνεδρίου του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος στη Νυρεμβέργη, στην ταινία “Ο θρίαμβος της θέλησης”, που έγινε συνώνυμο της ναζιστικής προπαγάνδας στη μεγάλη οθόνη. 16 συνεργεία με πάνω από 100 μέλη εργάστηκαν για μια ταινία της οποίας το συνολικό υλικό γυρισμάτων ανέρχεται στις 60 ώρες. Η μονολιθικότητα του αφοσιωμένου στο Χίτλερ κόμματος αποτελεί το θεμέλιο της προπαγανδιστικής αυτοπροβολής των ναζί, κάτι που η Ρίφενσταλ πετυχαίνει με μια εναλλαγή εικόνων, καταργώντας συχνά τη χρονολογική συνέχεια. Μέσω ειδικών ρυθμίσεων στην κάμερα και ασυνήθιστο μοντάζ κατορθώνει να παρουσιάσει τους ηγέτες των ναζί ως μυθικούς ήρωες. Σύμβολα όπως η σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό και ο αετός του Γ’ Ράιχ τονίζονται με τη χρήση ιδιαίτερων οπτικών εφέ κι επικής μουσικής υπόκρουσης. “Ο θρίαμβος της θέλησης” αποσπά σειρά βραβείων στη Γερμανία όπως και στην Ιταλία, όπου κερδίζει το πρώτο βραβείο στο φεστιβάλ της Βενετίας. Σκάνδαλο προκλήθηκε στη Γαλλία το 1937, όταν η ίδια ταινία έλαβε σημαντικό βραβείο στην Διεθνή Έκθεση του Παρισιού, προκαλώντας διαδηλώσεις με συμμετοχή του ΚΚΓ και των συνδικάτων.

Η Ρίφενσταλ ως ηθοποιός

Το 1935 η Ρίφενσταλ γυρίζει ταινία με θέμα την επανεισαγωγή της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας -κατά παράβαση της συνθήκης των Βερσαλιών”, αλλά το απόγειο της καριέρας της έρχεται το 1936, όταν αναλαμβάνει την κινηματογράφιση των Ολυμπιακών Αγώνων του Βερολίνου. 18 μήνες χρειάστηκαν για την επεξεργασία της, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν δυο μέρη, “Η Γιορτή των λαών” και “Η γιορτή της ομορφιάς”, με γενικό τίτλο “Ολυμπία”. Η πρώτη δημόσια προβολή των δυο μερών έγινε ανήμερα των γενεθλίων του Χίτλερ το 1938. Οι αθλητικές σκηνές αναγάγονται σε τέχνη, ενώ έντονος είναι ο κλασικισμός, καθώς υπάρχει έντονη προβολή αρχαιοελληνικών μνημείων και αθλημάτων, ενώ σημαντική έμφαση δίνεται στην αποτύπωση της ομορφιάς των ανδρικών ιδίως σωμάτων. Από τις πιο διάσημες σκηνές της ταινίας είναι εκείνη της πρώτης αφής της ολυμπιακής φλόγας στην αρχαία Ολυμπία, του μακροβιότερου ανοιχτά ναζιστικού καταλοίπου ως σήμερα.

Η ταινία αυτή γνώρισε σημαντική διεθνή επιτυχία, ενώ το 1938 απέσπασε και το χρυσό μετάλλιο της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής. Λόγω προβλημάτων υγείας δεν υπήρξε ιδιαίτερα δραστήρια στη διάρκεια του πολέμου, γυρίζοντας μόνο μία ταινία, για την οποία επιστρατεύτηκαν 60 τσιγγάνοι από στρατόπεδο συγκέντρωσης. Το 1948 κατηγορήθηκε ότι οι τσιγγάνοι δεν έλαβαν καμία αμοιβή, αλλά μόνο ψευδείς υποσχέσεις ότι θα απελευθερωνόταν από το στρατόπεδο, στη δίκη ωστόσο αθωώθηκε. Η ΔΟΕ πάντως δεν είχε κανένα πρόβλημα την ίδια χρονιά να της απονείμει και το “Ολυμπιακό δίπλωμα”για την “Ολυμπία”, ούτε να την καλέσει ως επίσημη προσκεκλημένη στους Ολυμπιακούς του Μόντρεαλ το 1976.

Σκηνή από τον “Θρίαμβο της θέλησης”

Το κύρος της Ρίφενσταλ ως σκηνοθέτιδας όμως έχει πληγεί ανεπανόρθωτα, ακόμα και στην αρκετά επιεική, κυρίως τις πρώτες δεκαετίες, προς τους ναζί ΟΔΓ. Για το λόγο αυτό δεν κατορθώνει να ολοκληρώσει τα περισσότερα κινηματογραφικά της σχέδια, ανάμεσά τους και μια ταινία για τη βασίλισσα των Αμαζόνων Πενθεσίλεια. Εργάζεται ωστόσο επιτυχημένα ως φωτογράφος, κατορθώνοντας μάλιστα να λάβει κι επίσημη διαπίστευση ως τέτοια στους Ολυμπιακούς του Μονάχου το 1972. Ταξιδεύει ένα χρόνο μετά στην Αφρική και ζει κοντά στη φυλή των Νούμπα του Σουδάν, των οποίων τη γλώσσα μαθαίνει και τους φωτογραφίζει για το διεθνώς βραβευμένο άλμπουμ της “Οι Νούμπα”.

Η Ρίφενσταλ με άνδρα της φυλής των Νούμπα

Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 ένα ντοκιμανταίρ ξανανοίγει τη συζήτηση της εμπλοκής της Ρίφενσταλ με τον ναζισμό, με την ίδια να προσπαθεί να αποποιηθεί τις ευθύνες της στα απομνημονεύματά της το 1987, όπου ισχυρίζεται πως η συνεργασία της βασιζόταν μόνο σε “καλλιτεχνικά κριτήρια”. Παρά την αμείλικτη κριτική που δέχτηκε στο γερμανικό τύπο, το βιβλίο μεταφράστηκε σε εννέα γλώσσες και έγινε μπεστ-σέλερ σε μια σειρά χωρών.

Θετικές κριτικές αντίθετα απέσπασε η τηλεβιογραφία της “Η δύναμη των εικόνων” στην οποία συμμετείχε και η ίδια. Μάλιστα στις ΗΠΑ απέσπασε το τηλεοπτικό βραβείο “Emmy” και προβλήθηκε στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Τα επόμενα χρόνια η Ρίφενσταλ συνέχισε να λαμβάνει διακρίσεις, ιδίως στη Γερμανία και την Αμερική, προκαλώντας τόσο επιδοκιμασίες όσο και έντονα αρνητικές αντιδράσεις. Έφυγε πλήρης ημερών στις 8 Σεπτέμβρη 2003.

Δύσκολες Νύχτες

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: